Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Το όνομα Μπάστα (Basta)

Το όνομα
 - Καλλίτερα να σου βγει το μάτι, παρά το όνομα, έλεγε η μια.
- Για ένα όνομα ζιούμε, απάνταγε η άλλη.
... και χαμηλώνοντας τη φωνή... σε άπταιστα αρχαία ελληνικά: Αυτή 'ναι εξώλης και προώλης[1], με ηθική πάντα έννοια.
Οι καλαμπουρτζήδες του χωριού τ' άλλαζαν όλα. 
- Καλλίτερα το όνομα παρά το μάτι! Λέγανε. Το: να σου βγει, το παραλείπανε, χωρίς εξηγήσεις. Από το άλλο, αντικαταστούσανε το όνομα.
- Για ένα πράμα ζιούμε, λέγανε, και στρίβανε το  μουστάκι, κρύβοντας το πονηρό χαμόγελο.  
Σαν σου 'βγαινε το όνομα, κατά πως πιστεύανε την εποχή των Μπασταίων, δυσκόλευε η παντρειά. Η ηθική συμπεριφορά και στάση ζωής ήταν το πρώτο πράμα στο χωριό. Γι αυτό όλοι ψάχνανε άνθρωπο από σόι και σκυλί από μαντρί. Και σαν δεν τους έβγαινε καλό ...  κουνούσαν το κεφάλι και το ντόπιο παπούτσι έπαιρνε τη θέση του μαντριού και του σογιού. Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο.
Για το όνομα του χωριού δεν έμπαινε ζήτημα ηθικής τάξης. Αν και κάποιες πόλεις και χωριά μπλέκουν και με τέτοια. Μπάστα και Καλολετσή, τσιμπλομούνες είναι κει, λέγανε κάποιες ζηλόφθονες από άλλα χωριά. Και οι παληκαράδες, σα σαχλαμαρίζανε στα σοβαρά: Μπάστα και Καλολετσή, θα σ' αργάσω το πετσί.
Το χωριό είχε ένα όνομα και ένα μάτι. Οι Μπασταίοι γεννιόντουσαν με δύο ο καθένας κι οι Μπαστιώτισες με τρία. Έβλεπαν και έκαναν, σαν όλες οι γυναίκες, περσότερα απ' τους άντρες. Αν έλεγες κάτι για γκαβό, μονόφθαλμο ή θεόστραβο χωριό, θα σταυροκοπιούνταν οι Μπασταίοι και στην καλύτερη περίπτωση δεν θα ξαναξεστόμιζες τέτοια σοφία. Εκτός κι αν τόλεγες για πλάκα. Η πλάκα ήταν μπουκιά και συχώριο. Πως να κρατήσεις κακία στην πλάκα και στο καλαμπούρι. Στο φαΐ, και στο ... καλαμπούρι, γέλαγε κι ο θεός στου Μπάιστα. Που μυαλό για κρίση. Το χωριό  και το όνομα του ήταν πέρα από αποτιμήσεις. Όχι και ναντο παινευτούμε ...! λέγαν οι Μπασταίοι κι ας έχε ένα μάτι. Αλλά τι μάτι! Εκείνο, που βρίσκεται πάνω από την ωραία πύλη της εκκλησιάς τους. Αυτό ήταν το μάτι του χωριού. Είχε την όραση όλων των Μπασταίων. Γιομάτος ο τόπος όραση και θέα.. Μετά του δώσανε πολλά ονόματα και του βγάλανε το μάτι!
Μέχρι το 1928 το χωριό Μπάστα είχε το δικό του όνομα. Και τόχε πάππων προσπάππων. Από τον καιρό του κατά Λουκάν, λέγανε. Κι αυτό το λέγανε πάντα για κάτι πάρα πολύ παλιό. Ένα όνομα, που το ’χε από γεννησιμιού του και ήταν σεβαστό από όλους. Κοντοχωριανούς, μα και μακρυχωριανούς. Από φίλους και εχθρούς, αν και δεν πολυείχε τέτοιους. Στη μακραίωνη ιστορία του, κανένας κατακτητής ή άλλος, δε σκέφτηκε και δε βρήκε τίποτα κακό στο όνομά του. Τι κακό μπορεί να κρύβει το όνομα ενός χωριού. Τίποτα απολύτως. Παραφράζοντας ένα σοφό. Δεν υπάρχουν βάρβαρα ονόματα ή λέξεις, αλλά βάρβαρα μυαλά και πως τέτοια υπήρχαν πολλά. Άνθρωποι λειψοί, που κάναν τημπορδή τους μοσχοκάρυδο, όπως έλεγε ο μπαρμαΣωτήρης, ή σαν τους αδειανούς καλόγερους ..., που λέγαν όλοι οι Μπασταίοι, βάλθηκαν με πείσμα να πουλήσουν την κίβδηλη πραμάτεια τους. Να αλλάξουν τα ονόματα χωριών και πόλεων.
Σαν βάλθηκαν ν' αλλάξουνε και του χωριού μας, τα: α σιχτίρ, στα τσακίδια ή ξεκουμπίδια και άλλα καλόηχα, ακούγονταν κάθε φορά, που πιέζονταν για αλλαγή του ονόματος του χωριού. Τέτοια όμως δε συγκινούσαν τους ελληναράδες του εξελληνισμού της Ελλάδας! Δεν καταλάβαιναν βέβαια, πως σαν κάτι εξελληνίζεις, το κάνεις επειδή  δεν είναι ελληνικό και έμπρακτα επιβεβαιώνουν τον που πολεμούν πανσλαβισμό του Φαλμεράγιερ: πως στον ελλαδικό χώρο δεν έρεε ούτε σταγόνα ελληνικό αίμα. Που να καταλάβουν, πως με τις ενέργειες αυτές ομολογούσαν, πως δεν ήσαν Έλληνες και έπρεπε να γίνουν. Οι Μπασταίοι ήσαν Έλληνες από γεννησιμιού τους και δεν ήθελαν να εξελληνισθούν. Αλλά που νιονιό, μουρμουράγανε οι Μπασταίοι.  Η "επανάσταση" της αλλαγής των ονομάτων κράτησε πάνω από έναν αιώνα.
Φαίνεται πως μια τέτοια νοοτροπία και δραστηριότητα έχει πάντα οπαδούς. "Ακόμα και το 1977 λχ, εννιά ολόκληρες σελίδες της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως διατέθηκαν για την εξάλειψη εκατοντάδων τούρκικων τοπωνυμίων του νομού Ροδόπης· δεκαπέντε χρόνια αργότερα οι νέοι Μακεδονομαχούντες τάβαλαν με τους πλανόδιους μανάβηδες των δρόμων της Αθήνας που πουλούσαν "κεράσια Βοδενών" αντί, ως όφειλαν, "Εδέσσης"[2]!
Κι όχι μόνο πάντα, αλλά και παντού. Τέτοιες συμπεριφορές και πρακτικές "αποτελούν τον κανόνα σε όλα τα μήκη και πλάτη της υδρογείου - τυπικά συμπληρώματα της συγκρότησης κάθε εθνικού κράτους. Μας το θυμίζει άλλωστε με το γλαφυρό του τρόπο ο αείμνηστος Αζίζ Νεσίν, μιλώντας στις "Αναμνήσεις" του για τη δική του χώρα (τ.Α',σ.8): "Δυστυχώς, τις ελληνικές ονομασίες δεν τις αφήσαμε. Πώς ήταν δυνατό να υπάρχουν στην Τουρκία, λέει, περιοχές με ελληνικές ονομασίες! (Ποιος ξέρει πόσοι "στραβοκέφαλοι" σαν τους δικούς μας να υπάρχουν και στην Ελλάδα!) Τις ελληνικές ονομασίες των περιοχών αυτών τις αλλάξαμε, τις κάναμε τουρκικές. Λόγου χάρη την περιοχή "Πόδημα" της Μαύρης Θάλασσας την αλλάξαμε, την ονομάσαμε "Γιαλίκιοϊ" κι ησυχάσαμε. Μα δεν ξέραμε ότι η λέξη "Γυαλί" είναι ελληνική κι όχι τουρκική. Τι ιλαροτραγωδία! Είναι βλέπετε αδύνατο ο Τούρκος να απαλλαγεί απ' τον Ελληνα κι ο Ελληνας απ' τον Τούρκο. Κι εξάλλου, ποιος ο λόγος ν' απαλλαγεί ο ένας από τον άλλο;"[3]
 Η εθνικοφρονούσα προκατάληψη, παρέα με  την ιδεοληψία, καλλιεργεί την αγραμματοσύνη, από την οποία και λιπαίνεται, αυξαίνοντας στο έπακρο την  τυφλότητα. Κι αυτό συμβαίνει όπου γης. Δεν είναι είδος που φύεται στην Ελλάδα και εξάγεται. Αντίθετα. Εισάχθηκε στον ελλαδικό χώρο, παίρνοντας την πιο άθλια μορφή.  Αυτή τη γελοία μορφή, οι φανατικοί του είδους εσχάτως  βάλθηκαν να κάνουν και εξαγωγή. Τελευταία οργανώθηκαν τεράστιες συγκεντρώσεις, με κεφαλής τον αρχιεπίσκοπο και δεσποτάδες, με λάβαρα και άλλα γελοία αντικείμενα και βάλθηκαν να αλλάξουν το όνομα γειτονικής μας χώρας. Τι κι αν  η Ελλάδα  έχει γίνει περίγελος του κόσμου. Αυτοί το χαβά τους.  
Οι επαναστάτες του 1821 δε βρήκαν τίποτα κακό στα ονόματα των χωριών. Ούτε κάνανε την επανάσταση για να αλλάξουνε τα ονόματα της Βοστίτσας, των Σαλώνων ή του Μπάστα. Το κάκιστο κακό γι αυτούς ήταν οι καταπιεστές, που τους καταπιέζανε για να  ροκανίζουνε το βιος τους. Δεν ήταν τα ονόματα αυτά που τρώγανε το βιος τους και τους τυραννούσαν. Ούτε που χορταίνουν με λέξεις οι αχόρταγοι τύραννοι ... Οι επαναστάτες του '21, το 1828 καταγράφουν τα ονόματα των πόλεων και χωριών, που με αυτά τα ονόματα ξεσηκωθήκανε ενάντια στην Οθωμανική και ντόπια τυραννία και δεσποτοκρατία. Μπάστα Γαστούνης, καταγράφουν. Γαστούνη είναι η Διοικητική περιφέρεια, στην οποία ανήκαν  τότε όλες οι πόλεις και όλα τα χωριά της γνωστής σε μας Ηλείας.
Το προεπαναστατικό Οθωμανικό σύστημα και τρόπος ζωής κλονίζεται κι αλλάζει, άλλοτε με αργούς και άλλοτε με σπασμωδικούς ρυθμούς. Προεπαναστατικά, κύρια ο Ρήγας και άλλοι, διαβάζουν την ιστορία διαφορετικά από τους Οθωμανούς και την επίσημη Εκκλησία, που μέσα από αυτή καταδυναστεύονται Ρωμιοί, Γραικοί, Ραγιάδες κι Έλληνες. Οι επαναστάτες στην προσπάθειά τους να αλλάζουν τον κόσμο, αλλάζουν πρώτα τη δική τους συνείδηση και ύστερα των άλλων. Μπορούμε να πούμε με σιγουριά, πως με σωστό επαναστατικό τρόπο, πρώτος ο Ρήγας αυτοπροσδιορίζεται Έλληνας. Κατάγεται από  τόπο, που , σύμφωνα με τη μυθολογία, πρωτοκατοικήθηκε από Έλληνες. Η ερίβολος Φθία, στην οποία ήρθε απ’ τη Δωδώνη  και κατοίκησε ο πρώτος με το όνομα Έλλην, τοποθετείται κάπου εκεί στη Θεσσαλία, όπου ήταν και η δική του πατρίδα. Οι επαναστάτες αλλάζουν την ιστορία πολύ πριν την επανάσταση, που είναι και η δημιουργός της πραγματικής ιστορίας. Αμέσως σχεδόν, με την απελευθέρωση το Οθωμανικό εποικοδόμημα γκρεμίζεται, αλλάζει. Οι παλιές σχέσεις παραγωγής έχουν καταστραφεί. Οι καινούργιες οικοδομούνται.
Η πρώτη καταγραφή των ονομάτων των οικισμών του Μοριά γίνεται το 1828, εκατό χρόνια πριν από την αλλαγή του ονόματος του χωριού, από Μπάστα σε Κρυονέρι. Οι επαναστάτες του ’21 δεν το θεώρησαν καθόλου βαρβαρικό και καταγράψανε το όνομα του χωριού, όπως ακριβώς το λέγανε οι κάτοικοί του και όλοι οι κοντοχωριανοί. Οικισμός: Μπάστα, Διοίκηση: Γαστούνης, όπως και όλα τα άλλα τα χωριά και πόλεις της Ηλείας. Κανένα Κρυονέρι δεν καταγράφεται στον πρώτο εκείνο κατάλογο. Ούτε Ωλένης, ούτε Ηλείας, ούτε Ολυμπίας. Ο πίνακας με τα κοντινά χωριά είναι η απόδειξη[4]. Μικρές διαφορές υπάρχουν στα ονόματα των οικισμών της Καλολετσής, του Καράτουλα και σε κάποια άλλα. Δε μπορούμε να βεβαιώσουμε, αν πρόκειται για τυπογραφικό λάθος του πρώτου καταλόγου, των αντιγραφέων του ή αν έτσι προφέρονταν τα ονόματα των χωριών αυτών την εποχή εκείνη. Εξ άλλου είναι δουλειά δική τους να λύσουν το πρόβλημα, αν βέβαια τους είναι και το θέλουν. Στον κατάλογο αυτό, δεν υπάρχει οικισμός με το όνομα Ολύμπια ή Αρχαία Ολυμπία. Ακόμα, στην πρώτη αυτή καταγραφή, δεν υπάρχουν οι γνωστοί μας νομοί Ηλείας, Αχαΐας κ.λ.π., που κάνουν την εμφάνισή τους στη επόμενη διοικητική αναδιάρθρωση της χώρας.


Οικισμός
 Διοίκηση         
 Οικισμός
Διοίκηση
Μπάστα
Γαστούνης
Ώλενα
Γαστούνης
Καλολίτζι[5]
Γαστούνης        
Λατζόι
Γαστούνης
Χελιδόνι
Γαστούνης
Κριεκούκι
Γαστούνης
Μηλιές
Γαστούνης
Δίβρη
Γαστούνης
Λάλα
Γαστούνης
Παραλογγούς
Καρυταίνης
Λάσδικα
Γαστούνης
Καρδαρίτζι
Καρυταίνης
Δούκα
Γαστούνης
Βελημάχι
Καρυταίνης
Πέρσαινα
Γαστούνης
Μοναστηράκι
Καρυταίνης
Γούμερο
Γαστούνης
Νεμούτα
Καρυταίνης
Πόθου
Γαστούνης
Πύργος
Γαστούνης
Καράντουλα[6]
Γαστούνης
Πλάτανος
Γαστούνης

 Διοικήσεις που καταγράφονται το 1828 είναι: 1. Άγιου Πέτρου! 2. Αρκαδιάς, 3. Γαστούνης, 4. Καλαβρύτων, 5. Καρυταίνης,  6. Κορίνθου,  7. Λεονταρίου, 8. Μονεμβασίας, 9. Πατρών,  10. Τριπολιτζάς  και 11. Φαναρίου.
Το 1834, η τότε Γραμματεία Εσωτερικών έστειλε στους νομάρχες, τις πρώτες οδηγίες για τον εξελληνισμό των ονομάτων των δήμων, για να "αναστηθεί η αρχαιότητα" και "συνδεθεί το παρόν της Ελλάδος με το ένδοξο παρελθόν της"[7]. Οι πόλεις και τα χωριά, σύμφωνα με τις οδηγίες, έπρεπε να αλλάξουν τα τουρκόηχα βάρβαρα, κατά τη γνώμη τους, ονόματα και να αποκτήσουν αρχαιοπρεπή Ελληνικά. Πολλά ονόματα πόλεων και κωμοπόλεων άλλαξαν σχετικά νωρίς. Σε πολλά μικρότερα χωριά και οικισμούς, οι οδηγίες δεν έφτασαν ποτέ. Κι αν κάποτε έφτασαν, ποιος να τις εφαρμόσει. Ο γενικευμένος αναλφαβητισμός και οι άπειρες ανάγκες επιβίωσης, δεν άφηναν περιθώρια για ανόητες πολυτέλειες.  
Αξίζει όμως να ιδωθεί από κοντά αυτός ο εξελληνισμός της Ελλάδας, που αποφασίστηκε το 1834. Από ποιους αποφασίστηκε και ποια η άποψή τους για την επανάσταση και τους επαναστάτες! Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η επανάσταση του '21 ήταν Ελληνική, από όποιους κι αν έγινε. Όλοι τους πιστεύανε πως λευτέρωναν την Ελλάδα απ' τους τυράννους κι όλοι τους ήταν Έλληνες, γι αυτό. Είτε ονομάζανε τον εαυτό τους  Ρωμιό, Γραικό, Ραγιά, Αρβανίτη, Χριστιανό ή φιλέλληνα Άγγλο, Γάλλο, Ρώσο, Γερμανό ή Ιταλό.  Όλοι τους κάνανε την Ελληνική επανάσταση. Ο Μπάιρον, όσο Άγγλος κι αν ήταν, πέθανε για την Ελλάδα και τιμιέται απ' αυτή όπως και άλλοι. Δεν πέθανε αγωνιζόμενος για την Αγγλία. Όποιος τον λέει φιλέλληνα, δικαίωμά του. Αν όμως η πράξη προσδιορίζει τον ψεύτη, τον κλέφτη, τον γανωματή, τότε τα συμπεράσματά  πρέπει επιβεβαιώνουν την αλήθεια των μαθηματικών. Σε κάθε περίπτωση η συνείδηση δε είναι αυτοφυές φυτό ή φρούτο.  Είναι γνωστική ικανότητα, που το γνωστικό περιεχόμενο την αναπτύσσει αλλάζοντάς την. Είναι περισσότερο ετεροθρεφόμενο ζιζάνιο. Η συνείδηση έρχεται απ' έξω.
Οι ξένοι, με την ιδιότητα του φιλέλληνα, κατάλαβαν την Ελλάδα, σαν τους χειρότερους κατακτητές. Αξίζει, λοιπόν, να δούμε τα έργα και τις ημέρες αυτών των Γερμανών ''Ελληναράδων''. Το βασίλειο της Ελλάδος δεν ήταν κράτος Ελληνικό. Ήταν ξένοι κατακτητές και συμπεριφέρθηκαν σαν οι χειρότεροι τύραννοι.
Κατά περίεργο τρόπο οι επαναστάσεις γίνονται σε εποχές, που πρέπει να γίνουν πράγματα που έχει άμεση ανάγκη ο τόπος. Όμως αντί για αυτό, οι ξένοι κατακτητές σε συνεργασία με τους ανίκανους και άχρηστους γραφειοκράτες καταγίνονται με θέματα συνείδησης. Βέβαια αν ελέγξεις τη σκέψη και τη συνείδηση των ανθρώπων, μετά κάνεις ό,τι θέλεις. Τους κάνεις οπαδούς. Αλλά πως να κάνεις κάτι τέτοιο στους επαναστάτες; Πως να ξεγελάσεις, εξαγοράσεις να πιάσεις κορόιδο και να κουμαντάρεις ένα Κολοκοτρώνη, που πέρασε μια ζωή στο βουνό, κυνηγημένος από εχθρούς και ιδιαίτερα από "φίλους", που δύσκολα τον έβαζαν στο χέρι! Δυσκολεύουν απίστευτα πολύ τα πράγματα.
Ένα χρόνο πριν την απόφαση για την αλλαγή των ονομάτων πόλεων και χωριών, "Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συνελήφθη το Σεπτέμβριο[8] του 1833, μαζί με το γιό του Γενναίο, τον Πλαπούτα, τον Κίτσο Τζαβέλα και άλλους ένδοξους αγωνιστές, ως ύποπτος συνωμοσίας κατά της αντιβασιλείας και κλείστηκε στις φυλακές της Ακροναυπλίας, ώσπου να δικαστεί" [9], στις 7 Μαρτίου 1834. Αυτό από μόνο του πρέπει να λέει πολλά, αν δεν τα λέει όλα. Ονόματα "φιλελλήνων" και ντόπιων ενδοτικών γραφειοκρατών και τέτοια, δεν χρειάζεται να αναφέρουμε κι ούτε πρέπει να διαθέσουμε ούτε γραμμούλα για την αφεντομουτσουνάρα τους. Είναι οι πρώτοι δωσίλογοι στην εξουσία της νεοελληνικής ιστορίας ...
Το 1836 γίνεται η επόμενη διοικητική αναδιάρθρωση και καταγραφή των οικισμών. Πρόκειται για την καταγραφή των οικισμών όλης της τότε Ελλάδος και δημοσιεύεται στην εφημερίδα της κυβερνήσεως[10]. Στον κατάλογο αυτό υπάρχει το χωριό Μπάστα, όχι σαν Μπάστα Γαστούνης, αλλά σαν οικισμός Μπάστα, που ανήκει στο Δήμο Ώλενος και τη Διοίκηση Ηλείας. Υπάρχει και άλλος ένας οικισμός Μπάστα, του Δήμου Άριος Μεσσηνίας.
Οικισμός
Δήμος
Διοίκηση
Μπάστα
Άριος
Μεσσηνίας
Μπάστα
Ώλενος
Ηλείας
Χελιδόνι
Ώλενος
Ηλείας
Πέρσενα[11]
Ώλενος
Ηλείας
Καλολεντσί
Ώλενος
Ηλείας
Λαντόση
Ώλενος
Ηλείας
Ώλενος
Ώλενος
Ηλείας
Λάλα
Κλαδέας
Ηλείας
Λάσδικα
Κλαδέας
Ηλείας
Δούκα
Κλαδέας
Ηλείας
Πόθου
Κλαδέας
Ηλείας
Μηλιαίς
Κλαδέας
Ηλείας

Οι διοικήσεις στην Πελοπόννησο άλλαξαν και από 11 έγιναν 19, οι εξής: 1. Ηλείας, 2. Αιγιαλείας, 3. Αχαΐας, 4. Αργολίδος, 5. Γορτύνης, 6. Γυθείου, 7. Επιδαύρου Λιμηράς, 8. Ερμιονίδος & Τροιζηνίας,  9. Κορινθίας, 10. Κυλληνίας, 11. Κυνουρίας, 12. Μεσσήνης, 13. Λακεδαίμονος, 14. Λακωνίας, 15. Μεγαλοπόλεως, 16. Πυλίας, 17. Τριφυλλίας, 18. Ερμιόνης,  19. Μεσσηνίας.
Ο "εξελληνισμός της Ελλάδος". [12]Οι προσπάθειες εξελληνισμού της Ελλάδας έχουν αρχίσει και δεν θα έχουν τελειωμό, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων. Η εισηγητική έκθεση του διορισμού της "Επιτροπείας Τοπωνυμιών της Ελλάδος" (Μάρτιος 1909) είναι ξεκάθαρη : "Είναι βεβαίως λυπηρόν το φαινόμενον τούτο, διότι τα βάρβαρα ονόματα και τα κακόφωνα ελληνικά λυπούσι μεν το γλωσσικόν συναίσθημα, έχουσι δε και επιβλαβή μορφωτικήν επήρειαν εις τους κατοικούντας συστέλλοντά πως και ταπεινούντα το φρόνημα αυτών, αλλά και παρέχουσι ψευδή υπόνοιαν περί της εθνικής συστάσεως των χωρίων εκείνων, ών τα ξενικά ονόματα ηδύναντο να εκληφθώσιν ως μαρτυρούντα και ξενικήν καταγωγήν" ( Επιτροπεία Τοπωνυμιών της Ελλάδος, "Γνωμοδοτήσεις", Εν Αθήναις 1920, σ.4). Η επιτροπή αυτή ανάλαβε την αλλαγή, " .... με πρόεδρο τον Νικόλαο Πολίτη και μέλη γνωστούς λογίους της εποχής ( Σπ.Λάμπρο, Γ.Χατζηδάκι, Γ.Σωτηριάδη, Μ. Χρυσοχόο, Κ.Αμαντο, Στ.Κυριακίδη, Ι.Βογιατζίδη, κ.ά.). Βοηθούσης και της πατριωτικής ανάτασης που συνόδευσε την εθνική εξόρμηση εκείνων των χρόνων, ο "εξελληνισμός της Ελλάδος" (όπως ενθουσιωδώς αποκάλεσε το εγχείρημα η εκσυγχρονιστική "Εστία" της εποχής) πήρε διαστάσεις μαζικού κινήματος με τη συμμετοχή των αιρετών εκπροσώπων της τοπικής αυτοδιοίκησης, φιλομαθών πολιτών και φιλότιμων διανοουμένων. Έργο της Επιτροπής τελικά δεν ήταν τόσο να επινοεί όσο το να εγκρίνει ή να επεξεργάζεται τις προτάσεις εκείνες των τοπικών παραγόντων που αθρόα κατέφθαναν στα γραφεία της."
Πρόταση αλλαγής του ονόματος του χωριού Μπάστα στην επιτροπή αυτή δεν υπήρξε ποτέ και έτσι το 1912 αναγνωρίστηκε επίσημα το όνομα του χωριού. Και βέβαια η επιτροπή αυτή των σοφών γνώριζε πολύ καλά πως το όνομα Μπάστα κάθε άλλο παρά βαρβαρικό ή τούρκικο ήταν. Με πολλές ονομασίες, που προτάθηκαν τότε διαφώνησαν, γιατί ήσαν γελοίες. Βέβαια η επιτροπή αυτή με πρόεδρο το Ν. Πολίτη, καταλάβαινε το ανοσιούργημα που υποκινείτο, και έκανε ό,τι μπορούσε. Οι "διαστάσεις μαζικού κινήματος με τη συμμετοχή των αιρετών εκπροσώπων της τοπικής αυτοδιοίκησης, φιλομαθών πολιτών και φιλότιμων διανοουμένων", αποθάρρυνε κάθε  καλή πρόθεση. Στη δική μας περίπτωση ενέργησαν σωστά. Το όνομα του χωριού Μπάστα αναγνωρίστηκε επίσημα από την επιτροπή των σοφών.
Κι όμως δεν τέλειωσαν εδώ τα βάσανα. Το 1927, η τότε κυβέρνηση, στο άρθρο 7 του 281 νομοθετικού διατάγματος ΦΕΚ Α΄, είναι σαφής και κατηγορηματική. "Απαγορεύεται απολύτως η χρήσις των παλαιών ονομάτων υπό των δημοσίων αρχών ή οργάνων εν τη επισήμω αλληλογραφία αυτών, των συλλόγων, σωματείων, συνεταιρισμών κλπ νομικών προσώπων εν τη αλληλογραφία αυτών. Η παράβασις της απαγορεύσεως ταύτης αποτελεί πταισματικήν παράβασιν τιμωρουμένην με πρόστιμον μέχρι 100 δραχμών ή με κράτησιν μέχρι 10 ημερών" (ΦΕΚ Α' 281/1927). "... κάθε χωριό έπρεπε να εφοδιαστεί με ένα -πραγματικό ή φανταστικό- αρχαίο όνομα αντλημένο από την ιστορία ή τη γεωγραφία της περιοχής. Σε περίπτωση που αυτό ήταν αδύνατο, το χωριό όφειλε είτε να μεταφράσει στα ελληνικά το "βαρβαρικό" του όνομα, είτε να δοκιμάσει μια παρήχησή του που θα θύμιζε ελληνική λέξη. Καθώς πάντως ο 19ος αιώνας πλησίαζε προς το τέλος του, οι λόγιοι που ασχολούνταν με τον εξελληνισμό των τοπωνυμίων είχαν πλέον αντιληφθεί τα προβλήματα που συνεπαγόταν η εν πολλοίς αυθαίρετη επιλογή των νέων ονομασιών. Αυτό δεν τους εμπόδιζε να συνεχίζουν την ίδια πολιτική προσπαθώντας απλώς να "επιδιορθώσουν" τα λάθη των προηγουμένων"[13].
        
Σύμφωνα με τη ''σοφία'' αυτή, οι Μπασταίοι έπρεπε να μάθουν αρχαία ελληνικά, για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των επίδοξων νονών ... Κάποια Μπαστιωτόπουλα, που μάθανε καλά αρχαία ελληνικά, διαπίστωσαν πως οι περιγραμμάτου, που βάλθηκαν ή ενδώσανε στην αλλαγή των ονομάτων, είχαν μαύρα μεσάνυχτα από αρχαία Ελληνικά και αρχαία Ελλάδα. Η επιτροπή του 1909, με τους σημαντικότερους σοφούς Ν.Πολίτη  Σπ.Λάμπρο, Γ.Χατζηδάκι, Γ.Σωτηριάδη, Μ. Χρυσοχόο, Κ.Αμαντο, Στ.Κυριακίδη, Ι.Βογιατζίδη, κ.ά σεβάστηκε το όνομα του χωριού και αναγνώρισε το όνομά του. Το 1928, έναν ολόκληρο αιώνα μετά την πρώτη καταγραφή  των επαναστατών και κοντά είκοσι χρόνια από την επίσημη αναγνώριση του ονόματος από την επιτροπή των σοφών, επιτροπή του Υπουργείου Εσωτερικών, θεώρησε βαρβαρικό το όνομα του χωριού και σαν τέτοιο δεν άρμοζε στους πολιτισμένους Μπασταίους. Έπρεπε να ’λλάξει χωρίς καμιά άλλη διαδικασία. Να ’ρωτηθούν, ας πούμε, οι ίδιοι οι Μπασταίοι, αν ήθελαν ή όχι την αλλαγή. Ούτε και που ψυλλιάστηκαν, ας πούμε, γιατί η επιτροπή των σοφών δεν θεώρησε βαρβαρικό το όνομα του χωριού και το αναγνώρισε επίσημα. Οι προσπάθειες εξελληνισμού της Ελλάδας έχουν αρχίσει και πρέπει να ολοκληρωθούν κι όποιον πάρει ο χάρος.
Η χρονιά αυτή, το 1928, δεν ήτανε καθόλου, μα  καθόλου τυχαία. Δύσκολα χρόνια προηγήθηκαν και ακόμα δυσκολότερα ακολουθούσαν. Το παγκόσμιο οικονομικό, κι όχι μόνο, κραχ επίκειται. Οι χρεοκοπίες κρατών, οι απεργίες, οι διχτατορίες, οι πόλεμοι, οι εμφύλιοι, είναι προ των πυλών...  Τι να πρωτομνημονέψεις ... Την ίδια χρονιά, 1928, περνάει το περίφημο ιδιώνυμο και οι συνδικαλιστές διώκονται. Είναι χρονιά, που η αντίδραση σήκωσε κεφάλι ...
Το Φλαβάρη του 1928, λοιπόν, με κυβέρνηση Ε. Βενιζέλου, το Υπουργείο Εσωτερικών, άλλαξε το όνομα του χωριού Μπάστα σε Κρυονέριον[14]. Έτσι χωρίς λόγο. Απίθανο φαίνεται να υπήρξε πρόταση για αλλαγή του ονόματος από την τότε κοινότητα των συνοικισμών Μπάστα-Χελιδόνι, με έδρα το Χελιδόνι. Δεν έχει ακουστεί τίποτα τέτοιο. Αν υπάρχει κάτι στα αρχεία της τότε κοινότητας, θα το βρούμε.
Το 1932 αναγνωρίζεται, για πρώτη φορά, σαν ανεξάρτητη κοινότητα με έδρα το Κρυονέριον[15]. Η αλλαγή του 1928, από Μπάστα σε Κρυονέριον, είτε δεν έφτασε στο χωριό είτε δεν έγινε δεκτή, είτε, το και πιθανότερο, μέσα στις δυσκολίες τους, να το αγνόησαν οι Μπασταίοι, ασχολημένοι με τον έσχατο βιοπορισμό. Η ονομασία αυτή μετά από μια 10ετία, έγινε προσπάθεια επιβολής της στο χωριό, μιας και κανένας δεν ήθελε την αλλαγή. Η Μεταξική διχτατορία ανέλαβε να ολοκληρώσει την αλλαγή.
Ο τότε νομάρχης Ηλείας, θυμάται ο Μέλιος του Μελιόπουλου, ήρθε στο χωριό, το '37  ή '38. Μαζί του και όλη η Μεταξική του κουστωδία. Υποδοχή δεν του έγινε από τη Μεταξική νεολαία του χωριού, που μετέπειτα, ήταν η οργανωμένη αντίδραση στο χωριό. Και καθώς τρωγόπινε κάτω απ’ τον  πλάτανο, έδειξε τη βρύση με το κρύο νερό και τούρθε, τάχα μου, η ιδέα, να αλλάξει το «τουρκόηχο» όνομα του χωριού σε Κρυονέρι. Παρά τα κόλπα και τις αλχημείες του τεταρτοαυγουστιανού νομάρχη, δεν δέχτηκαν οι Μπασταίοι. Αντιδράσεις, βέβαια, ανοιχτές δεν υπήρξαν.
 Η μετονομασία του χωριού σε Μοναστήρι[16] έγινε  τον Αύγουστο του 1940, λίγο πριν πάει κατά διαόλου η Μεταξική διχτατορία. Κατά μία εκδοχή, αυτή η αλλαγή έγινε σαν τέχνασμα για να δεχτούν την άλλη του ’28.  Αυτή η εκδικητική ενέργεια της διοίκησης, εξόργισε και γέμισε με θυμό τους Μπασταίους και ιδιαίτερα τις Μπαστιώτισες. Η διοίκηση με την παμπόνηρη αυτή διαδικασία άσκησε ακραίο εκβιασμό.
Κατά μια άλλη εκδοχή η αλλαγή έγινε από το στρατό, για να μη μπερδεύεται με τ’ άλλα Κρυόνερα, Κρυονέρια και  Κρυόβρυσες, που αφθονούν στην περιοχή. Κατά την άποψη αυτή, νονός του χωριού ήταν ο Μεταξικός στρατός. Τέτοιος κακοτράχαλος τόπος, με γκρεμούς, που σου κόβουν την ανάσα, μισοζώνια σπηλιές και ρουμάνια, που θα φιλοξενούσαν αντάρτες και υπονομευτές της έννομης τάξης κι ασφάλειας, προνοητικός, καθώς πρέπει σε κάθε στρατό, έπρεπε να μη υπάρχει μπερδεψιά στους χάρτες του. Κρυονέρι στην Ολυμπία, Κρυόνερο στην Πηνία και άιντε να βρεις άκρη με τις Κρυόβρυσες και τα Κρύες βρύσες. Πρότεινε την αλλαγή. Οι άνθρωποι δεν είναι κοινωνιολόγοι ή ιστορικοί. Στρατιωτικοί ήταν και ήθελαν να κάνουν καλά τη δουλειά τους. Όποια, όμως, κι αν ήταν η εκδοχή, η πρόκληση για το χωριό έγινε. Μοναστήριον και τα σκυλιά δεμένα. Και ας δυστροπούσαν οι Μπασταίοι σε κάθε και για κάθε αλλαγή του ονόματος του χωριού.
Η αλλαγή του ονόματος των άλλων χωριών δεν τους πολυένοιαξε. Θα δυσκολεύονταν βέβαια στην αρχή να λένε Νεράιδα την Καλολετσή. Μα και μετά και τώρα Καλολετσή τη λένε και δεν τους νοιάζει, που δεν στενοχωριούνται οι Καλολετσιάνοι για την αλλαγή της παμπάλαιης ονομασίας του χωριού τους. Αυτοί, κατά πως ακούγεται, χαρήκανε την αλλαγή. Κάποιοι το φχαριστηθήκανε κιόλας. Η αλλαγή ήρθε κι έδεσε με το θρύλο της πεντάμορφης νεράιδας τους. Η πεντάμορφη Καλολετσιάνα, αρνήθηκε το χαρέμι του πάμπλουτου αγά του Λάλα κι έγινε η θρυλική ναϊάς[17]. Χαλάλι της πεντάμορφης επαναστάτριας Καλολετσιάνας. Άξιζε τέτοια τιμή, για τις που στερήθηκε χαρές! Δεν ξεκαθαρίζει ο θρύλος αν παραδειγματίστηκε απ’ τις Σουλιωτοπούλες ή τους πήρε την πρωτιά. Κάτι τέτοιο όμως είναι δουλειά των  Νεραϊδιοτών Καλολετσιάνων. Στην πανέμορφη ιστορία δε χωράει παρέμβαση Μπασταίου. Οι Μπασταίοι λατρεύουν τους όμορφους μύθους, που πάντα είν’ αληθινοί μέσ' στη σεμνότητά τους.
Μπορεί όμως η πραγματική ιστορία να διαγράφεται και να ξαναγράφεται με αυτόν τον τρόπο;  Κι όμως έτσι έγινε.  Τόλμησαν την Ύβρη, όπως λέγανε την ακραία ασέβεια οι αρχαίοι Έλληνες. Ν’ αλλάξουν το απ’ αιώνων ιερό ίχνος του χωριού. Οι Μπασταίοι ομολογούσαν εν βάπτισμα, μέχρι την ... ανάσταση των νεκρών. Για μετά, δε λέγανε τίποτα.  
Το 1953 μετονομάστηκε ο συνοικισμός και κοινότητα Μοναστηρίου σε κοινότητα Κρυονερίου[18]. Τα δύσκολα εκείνα χρόνια οι Μπασταίοι δώσανε τόπο στην οργή, αλλά ποτέ δεν συμφώνησαν μ’ αυτό που έγινε. Τι να κάναμε , παιδί μ’, ήταν η γεμάτη πόνο κι οργή απάντηση.

Μπασταίοι και Κρυονερίτες. Μέχρι το 1928, σύμφωνα με όσα η ίδια η αλλαγή του ονόματος σηματοδοτεί, Μπασταίοι είναι οι κάτοικοι του χωριού Μπάστα. Τότε έγινε η μετονομασία του χωριού σε Κρυονέριον. Μέχρι τις αρχές της 10ετίας του 1960, όλοι θεωρούσαν τον εαυτό τους Μπασταίο. Είχαν τη συνείδηση του Μπασταίου. Μπασταίικη συνείδηση! Με την "αποδοχή" της αλλαγής του 1953, άρχισαν κάποιοι εθνικοφρονούντες, να πηγαίνουν πιο κοντά στο δημόσιο κορβανά και να θεωρούν τον εαυτό τους πιο Έλληνα από τους άλλους Μπασταίους και να αυτοαποκαλούνται Κρυονερίτες. Κάποιοι επιμένουν να αυτοαποκαλούνται Μπασταίοι. Είναι αυτοί που ξέρουν ή είναι υποψιασμένοι του τι και πως συνέβη και άλλαξε το όνομα τού χωριού. Αυτοί δεν θα δώσουν κανένα συγχωροχάρτι. Οι χιλιάδες θαμμένοι για αιώνες στα άγια χώματα του Μπάστα Μπασταίοι, δεν μπορούν και δεν είναι σε θέση κι ούτε έχουν τη δυνατότητα  να συγχωρήσουν. Και ήταν όλοι τους βέροι Μπασταίοι. Κανένας τους δεν ήταν Κρυονερίτης. Και ήταν οι βέροι Μπασταίοι που σέβονταν το κρύο νερό της κρυόβρυσή τους. Είναι αυτοί που όρθωσαν το ανάστημα τους και υπάρχει ακόμα η βρύση στη μέση του χωριού, μια από τις λίγες βρύσες στη μέση χωριού στην Ελλάδα. Κρυονερίτες επιβουλεύτηκαν την ύπαρξή της.
- Θέλουμε να ακούμε το νερό της να τρέχει όσο θα ζιούμε, λέγαν οι Μπασταίοι. Κανένας δεν μπορεί να σταματήσει το νερό να τρέχει. Μόνο ο ... θεός μπορεί να το κάνει αυτό!
Στο οπισθόφυλλο ενός γράμματος, στα τέλη της 10ετίας του '90, ο τότε πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Κρυονεριτών (Μπασταίων), έγραψε:  «ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ  
Το 1928 έγινε η αλλαγή του ονόματος του χωριού μας από ΜΠΑΣΤΑ σε ΚΡΥΟΝΕΡΙ. Το 1940, για να μη μπερδεύεται με άλλα ομώνυμά  του, το άλλαξαν ξανά και το ονόμασαν Μοναστήρι. Αυτό το τελευταίο όνομα αναστάτωσε τους χωριανούς μας, για τις γνωστές προκαταλήψεις, που συνδέονται με τη λέξη μοναστήρι. Το όνομα αυτό ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκε σε επίσημο έγγραφο. Αυτή η αντίδραση είχε σαν αποτέλεσμα την επαναφορά του ονόματος πάλι σε Κρυονέρι. (1953)
Μετά την απελευθέρωση, το 1834, δόθηκαν οι πρώτες οδηγίες, από την τότε Γραμματεία Εσωτερικών, στους νομάρχες, για τον εξελληνισμό τω τοπωνυμιών. Το χωριό μας δεν αποτέλεσε εξαίρεση στα τραγελαφικά και κωμικοτραγικά επακόλουθα της αγραμματοσύνης των «γραμματισμένων». Το όνομα του χωριού μας θεωρήθηκε βαρβαρικό και έπρεπε ν’ αλλάξει … Στα τέλη της 10ετίας του ’30, μεσούσης της δικτατορίας Μεταξά,  ο τότε νομάρχης, επισκέφτηκε το χωριό μας και καθώς έτρωγε και έπινε κάτω απ’ τον πλάτανο, κοίταξε τη βρύση με το κρύο νερό και του ‘ρθε η φαεινή ιδέα να εκπολιτίσει τους βάρβαρους Μπασταίους, αλλάζοντας την «τουρκόηχη» στ’ αυτιά του «βαρβαρική» ονομασία του χωριού μας από Μπάστα σε Κρυονέρι!!!
Είναι όμως τούρκικη η ονομασία του χωριού μας; Κατοίκησαν ποτέ τούρκοι στο χωριό μας ;
Ο γράφει στη σελ. 42 και 43: Ο «πατήρ του Μπεκίρ - Αγά (πριν την επανάσταση του ’21 ονομάζετο Δερβίς – Αγάς, με έδρα το χωρίον Μπάστα – νυν Κρυονέρι Ωλένης -, ήτο ο καταλαβών το ως άνω χωρίον, εις το οποίον κατώκησαν πολλοί Τούρκοι και ο πληθυσμός του οποίου ήτο  απολύτως αμιγής τουρκικός (Οι υπογραμμίσεις δικές μας).
Αυτά έγραφε ο ανεύθυνα φλύαρος Δουκαίος «συγγραφέας», εντελώς άσχετα με την ιστορία του χωριού μας. Γιατί αν είχε επισκεφθεί το χωριό μας, θα είχε διαπιστώσει, πολύ εύκολα, τη γλώσσα που μιλούσαν οι Μπασταίοι. Και βέβαια η γλώσσα αυτή δεν ήταν η τουρκική. Και το χειρότερο, για ένα που θέλει να είναι συγγραφέας με στοιχειώδη αξιοπιστία, δεν έκανε τον κόπο να διαβάσει το βιβλίο του Διδάκτορα και Υφηγητή της φιλοσοφικής Γ. Παπανδρέου, «Η Ηλεία δια μέσου των αιώνων», που στη σελ. 326, γράφει ποια γλώσσα μιλούσαν[19] στα χωριά Καλολετσή, Μηλιές και Μπάστα.
Η λέξη « Μπάστα» είναι και σήμερα στο κοινό Ιταλικό λεξιλόγιο και μεταφραζόμενη, σημαίνει ό,τι και το γνωστό σ’ όλους μας «βάστα», όπως στη φράση «βαστάτε τα’ άλογα», που τα λέμε και «βασταγά». Ακόμα σημαίνει: 1)  «φθάνει», 2)  «ως εδώ», 3)  «το όριο».
Από την ιστορία ξέρουμε για την Φραγκοκρατία στον Ελλαδικό χώρο. Για στρατιωτικούς (;) λόγους επιχορηγούσαν με ένα χρυσό νόμισμα (Σημ. Στην Κέρκυρα ήταν αργυρό)  για το φύτεμα κάθε ελιάς. Όπως είναι γνωστό σ’ όλους  στο χωριό μας, υπάρχουν ελιές από την εποχή των Ενετών και πάνω από το όριο του χωριού μας, δεν υπάρχουν τέτοιες ελιές. Μπάστα ( φθάνει, ως εδώ ), λοιπόν οι ελιές για τους Ενετούς. Στα αρχεία της Βενετίας πρέπει να υπάρχουν στοιχεία για το χωριό μας, σαν όριο των ελαιώνων τους, στις υπώρειες της Φολόης.
Αυτά τα λίγα, σαν αρχή, για το χωριό μας. Δημόπουλος Γ. Θεόδωρος, Εκπαιδευτικός»
Κάποιοι χαρακτηρισμοί, θα μπορούσαν να είναι σε χαμηλότερο προφίλ. Το γράμμα γράφτηκε το Δεκέμβρη του 1997  και είναι φορτισμένοι απ’ το παρακάτω επεισόδιο.
- Εσύ τοήφερες τούτο το βιβλίο;
- Ναι, γιατί γράφει κάτι για το χωργιό μας.
- Τουρκόσπορους μας ανεβάζει, τουρκόσπορους μας κατεβάζει ... Και με έξοδα του συλλόγου. Πληρώνουμε βιβλία να μας βρίζουν; Εγώ φταίου που μαζεύω τα λεφτά, μονολογεί θυμωμένα ο Γιάννης.
Είχε κι ο ίδιος συμφωνήσει στην απόφαση για την αγορά του βιβλίου και το ’χε πληρώσει κιόλας. Δε βρήκαμε για αγορά το ίδιο το βιβλίο. Δανειστήκαμε ένα από το Μπάμπη το Δούζα, από του Λάσδικα  και το φωτοτυπήσαμε. Έγραφε κάτι για το χωριό μας. Δε βρίσκεις και πολλά βιβλία να γράφουνε για το χωριό μας. Που και που κάποιοι αναφέρουν τ’ όνομά του. Ίσως να ’ναι και το μοναδικό που γράφει δυο λέξεις παραπάνω. Και πέρα από τις ιστορικές ανακρίβειες, γράφει, και το παραπάνω, καλά λόγια
Ταμίας στον πολιτιστικό σύλλογο και απ’ τα πιο δραστήρια  μέλη του ο Γιάννης. Το πρόσωπό του ήταν πάντα  ροδοκόκκινο και το τόνιζε η μεγάλη του καράφλα. Τώρα  αναψοκκίνισε  εντυπωσιακά από την οργή, που γρήγορα γινότανε  θυμός με επιθετικές διαθέσεις. Χτυπάει με δύναμη τη σελίδα με το επίμαχο κείμενο, δείχνοντάς το στους γύρω του, που επιβεβαίωναν με σχόλια και χειρονομίες, κουνώντας το κεφάλι και μορφάζοντας για  την προσβολή!
- Ακούς εκεί, «αμιγής τουρκικός πληθυσμός», το χωριού μας;     
- Μας βρίζει. Μας λέει τούρκους,  συμπληρώνει ο άλλος Γιάννης
- Μωρέ  φέρ’ το τσακουμάκι ναντο κάψω ...
Κάποιος ψάχνεται φανερά σκόπιμα.
- Πούειντο τσιακουμάκι μου μωρέ ..., πούειντο ναντο κάψουμε το κερατένιο ...
Το πειραχτήρι της «συνωμοτικής»  παρεούλας της στιγμής, βγάνει τον κυριλέ αναπτήρα του  και του τον δίνει. Ο Γιάννης γκούρλωσε πονηρά τα μάτια του και στριμώχνοντας τα χείλα του σε μορφασμό αηδίας ανάμεικτο με επιθετικό  γέλιο...
- Τσιακουμάκι γύρεψα  μωρέ, Τσιακουμάκι κι όχι αναπτήρα.
Το πτη στη λέξη, το παράτεινε γλυκαίνοντας τη φωνή του λιμοκοντόρικα, όπως κάθε που γελοιοποιείται στο χωριό μια λέξη του «καλού» κόσμου.
Για να  «προκάνει» το κάψιμο  του βιβλίου στη μέση του χωριού ο πρόεδρος, σκηνή που δεν την ήθελε ούτε γι’ αστείο να συμβεί, μπερδεμένος με τη Μπασταίικη  εξέλιξη του εγχειρήματος, κόβει την παράσταση απότομα, βάζοντας τέρμα στο εξαγριωμένο αστείο.
- Με το κάψιμο, δεν ξεγράφονται γραφτά, είπε ξερά και παίρνει το βιβλίο.
 - Απάντηση χρειάζεται και θα την έχει, είπε με ακραία παγερή σοβαρότητα.
Η παράσταση σταμάτησε. Ο πρόεδρος του Συλλόγου ήξερε καλά, πώς τα χωριάτικα αστεία, εξελίσσονται κάποιες φορές σε άσκοπους διασυρμούς. Κάποια  ίχνη θυμού και ευχαρίστησης, για το αίσιο τέλος, αφού πέτυχε κι ο πάγιος σ' ανάλογες περιπτώσεις στόχος. Να πικάρουν. 
Κι αν πραγματικά είχαμε τούρκικη καταγωγή, θα έπρεπε να ντρεπόμαστε, σκεφτότανε μετά.  Τώρα πως το όνομα Τούρκος, Βούλγαρος, Γραικός, γίνεται βρισιά, είναι βαγγέλιο άλλου παπά, με πείρα σε βαφτίσια και αλλόδοξους νουνούς. Και δεν είναι αποκλειστικό κουσούρι του χωριού ή ελληνικής καταγωγής, παραγωγής και κατανάλωσης. Η ανθρωπότητα όλη και η ιστορία της έτσι έχει γραφτεί.
Παρένθεση, απ’ το χωριό κι αυτή.
- Πέτρο, πως λεν στ’ Αλβανικά σου, το τσακμάκι.
- Τσακμάκ, το λέμε, τσιακμάκ, λέει ο Πέτρος, χωρίς καμιά πονηριά και με χαμόγελο ευχαρίστησης που τον ρωτάμε.
… και τι χρυσό παιδί ο Πέτρος! λέει ο ένας. 
… Α! και τι δουλευταράς ο Πέτρος! λέει ο άλλος.
Και όλοι, μα όλοι συμφωνούν και όλοι τον θέλουν στις δουλειές τους. Τέτοια εντιμότητα σπάνια  τη βρίσκεις! 
Μικρή ενασχόληση με όσα λέει ο Δουκαίος συγγραφέας κι  ο Γιάννης είχε δίκιο, όπως φάνηκε στο παραπάνω γράμμα. Ο εθνοκεντριστής Δουκαίος συγγραφέας, έγραφε 20 χρόνια αργότερα από τον Δρα γυμνασιάρχη  Παπανδρέου από τον Πάο, που αναφέρει, σαν κάτι πολύ γνωστό και γενικά αποδεκτό, πως στην Ηλεία,  τα χωριά Μπάστα, Καλολετσή και  Μηλιές ήταν καθαρόαιμα Αλβανοχώρια[20]. Το σωστό είναι πως τα χωριά αυτά είναι Αρβανιτοχώρια και όχι Αλβανοχώρια. Ο Γεώργιος Παπανδρέου στο έργο του Η ΗΛΕΙΑ ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ, που εκδόθηκε το  1924, στις σελ. 326  γράφει:"... μόνο 4 χωριά είναι αλβανόφωνα, η Κώμη εν Βουπρασίω και εν ταις ΝΔ παραφυάσι της Φολόης η Καλολετσή, αι Μηλεαί και το Μπάστα." Στη σελίδα 340 γράφει: "... 10.000 Αλβανοί ορθόδοξοι αποτελέσαντες ως επί το πλείστον ίδιους συνοικισμούς, εν Ηλεία δε τοιούτοι συνέστησαν εν Λάλα, Μηλεαίς, Καλολετσή, Μπάστα, Κώμη και ίσως αλλαχού που." Και βέβαια οι Λαλαίοι Αλβανοί δεν ήταν ορθόδοξοι χριστιανοί, αλλά μωαμεθανοί. Εκτός και εννοούσε, πράγμα απίθανο, ορθόδοξοι Μωαμεθανοί. Στη σελ. 326 ο  Παπανδρέου γράφει πως ο Πουκεβίλ υποστηρίζει πως "οι εις Λάλα μετά των πρώτων του 14ου αιώνος μετοικήσαντες Αλβανοί εκ των Ακροκεραυνίων υπό την οδηγίαν του Μιχ. Δούκα (εξ ου ίσως και η νυν εγγύς του Λάλλα κώμη εκλήθη Δούκα), σκληροί, ως φαίνεται, όντες και αρπακτικοί, εξισλαμισθέντες μόνοι αυτοί των εν Ελλάδι Αλβανών, ως λέγει και ο Πουκεβίλ".  Σύμφωνα λοιπόν με τον Πουκεβίλ οι Λαλαίοι Αλβανοί ήσαν χριστιανοί όταν ήρθαν στην Ηλεία και στου Λάλα εξισλαμίστηκαν. Στο χωριό μας πάντως με εξαίρεση τον αγά του χωριού και την ακολουθία του  και την οικογένεια του Αράπη, οι άλλοι πρέπει να ήσαν χριστιανοί ορθόδοξοι. Ο Αγάς του χωριού πρέπει να πήγαινε στο Λαλαίικο τζαμί. Ο Αράπης έφτιαξε εξωκλήσι, που τα υποληματά του βρίσκονται στον Αϊλιά  στη θέση τζαμί.  
Ο Δουκαίος Γ. Χρυσανθακόπουλος στο βιβλίο του «Η Ηλεία επί τουρκοκρατίας» (Μάιος του 1949) δεν έκανε  τον κόπο να διαβάσει τα γραφέντα υπό του Παπανδρέου, ίσως και να μη του ήταν εύκολο. Το να επισκεφτεί όμως  το χωριό Μπάστα, που ήταν πολύ κοντά στο δικό του  ή να ρωτήσει τους Μπασταίους, που πηγαινοέρχονταν  στο μονοπώλιο να πάρουν σπίρτα, πετρέλαιο κι αλάτι ή τον Μπασταίο ταχυδρόμο, το Γιώρη το Χαρλαμόπουλο, που κάθε μέρα σχεδόν πηγαινορχότανε στου Δούκα, αν ρωτούσε, θα μάθαινε πως ο πατέρας του ο γεροΘοδωρής, που ’χε το καφενείο στο χωργιό, μιλούσε  Αρβανίτικα και ήταν, λέγανε, ο τελευταίος. Η αλήθεια είναι πως τελευταία ήταν η Τζούκαινα. Πέθανε στις αρχές της 3ης χιλιετίας, πλήρης ημερών, περασμένα τα εκατό.
    - Η βάβω σου μίλαγε άλλη γλώσσα με τις γριές, έλεγε στο γιό του ο Φρούραρχος του Ε.Α.Μ.  Αν και ήξερε ποια ήταν η "άλλη γλώσσα που μιλάγανε οι γριές", δεν είπε  ποτέ το όνομά της. Η εθνικοφρονούσα  «σοφία», είχε επιτύχει το σκοπό της. Τα χωριά τάσκιαζ' η φοβέρα  και σκλάβωνε κάθε αλήθεια. Γελάστηκαν όμως  κι άδικα αλλάξανε το όνομα του χωριού. Το όνομα Μπάστα ούτε τούρκικο, ούτε βαρβαρικό ήταν. Η παιδεία των νονών του χωριού μας ήτανε βαρβαρική, έστω και αν νομίζανε Έλληνες τους εαυτούς τους! Βάρβαροι ήταν και όλοι τους πεθάναν τέτοιοι!   
Το όνομα για τους Μπασταίους! Για αιώνες το χωριό ονομαζόταν  Μπάστα  και πρέπει να είναι το πρώτο όνομά του. Οι Μπασταίοι δεν ήξεραν πως και αν ήταν τα παλιά τα χρόνια το χωριό τους. Ούτε που νοιάζονταν για τέτοια στους αιώνες που περάσανε. Ούτε για το πότε, το ποιος και το γιατί. Το ένστικτο για τη ζωή περιόριζε αφάνταστα τέτοια ασχολία. Τους αρκούσε ο γνωστός Θρύλος, που με τις αναγκαίες προσθαφαιρέσεις της στιγμής, απαντούσε σε ευκαιριακά ερωτηματικά και απορίες.
-  ... Μια φορά κι εναγκαιρό, ήταν ένας που τονελέγανε Μπάιστα …
 Ψηλός ίσιαμε κει πάνου. Θερίο. Σ’ έστιβε με το ‘να του το χιέρι…
Αλλά κι αλλιώς.
- …Ήταν κοντοπίθαρος, μα διαόλου σκάλτσα. Τον έχανες  ‘κει που τον  έβρισκες. Κοντοστούπης ο κερατάς, μα τετραπέραντος, σου λέου.  
Ο βασικός καμβάς, πάνω στον οποίο πλέκεται ο μύθος ...
- Τα παλιά τα χρόνια, που λέτε,  πάππων– προσπάππων, στο …, ... έτσι λέγανε  τομπρώτο οικιστή …το σκυλί ή το τραϊ  του ... Που ήταν το και το  … Και τι δεν ήταν … Που είχε το και το … Και τι δεν είχε … Που έκαμε … και τι δεν έκαμε … Που τραβηξε …. Και τι δεν … Και νίκησε τον ένα και τον άλλο , μα πιο πολύ  και τον παράλλο! Και νικήθηκε …, μα στο τέλος νίκησε …
 Η πηγή του γάργαρου νερού, η χλωρίδα κι η  πανίδα γύρω–γύρω και πέρα, τα τραγιά και τα μουσκάρια, που όργωναν και πνίγηκαν στη λίμνα, εδώ κι εκεί κι αλλού … που λέτε … και άλλα πολλά που μακραίνανε το θρύλο.
Στα παραμύθια τους τα ’διναν όλα. Και ρέστ’ ακόμα. Τζάμπα πράματα είν’ αυτά. Τζιάμπα και βερεσιέ. Και τ’ αυτιά δεν είναι χρηματοκιβώτια  ή τσέπες να γιομίζουν. Τα χωρούσαν όλα και με το παραπάνω. Όσο οι ατέλειωτες νύχτες κρατούσαν, τόσο μεγάλωνε κι ο θρύλος. Την απλοχεριά του αφηγητή, υπονόμευαν τσιγκούνικα τα λεκτικά του πλούτη. Και, προσοχή! Αυτά είναι ατράνταχτα κι αληθινά στοιχεία για την ιστορία, την αλήθεια και τον αμφισβητία. Σε περίπτωση επιμονής, υπάρχει και η αποσυναγωγή.
Σ’ όλη την οικουμένη επαναλαμβάνεται ο ίδιος καμβάς για πόλεις και χωριά, για χώρες και ηπείρους. Για πες ηλίθια την που καβάλησε τον ταύρο Ευρώπη και θα δεις. Όμως, τι όμορφοι που είναι οι μύθοι και πιότερο οι θρύλοι. Και σαν οι συχνές κακοκαιρίες διατάζανε αργία  και μάκραινε η σχόλη, γενεές δεκατέσσερες περνάγανε κι οι θρύλοι. Το επέβαλε ο αποχρών λόγος, απαραίτητο στοιχείο στη σκέψη εκείνου που βρίσκεται σε δράση από μικρός …    
Από αποχρώντες λόγους, οι Μπασταίοι δε σκαμπάζαν γρυ[21].  Σκραμπάζαν, όμως πολλά γρυ, σαν ξεκουρβούλωναν κουμαριές και σκίντα, για ν’ αυξήσουν μ’ ένα πετσούρι[22] γης τα λιγοστά τους χωράφια και να προσθέσουν μια φέτα ψωμί για το φτωχικό τους ή ξελιθάριαζαν απ’ τις κροκάλες. Τον καλό τόπο τον είχαν άλλοι. Κι ο ιδρώτας δικός τους ήταν. Όχι για να φτιάσουν χωριό με ιστορία. Αυτή έρχεται μετά, αν έρθει. Επιταγή του ένστικτου αυτοσυντήρησης και διαιώνισής τους ήταν. Γι αυτό θεωρούσαν καταδικό τους το χωριό. Γέννημα και θρέμμα της εντολής των σωθικών τους. Και τ’ αγαπούσαν πιο κι απ’ τη ζωή τους. Κι αν κάποιος επιβουλευόταν κάποιο κομματάκι, θυσία γίνονταν στο βωμό της γης τους. Την κανάκευαν πιο κι απ’ τα πολλά παιδιά τους.
Το όνομα  Μπάστα (basta), είναι λέξη και σήμερα σε χρήση στη Ιταλική γλώσσα. Σημαίνει φτάνει, ως εδώ, ως εδώ και μη παρέκει, περίμενε, αρκετά, κράτα, βάστα. Υπάρχει το Ομηρικό και αρχαίο Ελληνικό ρήμα ΒΑΣΤΑΖΩ [23],  που χρησιμοποιούν ποιητές και  πεζογράφοι της αρχαιότητας. Το νόημα είναι το ίδιο με γνωστό μας και σήμερα ΒΑΣΤΩ. Η λέξη πέρασε στη Λατινική και από κει, στη σύγχρονη Ιταλική γλώσσα. Από την ιταλική μέσα από τους ενετούς πήρε και το όνομα του χωριού μας. Φαίνεται απίθανο να είναι σε ευθεία απ’ την αρχαία Ελληνική  η ονομασία του. Πρέπει να ήρθε από την Εσπερία.  Και είναι από αιώνες ευρωπαϊκό το  όνομά του.
 Πώς, όμως, μια ιταλική λέξη μπήκε σαν όνομα  σ’ ένα ορεινό χωριό της Ηλείας; Απίθανο φαίνεται να το έφεραν οι Αρβανήτες έποικοί του. Στη χώρα καταγωγής τους η λέξη μπάστα είναι άγνωστη. Η λέξη μπάστα χρησιμοποιείται από πολλούς έλληνες και, ίσως και Σέρβους, όπου υπάρχει και τοπωνύμιο. Απίθανο είναι να πρωτοδημιουργήθηκε το χωριό από τους Σλάβους του 7ου αιώνα.
Πολλά βασικά τοπωνύμια του χωριού, όπως:  Αραντρίτσι, Πίγκαρι[24], Ταβάνι[25],  Πέλουζες, Πράρη, Καραμπάτση, Καλιμπάκη, Κοριτσάνους, Κορύτους, Ντάρδα Μπάρδα, Λαφοξιά(;) Λακαρί; Λακαοϊρι;, Μούζγκα  κλπ, ηχούν, τουλάχιστο, ιταλικά. Πολλές λέξεις στο καθημερινό λεξιλόγιο είναι ιταλικά απομεινάρια ή εισαγωγές. Μερικές από τις πάμπολλες, όπως: Μπονόρα (= πρωί), Αβάντα, (= στήριγμα. Λέξη Ενετική, Vant(arse)= καυχιέμαι), Αγάντα (η, στήριγμα, βοήθεια. Η  Ιταλική λέξη agguantare=   αγαντάρω),  Αβέρτα   (επιρρ. = απεριοτιστα. Βενετικά  averto = ανοιχτός), Γραπώνω (Ιταλ. Grappa= έλασμα που κρατάει ενωμένα ...), Τίγκα (, επιρρ. = γεμάτο  και στην  Ιταλική, tinga),  Ξεσπαλιάστηκα (στα ιταλικά: spalla) κλπ,  ελιές μεμονωμένες και αιωνόβιες, ονομάζονται και, σύμφωνα με την παράδοση, που φτάνει ως τις μέρες μας, είναι Ενετικές. Αλλά και το λιοστάσι στην τοποθεσία Μουρτζ(ι)ούκου θεωρείται Ενετικό. Στου Μουρτζούκου έχουν ιδιόκτητες ελιές ένα μεγάλο πλήθος ιδιοκτητών, ενώ ο ιδιοκτήτης του χωραφιού δεν έχει καμιά ελιά στην  ιδιοχτησία του! Στο λιοστάσι αυτό δεν ισχύει και σήμερα το γνωστό αξίωμα του ρωμαϊκού δικαίου: «Τα υπερκείμενα υπόκεινται τοις υποκειμένοις». Οι   Ενετικοί ελαιώνες φτάνουν μέχρι το χωριό. Η τελευταία βρίσκεται στη θέση Πράρη στο Τζουκαίικο χωράφι. Πιο κάτω άλλη είναι στα Βγιεναίικα. Δυό βρισκονται στ’ Αντριγιαίικα. Η μια στου Γούτου κι άλλη στου Κώστα του Βγιενή. Κάποιες άλλες είναι στα Γιαννιτσαίικα, προς την Κομποκούκια. Δυο υπήρχαν κοντά στην εκκλησιά, μια κολλητά στο σπίτι του Θοδωρή του Νικολόπουλου, μια στον κήπο του Ντούλα, μια στου Μηνά, κολητά στη χαμοκέλα του Φιλιππακόπουλου. ... Άλλη μια είναι μέσα στο μεταγενέστερο λιοστάσι  του Μηνά, στου Κακόση. Μια άλλη βρίσκεται στη Κοριτσιά, κολλητή στο μεγάλο κροκαλοπαγές λιθάρι, που βρίσκεται στην κολαριά και αφθονούν στην περιοχή. Πάμπολλες υπάρχουν στη Ντιέμπιζα, στον Αϊλιά, κ.ά.  
Μια ελιά στο Αϊλιά, που δεν υπάρχει πια, έγινε αιτία για να ψυλλιαστούνε κάποια  παιδιά την ιστορία του χωριού. Μέσα σε δάσος από σμερτιές, λίζβατα, σκίντα, βάτα, κουμαριές και πεύκες, κοντά στο βαρικό, υπήρχε το κουφάρι μιας παμπάλαιης ελιάς. Γύρω της είχαν πετάξει μπόλικα  βλαστάρια.
- Ρε μαύρε μου, δε το βάνει κάτου αυτή η ελιά, μονολογεί ο πατροφαμίλιας, χαϊδεύοντας τα πεντετρύφερα λ(ου)υμάκια[26], που ξεπετιούνταν ολόγυρα απ’ το νεκρό κορμό. Σκόπιμα πρέπει να το είπε φωναχτά, για να ακούνε και μαθαίνουν τα παιδιά του, που κάθονταν στις μεγάλες ρίζες που είχε γύρω απ’ τον μεγάλο κορμό, κατά τη μεριά του  ίσκιου. Έλεγε αυτό που άκουσε κι αυτός απ’ τον μακαρίτη τον παππούλη του, το γεροΦώνη. Πρόφερε το όνομα του μακαρίτη  με γιομάτο το στόμα, σα να καμάρωνε για τον πρόγονό του και για να κάνουνε κι αυτά το ίδιο, σα μεγαλώσουν και δε θα υπάρχει, κατά πως ετάχθη.  Στο κουφάρι της παμπάλαιης ελιάς κρέμαγε το καθημερινό του κολατσιό και τα ρετσινόρουχα, σαν πήγαινε για πεύκες. Εκεί, κάτω απ’ τη μικρή «σπηλιά» της, κάθισε και κείνος σε μια της ρίζα και καθώς άνοιγε το τράιστο[27] με το κολατσιό …
- Αυτή η ελιά είναι τη από την εποχή των Ενετών! Είπε, κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι και σουφρόνοντας τα χείλη, στο γνωστό σχήμα θαυμασμού και ευχαρίστησης. Και η ελιά ήταν δική του. Άχρηστη μέσα στο λόγγο, μα σπουδαία, γιατί κουβάλαγε χρόνια  και αιώνες, που ούτε κι ο ίδιος ήξερε.  Αυτός έτσι το είχε ακούσει, έτσι και το ’λεγε, προσθέτοντας και τα δικά του χρόνια. Τα παιδιά άκουγαν και θαύμαζανε κι αυτά, χωρίς να ξέρουν τίποτα για Ενετούς κι αιώνες. Αρκεί που το ’λεγε ο  μπαμπάκης[28]. Αυτός ήξερε. Και γι αυτά, ήξερε τόσο πολλά και τόσα και έτσι θα ήταν. Από την εποχή των Ενετών! Είχαν ακούσει και μια άλλη εποχή. Αυτή του κατά Λουκάν. Μα ποια ήτανε η πιο παλιά; Έτσι που το είπε ο μπαμπάκης, πρέπει να ήταν πιο γέροι οι Ενετοί. Πρώτη φορά ακούγανε για Ενετούς. Το κατά Λουκάν τ’ ακούγανε συχνά απ’ τον παπά στην  Εκκλησία, που τους έστελνε η μάνα τους … Όμως κι αυτό και κείνο, πότε ήταν; Τα μπέρδευε όμως η λέξη εποχή. Τις εποχές τις ήξεραν καλά. Υπήρχαν κι άλλες εποχές; Μικρά ήταν και δεν ήξεραν πολλά ακόμα.   
Σαν σε ζωγραφιά του Γκύζη η συνέχεια της διαιώνισης και της ψυχής του πατροφαμίλια.
Μπάστα ήταν, πρέπεινα ήταν, το όριο των Ενετικών ελαιώνων. Ίσως στα Ενετικά αρχεία υπάρχει κάτι. Ίσως. Το χωριό Μπάστα πρέπει να γεννήθηκε, καθώς η Βενετία αναπτύσσεται σε αυτοκρατορία και στις πρώτες επεκτάσεις της στην Πελοπόννησο και ιδιαίτερα στην Ηλεία. «Αναπτύχθηκε» και παράκμασε στο περιθώριό της, όριο για λίγο, των αναπτυσσόμενων ορίων της. Οι ενετικές ελιές, που βρίσκονται σποράδην στο τόπο του χωριού, το «οργανωμένο» και σήμερα υπάρχον λιοστάσι στο υπογάστριο του χωριού στη θέση Μουρτζούκου, το ενετικό κάστρο στα Κιόνια, που σύμφωνα με την παράδοση του χωριού έμεινε μισοτελειωμένο, γιατί, λένε κάποιοι, είδαν πως ο εχθρός απ’ το ύψωμα του Αγιώργη θα μπορούσε να βάλει με ευκολία κατά του κάστρου. Μάλλον πρέπει να ήταν η γοργή ανάπτυξη των ορίων της αυτοκρατορίας τους, που άφησε  μισοτελειωμένο το κάστρο.
Και τα ιταλόηχα ονόματα στα βασικά τοπωνύμια του χωριού , μας παραπέμπουν στις αρχές της αρχικής επέκτασης των Ενετών. Αυτή η εκτίμηση δεν αποκλείει την ύπαρξη  χωριού παλιότερου και με άλλο όνομα. Οι δικές μας ιχνηλασίες φτάνουν μέχρις εκεί. Στα τέλη του 14ου αιώνα, μαζί με άλλα χωριά, γίνεται αρβανιτοχώρι, καθώς η θανατηφόρα επιδημία αποδεκάτισε όλους τους κατοίκους του Μπάιστα, μα δεν έσβησε το όνομά του. Οι Αρβανίτες[29] και  όχι Αλβανοί κάτοικοι του Μπάστα από την Νότια Αλβανία, μιας και δεν ήρθαν σαν κατακτητές, μα σαν περισσευούμενοι στον τόπο τους, ήρθαν σαν σε γη «επαγγελίας» για καλύτερη μοίρα και όχι για ν’ αλλάξουν το όνομα, του τόπου υποδοχής τους. Εξ άλλου καθώς έρχονταν, σίγουρα τους είπαν σε ποιο τόπο θα πάνε να εγκατασταθούν. Εκεί βρήκαν έτοιμα σπίτια, ίσως και ζώα. Οι κατακτητές  αρπάζοντας αλλάζουν. Αυτοί δεν είχαν κάποιο λόγο αρπαγής. Μοιρασιάς μεταξύ τους, ίσως.
Στον καιρό της φεουδαρχίας και της φεουδαλίζουσας αστικής τάξης, μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα, ονομαζόταν από χωριανούς και κοντοχωριανούς Μπάστα. Τις περισσότερες φορές πρόσθεταν ένα ι, και το έλεγαν Μπάιστα. Αυτό γινόταν όταν το πρόφεραν χαλαρά, χωρίς προσπάθεια για εγγράμματη εκφορά του λόγου. Σαν δεν το έλεγαν περιγραμμάτου, όπως σχολίαζαν πολλές φορές.
-Ναι. Βάνουμε το ι μας  εκεί που μας καπνίζει. Κανένα δε ρωτάμε, όπως και κείνοι που μας κατηγοράνε. Και κάνουμε πολύ καλά που το κάνουμε και θαντο κάνουμε, για σκάσιμο όσων το περιγελούν, λέει, χτυπώντας με πείσμα ο Πετρούλης, τη γροθιά του δεξιού χεργιού στην παλάμη του αριστερού του, καθώς του πέφτει η μπόλκα από το δεξιό ώμο ...  
Ο σεβασμός στις ιδιαιτερότητες από τη μεριά των που ασχολούνται με τη γλώσσα δεν βλάφτει. Κι όλοι, όλο και κάποιες διορθώσεις κάνουν. Τι όμορφα ακούγονται τα κρητικά και τα τσακώνικα. Έχουν κάτι από το διάβα των αιώνων. Οι αρχαίοι Έλληνες σέβονταν τις άπειρες διαλέκτους και καμάρωναν γι αυτό. Ακόμα και για την αττική ασυνταξία, που οι μεταγενέστεροι γραμματικοί την ονομάσανε αττική σύνταξη! Πως να τολμήσουν να μιλήσουν με ασέβεια για μια διάλεκτο, που κουβαλάει το καινούργιο στον κόσμο. Αττική σύνταξη η ασυνταξία. Και τι όμορφη που είναι!
- Παιδία γαρ ην και παίζει! σχολιάζει ο ειδήμων. Πλάκα θάχε, ν' αραδιάσουμε εδώ την "ορθογραφία" των αρχαίων μας προγόνων. Για την «ορθή γραφή», οι πιο σπουδαίοι νεοέλληνες γλωσσολόγοι, φιλόλογοι και γραμματικοί, αντιγράφουν Γερμανούς[30]. Η ορθογραφία, με την ευκαιρία, γεννήθηκε σε χρόνους παρακμής, για να σπουδαιοφέρνουν οι περιγραμμάτου! Οι Αρχαίοι Έλληνες είχαν φωνητική ορθογραφία. Έλεγαν κιίπος. Με δύο ιι=η. Αν οι αρχαίοι Έλληνες είχαν την γνωστή μας ορθογραφία, θα ήταν ό,τι πιο καθυστερημένο είχε να επιδείξει ο κόσμος. Και βέβαια θα ισχυρίζονταν, όπως και θετοί απόγονοί τους, πως είναι ο ευφυέστερος λαός της γης!
Κι όμως με την ορθογραφία πεδούκλωσαν τη σκέψη και την προκοπή του τόπου όλοι οι περιγραμμάτου. Κι όπως όλα τα σάπια φρούτα δεν είναι μόνο Ελληνικής καταγωγής και κατανάλωσης. Η αγγλική, ας πούμε δεν πάει καθόλου πίσω. Υπάρχει κληροδότημα για την απλοποίησή της, αλλά που μυαλό.
Πως να τα βγάλεις πέρα με 36 ελληνικά άλφα, μερικές εκατοντάδες ο,ω και μερικές χιλιάδες ι, η,  ει, οι, ... Κι όμως υπάρχουν ακόμα Μπαμπινιώτες, που θέλουν να καραβώσουν[31] τη γλώσσα στην κακομοιριά τους. Αυτά τα ολίγα για την ορθογραφία, μην τους πάρει και τους σηκώσει ο μεγάλος Σοσίρ! "Η εξέλιξη ... είναι μοιραία. Δεν υπάρχει παράδειγμα γλώσσας που να αντιστέκεται στην εξέλιξη"[32]. " ... ο χρόνος αλλοιώνει όλα τα πράγματα. Δεν υπάρχει  κανείς λόγος να ξεφύγει από το γενικό αυτό νόμο η γλώσσα"[33].
Ακόμα και σήμερα ακούς, σαν λες πως είσαι από το Κρυονέρι :
- Από του Μπάιστα με τη βρύση και τομπλάτονο; ... Έτσι πες το χριστιανέ μου.     
Μπάστακας. Μια “άποψη", που υποστηρίζεται απ’ τα σημάδια  του τόπου. Ένας μπάστακας  στέκει εκεί στην άκρη του χωριού. Είναι το πελώριο λιθάρι του Βγεναίουνε, όπως το λέγανε τον περασμένο αιώνα. Τώρα κανείς δεν το προσέχει. Ένα τεράστιο λιθάρι, που φαινόταν  τα παλιά τα χρόνια από μακριά  να στέκεται κει σα μπάστακας. Σπίτια γύρω δεν υπήρχαν. Το ογκώδες και ψηλό αυτό  λιθάρι  ξεπερνά σε ύψος διώροφη οικοδομή και καλύπτει επιφάνεια 200 και πλέον τ.μ., μαζί με τα γύρω  μικρότερά του μπαστακάκια. Είναι έν’ απομεινάρι από το τεράστιο κροκαλοπαγές πέτρωμα, π’ αρχίζει από σημείο συνάντησής του με την ψαμμολιθική πλάκα του Χελιδονιού[34]. Το κροκαλοπαγές αυτό πέτρωμα κυμαινόμενο ως τα 50 μ. πάχος, διαπερνά τη Φολόη κάτω απ΄ το ομώνυμο οροπέδιο, σε υψόμετρο 400 έως 500 μ. Αρχίζει απ’ τον Μπασταίικο Αγιώργη, περνώντας κάτω από τους Μπασταίικους λόφους, το δάσος Καλιώρη και το δρυοδάσος της Κάπελης, εμφανίζεται στα χωριά της Πηνείας. Στο διαμορφωμένο πτυχωσιγενές εδαφικό σύστημα, με τις γρήγορες και απότομες εναλλαγές, που φτιάξανε οι αποσαθρώσεις και κατακρημνίσεις σε  απότομους γκρεμούς, ρεματιές, λάκκες, λοφίσκους και ισιώματα, κάνει την εμφάνισή του το κροκαλοπαγές πέτρωμα με σπηλίτσες, σπηλιές και σπηλιαρώνες, σαν αυτή του Μάρκου. Σαν έφυγαν με την αποσάθρωση τα υποκείμενα στο πέτρωμα χώματα, κατρακύλησε ένα μέρος του και γέμισαν οι Μπασταίικες πλαγιές, μικρά, μεγάλα, αλλά και τεράστια κροκαλοπαγή κομμάτια, σαν εκείνο του Βγεναίουνε. Το τι τράβηξαν οι Μπασταίοι να ξεκουρβουλώσουν και ξελιθαριάσουν τα χωράφια τους δε λέγεται. Υπολείμματα του τεράστιου πετρώματος, φαίνεται από μακριά στις ράχες Λακαβίδι, που είναι πάνω από το χωριό, της Κιάφας,  τις Γκούριζες, του Μούρι και Λακαοΐρη.
Το μεγάλο Λιθάρι σήμερα κρύβεται απ’ τα διώροφα σπίτια, που χτίστηκαν  ολόγυρά του τα τελευταία χρόνια. Σ’ αυτό το τεράστιο λιθάρι ανεβοκατέβαιναν παίζοντας τα παιδιά. Σφάκες και λίγα σκίνα έχουν φυτρώσει σε κάποια του σημεία. Κανένας δεν είπε στο χωριό το λιθάρι αυτό Μπάστακα. Όλοι το λέγανε μεγάλο λιθάρι, μιας και είναι το μεγαλύτερο στην περιφέρεια του χωριού. Ακόμα και τη λέξη Μπάστακας, δε χρησιμοποιούσαν στο χωριό. Ούτε και την πέτρα–τόκα, σαν παίζανε τις σιωμάδες (αμάδες τις λεν αλλού)  τα παιδιά. Μόνο σαν θέλαν να διώξουν κάποιον, που στεκόταν ασάλευτος, εμποδίζοντας με τον ίσκιο του τον ήλιο, για τον που λιαζόταν τις κρύες μέρες του χειμώνα, στις περιζήτητες και διάσημες στο χωριό μας Λιάστρες.
- Φύγε από κει … Σα μπάστακας στέκεσαι μπροστά μου …
Ίσως απ’ αυτό, με αποκοπή, χάριν ευφωνίας, μα και οικονομίας, που είναι και βασικός νόμος της γλώσσας. Ίσως. Μα κανείς δεν ξέρει.
Μύθος και πραγματικότητα. Ο  πρώτος οικιστής, λένε, πολλοί παλιοί, τον λέγανε Μπάστα, που έφυγε κυνηγημένος από τον μπραζέρη του για Ζάκυνθο. Κάπως έτσι λέγανε για τον πρώτο οικιστή.
-  ... και  πως έγινε τούτο χωριό;
- Άκου παιδάκι μου. Τομπρώτο κάτοικο τονελέγανε Μπάιστα. Ήταν τετραπέραντος. Σκούρκος σου λέου. Αφού είχε συμμαχήσει με τον οξαποδώ. Γινήκανε μπραζέριδες. Θα του έκανε ο οξαποδώ ούλα  τα χατήργια, με αντάλαγμα την ψυχή του. Οι συναντήσεις τους θα γίνονταν  κάθε φορά στην Αγραπιδιά των Αντριγιαίων, στου Κούμιση. Τοποθεσία με εξαίρετη θέα και ξάριο γύρω- γύρω, για γλέπει. Τηνγξέρεις την αγραπηδιά. Είναι τη ακόμα[35].
Είναι το πιο ψηλό κοντινό σημείο στο χωργιό. Το χωράφι γύρω από την Αγραπιδιά, καλλιεργούσαν οι Αντριγαίοι μέχρι τη 10ετία του ’50. Είχε καλή σκιά για τα καλοκαίρια και νόστιμα αγραπίδια. Εκεί κρεμάγανε τις καπότες τους (κόζινες κάπες) οι τσοπάνηδες . Κάθονταν στον ίσκιο να ξαποστάσουν και να δροσιστούν. Το αεράκι κάτω απ’ την αγραπιδιά ήταν πάντα δροσερό και δυνατό.
 Εκεί μια φεγγαρόφωτη  νύχτα, μακριά από τα μάτια του κόσμου, έγινε η αδερφοποίηση του Μπάιστα με τον Οξαποδώ. Κι ο τρισκατάρατος τούκανε ούλα τα χατίρια. Να και τόνα, να και τάλλο. Ούλα τα καλούδια του κόζμου τούδινε  σου λέου. Ούλα τα καλούδια που πεθύμαγε η ψυχή του. Και περνάγαν οι καιροί ευτυχισμένοι, κι ό,τι ήθελε του τόδινε ο κερατάς, ο μπραζέρης του ...
Κάποτε του μήνυσ ’ ο Οξαποδώ να πάει τα μεσάνυχτα,  τηντάδε του μηνού ο Μπάιστας στην Αγραπιδιά για κάτι. Τι όμως δεν του είπε. Πονηρός όμως ο Μπάιστας, κατάλαβε πως κάτι σοβαρό συμβαίνει και πως κάτι κακό τομπεριμένει.  Τήρα, όμως, τι σκαρφίζεται ο παμπόνηρος ο  Μπάιστας.  Πάει, που λες,  σαν έπεσε η νύχτα και κρεμάει με τρόπο μια παλιά κόζινη καπότα στην Αγραπιδιά. Και τηνγκρέμασε έτςι, που να φαίνεται από μακριά σαν άνθρωπος. Στηνγκάτου μεργιά έβαλε και κάτι παλιοτσάρουχα. Πήγε  μετά και κρύφτηκε στις κουμαριές. Τήραγε τηνγκάπα με τα τσαρούχια και ξεγιελιότανε κι ίδιος. Τόσο τέλεια τα είχε καταφέρει!
-  Δεμπορεί, θα ξεγελαστεί ο Μπραζέρης μου, σκεφτόταν,  κι εγώ ο ίδιος τημπαθαίνω.
Λούφαξε, που λες, για τα καλά και περιμένει. Σα φτάνει το φεγγάρι στη μέση τ’ ουρανού, νάσου και ξεμυτάει ο Οξαποδώ απ’ τη μεργιά τ' Αγιώργη. Σαμπήγε στην Αγραπηδιά και σκούντησε τηνγκάπα,  γραπώνει με το ζερβό του χέρι τη μυτερή του γενειάδα, την τραβάει πέρα-δώθε, δώθ’ εκείθε, βγάνοντας  μια δυνατή κραυγή! Ααιι μου την έσκασες. Που θα μου πας, θα σε γραπώσω και θα ιδείς.
Σανείδε κι άκουσε ο Μπάιστας το κακό που τον περίμενε, το σκάει κι όπου φύγει-φύγει. Μετά ’πό πολλά, κατάληξε στη Ζάκυνθο. Ξουρίστηκε, άλλαξε και τ’ όνομά του  κι έζησε καλά κι εμείς καλλίτερα.
Κάπως έτσι διηγούνταν οι παλιοί. Και πιστεύανε πως είναι πέρα για πέρα αληθινά. Κάποιοι λέγανε, πως πήγαν και ψάξανε να βρουν τους απογόνους του ιδρυτή του χωριού τους Μπάιστα.  Απόηχος του θρύλου πέρασε και στο βιβλίο του ο Γ. Χρυσανθακόπουλου, καθώς υποστηρίζει πως ο πρώτος οικιστής ήταν ο αγάς Μπάστας …
Τον παραπάνω Θρύλο αντιστρατεύεται και φωτίζει η παράδοση για τον προεπαναστικό κλέφτη Τσεκούρα. Η ερμηνευτική των μύθων ανιχνεύει στους αρχαίους μύθους κάποιο  πυρήνα αλήθειας. Αυτός ο  πυρήνας, χωρίς να είναι ιστορία,  λέει πολλά για την πραγματική ιστορία.
Η ιστορία έχει προϊστορία γεμάτη Θρύλους, Μύθους, δοξασίες …
Ο Τσεκούρας  κυνηγημένος απ’ τον Αγά του χωριού Μπάστα, κατάφυγε στη Ζάκυνθο, άλλαξε το όνομά του σε Μπάστα και έζησε εκεί και απόχτησε πολλούς απογόνους.
Ο Παπακώστας και άλλοι στο χωριό λένε για το Δημήτριο Τσεκούρα :
"Ήτανε, λέει, στα παλιά τα χρόνια, στο χωριό Μπάστα τέσσερα αδέρφια. Τσεκουραίους τους λέγανε και μας λένε ακόμα Τσεκουραίους. Τον ένα τον ελέγανε Χρήστο. Από αυτόνε πήραν το επώνυμό τους οι Χριστόπουλοι. Ο παπΧρήστος, ο Νίκος κι ο Γιώρης ο  Κουζιούλης κι ο Μελιόπουλος. Τον άλλονε τον λέγανε Γιώργη. Απ’ αυτόνε πήραν τόνομά τους οι Γεωργίου.Εμείς οι Τσιρμπαίοι και οι Γουταίοι. Τον τρίτονε τον έλγαν Γιάννη, απ’ τον οποίο πήρανε το επώνυμό τους οι Γιαννικαίοι. Τον άλλο, τον μικρότερο τονελέγανε Μήτσιο.  Είχανε και μια αδερφή. Δενγκζέρω πως τη λέγανε, κιούτε τι απόγινε. Μπορεί και ναντημπήρε και μαζή του. Αυτό το λέου από μόνος μου. Δεν  δεν το έχακούσει από κανένα. Ήτανε όμως πολύ όμορφη και την έβαλε στο μάτι ο αγάς. Την έμορφη αδερφή, όμως τημπροστάτευε ο Δημήτρης. Την έπαιρνε μαζί του στα ρουμάνια, τις σπηλιές και τους γκρεμούς του χωριού. Λένε πως ήταν ένα από τα παλικάρια του Κολοκοτρώνη στο χωριό και είχανε συναντηθεί στη βρύση τ’ Αγιωργιού, στου Καραχούτσου, σαν πήγαινε για τα Εφτάνησα. Ο Αγάς του χωριού σύμφωνα με το Κοράνι και σαν καλός Μωαμεθανός, έστειλε χαμπέρι στον Μήτσο τον Τσεκούρα, να του πάει την αδερφή του στο σαράι. Αλλιώς θα έστελνε τ’ ασκέρι παγανιά για να τον πιάσουν και τότε δε θάχε καμιά χάρη.   
Ο Τσεκούρας, σαμπήρε το χαμπέρι του αγά, παίρνει το καριοφίλι  και την αδερφή του και πάει στα Πετράλωνα, τ’ αλώνι του Αλημαγά. Κρύφτηκε στονγκορμό της κουτσουπιάς, που είναιτη ακόμα και φωνάζει τον αγά να βγει να πάρει την αδερφή του. Απ’ το πέτρινο αλώνι ήταν σε απόσταση βολής το σεράι του αγά. Ο αγάς πονηρός καθώς ήτανε, άνοιξε  λίγο τη χοντρή ξύλινη  πόρτα για να δει. Ο Τσεκούρας, δεινός στο σημάδι, του ’ριξε με το καριοφίλι. Η σφαίρα καρφώθηκε λίγο πιο πάνου από το ζεμπερέκι κι ο αγάς τη γλίτωσε. Η τρούπα από τη σφαίρα ήτανε στημπόρτα, μέχρι που οι Νταγκουλαίοι φτιάσανε πάνω στο σαράι το καινούργιο σπίτι (10ετία του ’60). Μετάπαυτό, που έκαμε ο Τσεκούρας, δεν τονχώραγε ο τόπος. Το ’σκασε, που λές και πήγε στη Ζάκυνθο. Κει που πήγε δεν είπε το όνομα Τσεκούρας. Σαν τον ρωτούσαν έλεγε, πως τόνε λένε Μπάστα. Με το όνομα Μπάστας έγινε γνωστός  και ρίζωσε με τ’ όνομα Μπάστας. Τ’ όνομα υπάρχει ακόμα εκεί.  Στη 10ετία του ‘60, ο αδερφός του πατέρα μου,  ο μπάρμπας μου ο Νικολής,  αρρώστησε και πήγε στο νοσοκομείο.  Στο διπλανό κρεβάτι ήταν ένας γέρος άρρωστος κι αυτός. Το όνομά του τολέγανε Μπάστα. Άρχισε το κουβεντολόι. Πως και τι και από που; Ο Ζακυθινός Μπάστας με τον Μπασταίο Νικολή λύσανε το μυστήριο. Ο Ζακυθινός Μπάστας διηγήθηκε στο Μπασταίο Νικολή, το μπάρμπα μου, την ιστορία της οικογένειάς του. Πώς ο παππούς του παππούλη του, πριν τη επανάσταση,  έφυγε από ’να ορεινό χωργιό της Ηλείας, πως κατάφυγε στη Ζάκυνθο, όπως κάνανε τότε πολλοί  κυνηγημένοι  από τους Τούρκους, τι τραβήξανε για να ριζώσουν στα ξένα  και πως δεν ξεχάσανε την παλικαριά του σπουδαίου πρόγονού τους. Και σαν γιάνει, θα πάει στο χωργιό του παππού του παππούλη του, που ’χε αφήκει ευκή και κατάρα να παν να προσκυνήσουν τα’ άγια χώματα  που τον ανάστησαν. Έγινε καλά και  μπόρεσε να εκπληρώσει το τάμα του παππού του παππούλη του."
Κάποια αναζήτηση για απογόνους του Δημητρίου Τσεκούρα  με το επώνυμο Μπάστα, απόδειξε, πως στη Ζάκυνθο υπάρχουν 160 επώνυμα στον τηλεφωνικό κατάλογο[36], με διεύθυνση και τηλέφωνο. Στον Πύργο υπάρχουν 23 με το ίδιο επώνυμο και στην Αμαλιάδα 2. Στην Κεφαλονιά 6. Ο μεγάλος αριθμός με το επώνυμο Μπάστας στη Ζάκυνθο, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για την ιστορικότητα του πυρήνα της διασωζόμενης και εκφερόμενης παράδοσης σε Ζάκυνθο και Μπάστα.   Χωρίς τα θηλυκά,  που άλλαξαν επώνυμο, κατά το έθιμο. Ο Τσεκούρας ήταν παραγωγικότατος.      
   Θρύλοι. Ήτανε, λέει, ούλος ο τόπος, που είναι τώρα το χωριό, ένα φοβερό και τρομερό δάσος. Ρουμάνι σκέτο, σου λέου. Τήρα και τώρα  τα πλατάνια στο βάθος τις ρεματιάς με τους κισσούς να φτάνουν μέχρι τηνγκορφή τους. Πάγαινε λίγο μέσα να ιδείς τα λίσβατα και τα βάτα. Δεμπερνάει ούτε βελόνα σου λέου. Και τώρα να το δεις από μακριά, αν και έχει καεί, πριν λίγα χρόνια, δε φαίνονται τα σπίτια. Καταπράσινο. Τα πολλά και τεράστια πλατάνια, αν και τα κόψαμε για πλάντρες, αλέτρια, σανίδες και πάτερα, δεν κιώνουν με τίποτα.  Αυτά που βλέπεις είναι δεν είναι 50 χρονώ. Που νάβλεπες τις αργιές στου Λακαβίδι, τα πουρνάργια, τα σκίντα και τις κουμαριές. Τα σφαλαχτα και τις σπαρτιές, κι απάνω τους τα βάτα, οι αγραμπλίνες, τα λίζβατα, τα βάτα και τους κισσούς. Όλα  αυτά, τα παλιά τα χρόνια έκαναν ένα αδιαπέραστο ρουμάνι. Τα πολλά νερά βλέπεις … Κάποιος βοσκός μια φορά είδε το τραγί του να βγαίνει απ’ το αδιαπέραστο ρουμάνι με το γένι του βρεμένο. Τρούπωσε μέσα απ΄ το μπουγάζι πουχε ανοίξει το τραϊ,  και τι να ιδεί. Να το νερό. Έτρεχε ρουμπελιά.   Άνοιξε το μπουγάζι.  Κάπου κοντά σε κάποιο ξάριο, έστησε το κονάκι του  και έτσι αρχίνησε το χωριό. Πρώτος ο τράγος είχε πιει νερό απ’ την πηγή. Κι αυτό έγινε σε χρόνια παλιά. Πολύ παλιά, όσο δεμπάει ο νους τ’ ανθρώπου.  Πολύ πιο πριν απ’ τις Ενετικές ελιές  και τους Κενταύρους. Πιο κι απ’ το Ερυμάνθιο αδικοσκοτωμένο κάπρο και τ’ άλλα αγριογούρουνα που φάγαν το βελάνι απ’ τις αργιές του Μπάιστα. Οι λύκοι τα τραγιά  κι αλεπούδες τα κοκόρια ...
Ίσως εδώ να κρύβονταν ληστές, ληστάρχοι  και αρχιληστάρχοι. Γιατί όχι κι Αλάριχος σαν έχασε το μπούσουλα και  το που κατάντησε ο μαύρος. Η σπηλιά του Μάρκου κι άλλες μικρές και μεγάλες ξέρουν πολλά, αν τις ρωτήσει κάποιος που ξέρει τη γλώσσα τους. Πάνω απ’ ούλα  ο σημερινός Πλάτανος της βρύσης τα ξέρει ούλα.  Με τον τεράστιο κορμό του γιομάτο απ’ όσα γίνανε  γύρω απ’  τον περίγυρό του που τώρα του λείπει … Μα πιο πολλά η πιο παλιά η βρύση …
Α! ξέχασα να ειπώ, πως το Τραγί το λέγανε Μπάστα και προς τιμή του τράγου, που βρήκε το νερό , κείνος ο πρώτος τσέλιγκας, έδωσε το όνομα του τράγου στο χωριό! Μπας κι ήταν το τραγί ο Διόνυσος σαν τραγοπόδαρος κι αυτός! Στο χωριό δε λάτρεψαν τα βόιδα, ούτε σαν κάποιοι  άλλοι τα κατσούλια! Αν και τ’ αγάπαγαν κι αυτά. Μόνο που τρώγανε τα πρώτα και κλωτσάγανε τα άλλα …
Τρισχαριτωμένος και τούτος ο Μπασταίικος θρύλος. Τράγους λέγαν, κάποιοι στο χωριό και του παπάδες - ιερείς του τραγοπόδαρου θεού! Κι άλλα χωριά λένε τέτοια παραμύθια …
Μπάσταρδα του Δία. Σύμφωνα με μια «ανυπόστατη θεωρία» του μπαρμπαΞεδιάς, το όνομα του  το πήρε το χωριό μας από τα εξώγαμα του ο Δία. Τι να κάνει ο άνθρωπος. Να μημπεί κι αυτός τη δική του άποψη; Δημοκρατία δεν έχουμε; Άρα ο καθένας λέει ότι θέλει ...
Άκου λοιπόν πως έγινε το χωριό... και μηντο ειπείς σε κανένα. Εκεί στη Λαφοξιά που καθόμουν ταγλεπα ούλα. Μηγκοιτάς που δενταλέου. Δε θέλω να με πάρουνε με τις πέτρες! Και που να κρυφτώ τώρα που καήκανε κι οι πεύκες. Παλιά κρυβόμαστε ... Τώρα αν βγει κάποιος στο Αγιώρη και τηράξει θα σε ιδεί. Ούτε να χιέσεις με την ησυχία σου δε μπορείς. Παλιά έχεζες, κατούραγες και δε σ' έπαιρνε κανένα χαμπάρι. Το φχαριστιόσουνα. Τώρα ... Δε μπορείς να κάνεις κάτι και ναντοφχαριστηθείς. Πάει 'κείνη δουλειά. Όμως, για το χωριό, που λες, δε χρειάζεται και πολύς κόπος για ναντο καταλάβεις. Πρόστεσε τρία ... γράμματα και να το μυστικό ούλο μπροστά σου, και κοίταξε κατά τη μεριά, από που ... γεννιόνται τα παιδιά.
- Εκείνος ο αρχαίος θεός, που κατοικούσε στο Όλυμπο και λατρευότανε στα Ολύμπια, αυτός ήτανε που έφτιασε το χωριό. Αυτό  πρέπει να ‘ναι ο πρόγονός μας. Δε 'ρχόταν στη γιορτή του, για ν' απολαύσει τις θυσίες που του προσφέρανε οι βλάκες οπαδοί του; Ε' δε ντου τημπέφτανε οι μορφονιές; Του τημπέφτανε. Τι νακανε ο θεός. Ναντις αφήκει παραπονεμένες; Δεντο πάαινε η καρδιά του... Είχε όμως το διαβολο μαζί του την γυναίκα του την Ήρα. Ο πλάτανος της βρύσης   είναι σκάπετα από τα Ολύμπια. Καθώς είναι σκάπετα  το χωριό, που να τον δει η Ήρα. Και … τα θεόπαιδά του απύθωνε στου Μπάστα και έτσι πήρε το όνομά του το χωριό !
- Ε! όχι και Μπάσταρδα  οι Μπασταίοι , μπάρμπα ;
- Του θεού , παιδάκι μ', του Θεού …
- Α! καλά ...
Αλλά, ποιος ξέρει παιδάκι μου, ποιος ξέρει; Ίσως και του Αυγεία βασιλοπαίδια οι Μπασταίοι! Ίσως και του  Ηρακλή, που σουλατσάριζε στα βουνά μας. Δεν έχει ακουστεί να κάνει λαδιές ή μπερμπαντιές , σαν άφησε το δρόμο της κακίας. Μπας και μας  κρύβει ο μύθος κάτι; Τι έκανε στα χρόνια της κακίας ; Λες να ’κανε τσιλιμπουρδιές κάτου απ'  τον πλάτανο της βρύσης πριν;
- Άκου απόγονοι του Δία ! Τι να του πεις του μπάρμπαΞεδιά. Τα λέει τόσο γελαστά, που σ’ αφοπλίζει …
 - Κι ο τραγοπόδαρος Θεός, εδώ περνούσε τον καιρό του. Δεν άφησε αγριόγιδα για αγριόγιδα, ο κερατάς.  Οι ζημιαρόγιδες  του χωριού ήταν δικές του ούλες.

Να κι άλλη εκδοχή του ίδιου του μπαρμπαΞεδιάς, διάσημου για τις προστυχιές, όπως λέγανε τα παλιόλογά  του στο χωριό οι συνετοί .
- Σαν ακούς τη λέξη Μπάστα, παιδάκι μου, λες και κάτι λείπει.  Μπάστα … Ε ; πως σου φαίνεται δε λείπει ;
-  … 
- Κάατι…  μα κάτι λείπει. Όνομα ειντούτο; Σκέτη μισοριξιά … Σκάπετα απ’ τα Ολύμπια δεν είναι το χωργιό;
- Ναι μπάρπα. Ναι. Και τι μ’ αυτό.
- Εφτούνος ο … , δεν ήταν παντρεμένος;
- Ναι. Ήταν με την Ήρα. Και τι μ’ αυτό.
- Μπα; Αυτή μας γιόμισε τα στάρια με  ήρα και δαβλίτη ... Κακιά γυναίκα παιδάκι μου, πολύ κακιά γυναίκα ...
- Αυτό πρώτη φορά τ’ ακούω.
- Ώστε όλα τα κακά τα κρύβει η παραμυθαρού σου.
- Ε! τι να σου πω ρε μπάρμπα …    
- Σκάπετ’  απ’ το ζαβό μάτι της  Ήρας δεν είναι το χωριό;
- Ναι. Μόνο από τη Λαφοξιά και τον Αγιώρη βλέπεις τα  Ολύμπια ...
- Που λες παιδάκι μου, ο άντρας της ο Δίας ήτανε μεγάλος μπαγαπόντης και  μπερμπάντης. Σκέτη ζαβολιά ο μπαγάσας  ... Δεν άντεχε  η καρδιά του γυναικεία αχ και βαχ. Σκιζόταν η καρδιά σαν άκουγε παραπονιάρα να νηρίζει … Είχε,  που λες, ένα ‘φτί, ναα ...  στα αχαμνά του! Κι άκουγε  καημούς  αρφανής και χήρας, μορφονιάς κι ασχημομούρας. Δεν άντεχ’ η καρδιά του τα γυναικεία  αχ και βαχ. Τι να σου ειπώ. Πέρναγε απ’  τη Λαφοξιά και ζουπ, κάτου απ’ τομπλάτανο της βρύσης. Εκεί  παγαίνανε ούλες για νερό … Κι ούλες φχαρισμένες φεύγαν, με γιομάτο το … σταμνί τους.  Κι αν δε με πιστεύεις…  Να, σου λέου …
Και κάνει πως θα κάνει το σταυρό του . Μα το χέρι  σταματάει κει κάτου . Χαμηλά . Πάνου απ’ το γόνα . Πιάστηκε , τάχα μου , στη σχισμάδα του τρύπιου του παντελονιού του ...
- Είσαι μεγάλος μάστορας ρε μπάρμπα ... 
- Ούλοι, μα ούλοι, παιδάκι μου,  είμαστ’ απόγονοι του Δία. Και συ Μπαστιώτηςς είσαι. Κι εμείς ούλοι, μα ούλοι σου λέου. Βέροι Μπαστιώτες και … Μπαστιωτοπούλες! Ούλοι,  μα ούλοι,  από τονγκαιρό του Δία. Και ξέρεις ούλα τα καλά παιδιά ήτανε … μπασταίοι ... Κι ο Ιησούς Μπασταίος ήταν …
- … με πνεύμα άγιο αυτός ...
- Αφού ψάγνεις  για  ιστορία του χωριού, αυτή  ‘ναι  ιστορία…
 … και χαχανίζει ακόμα ...  
Με στιλ μπασταίικο, ανεστραμμένο, χιουμοριστικό μ’ οδόντες λειψούς, ανάλαφρα Αριστοφάνειο, απόμακρα ξεδιάντροπο και τραγικό και ας μην ξέρει από τέτοια …
όνομα και ιδιοχτησία. Πριν από χιλιάδες και εκατομμύρια χρόνια δεν είχε κανένα όνομα ο τόπος που είναι τώρα το χωριό. Ήταν απέραντο ρουμάνι, όπως λένε στο χωριό τα αδιαπέραστα δάση. Άγρια και πολύ επικίνδυνα ζώα, σαν τον Ερυμάνθειο Κάπρο, είχαν εγκατεστημένο το βασίλειό τους. Εκεί τρώγανε, εκεί πίνανε κι εκεί τα κάνανε όλα. Γρυλίζανε, μουγκρίζανε, γκαρίζαν, χλιμίντραγαν. Και όπως όλα τα σκυλιά και τα γατιά, γαβγίζανε, νιαουρίζανε, πάντα από κει που τρώγανε. Εξαίρεση έκανε ο κισσός κι ο κούκος. Φύτρωναν εκεί που δεν τους σπέρνανε ή ξενογεννούσαν …
 Όπως κάνουν και τώρα όλα τα ζώα, σημάδευαν τα όρια του ζωτικού τους χώρου με τις εκκρίσεις των αδένων τους. Ανώνυμο τελεσίγραφο σε κάθε προσεκτικό ή και απρόσεκτο εισβολέα. Το ίχνος του σήματος το έβαζαν, όπως και τώρα. Στα κλαδιά των θάμνων, τους κορμούς των δένδρων και τις πέτρες, που αφθονούνε  στις υπώρειες της Φολόης. Ειδοποιούσαν μ’ αυτό τον τρόπο και αμαρτία καμία, για την ατυχία των παραβατών. Τα ζώα χτυπούν και σκοτώνουν σαν πεινούν ή κινδυνεύουν. Σπάνια αποθηκεύουν κάποια απ' αυτά. Προτιμούν τα φρέσκα και δεν διαθέτουν αποθήκες και ψυγεία. Αργότερα οι Μπασταίοι, όχι μόνο περιφρονούσαν τα ίχνη των άγριων και επικίνδυνων ζώων, μα και ανιχνεύανε, όχι μόνο τα σκόπιμα σημάδια τους, μα και εκείνα που θα ήθελαν να κρύψουν από του εχθρούς τους ...
Για χιλιάδες και εκατομμύρια χρόνια ο τόπος που είναι τώρα το χωριό, υφίστατο καρτερικά όλες τις αηδείς εκκρίσεις των άγριων ζώων και όλα τα χωρίς  οίκτο φονικά τους. Δεν έπαιρνε θέση υπέρ ή κατά αυτής της συμπεριφοράς των ζώων. Άλλωστε πως θα το μπορούσε ένας τόπος χωρίς Μπασταίους! 
Σημάδευαν με το ίχνος τους τα όρια του ζωτικού τους χώρου και βέβαια την παρουσία και ύπαρξή τους. Όσο φοβερά και τρομερά κι αν ήταν τα ζώα, κι όσο κι αν υποστήριζαν με νύχια, και κυρίως με δόντια, το ζωτικό τους χώρο, δεν τον ονομάτιζαν. Το ίδιο με τα ζώα έκαναν κι οι άνθρωποι πριν και για χιλιάδες χρόνια. Ο Σοσίρ και οι άλλοι σημειολόγοι δεν είχαν πιάσει ακόμα δουλειά. Αν πιστέψουμε στο Μωϋσή, ο άνθρωπος σε κάποια στιγμή άρχισε να ονοματίζει. Κι αυτό το έκαμε με άνωθεν προσταγή και μόνο για τα ζώα. Για τους τόπους δεν δόθηκε τέτοια εντολή. Όλα ήταν ιδιοκτησία του Εντολέα και δεν τους έπεφτε λόγος. Ο Παράδεισος εν Εδέμ κατ’ ανατολάς ήταν ιδιοκτησία του. Ήταν ονοματισμένος, περιφραγμένος και φυλαγμένος από τάγματα αγγέλων και αρχαγγέλων, οπλισμένων με αμφίστομες ρομφαίες. Ακόμα και οι πρωτόπλαστοί του δούλευαν και φύλαγαν τον ονοματισμένο τόπο. Ήθελε το χώρο για τους βραδινούς του περιπάτους και δεν έπρεπε με κανένα τρόπο ο Βεελζεβούλ και οι παρέα του να ενοχλούν. Εξ άλλου το κόστος ήταν μηδενικό. Τα περί κόστους και εργασιακών δικαιωμάτων είναι μεταγενέστερες αηδίες. Του Μπάιστα δεν είχε καμιά ανάμειξη σε όλα αυτά, γιατί βρισκόταν πολύ δυτικά της Εδέμ και οι αντιρρησίες του δεν είχαν  ακόμα γεννηθεί. 
Δεν είναι επιστημονικά εξακριβωμένο αν η ονοματοδοσία, η ιδιοχτησία και η κληρονομιά τους, έχουν κάπου εδώ την αρχή τους. Ακόμα παραπέρα. Μπορούμε να ψάχνουμε γι αρχές και αιτίες σ’ αυτά και σε πολλά άλλα; Για να τα ’χουμε καλά με την επιστημονική δεοντολογία θα καταφύγουμε στην ενδοιαστική διατύπωση. Πονηριά κι αυτή, για να διασώζονται οι καλές σχέσεις  μαζί της. Η επιστημονική προκατάληψη είναι πολύ πιο δυνατή απ’ όλες τις άλλες. Γι αυτό μεταξύ μας! Λέτε η γενικευμένη σήμανση του ζωτικού χώρου απ’ όλα τα ζώα, να είναι και η ένστικτη αρχή και εντολή για ιδιοκτησία; Όποια και να είναι η απάντηση, το σίγουρο είναι πως δεν ήταν  κληρονομική. Άλλα ζώα, πιο δυνατά, έπαιρναν τον τόπο και με τις νεανικές εκκρίσεις τους τον οικειοποιούνταν. Μέχρι ν’ αδυνατίσουν κι αυτών οι εκκρίσεις  και να ’ρθουν άλλα. Λέτε ’δώ να υπάρχει ίχνος κληρονομιάς και κληρονομικότητας; Ποιος ξέρει! Πως θα μπορούσε άλλωστε, αφού δεν υπήρχαν καν συμβολαιογραφεία! Ποιος θα τολμούσε να ανοίξει τέτοιο κατάστημα στη μέση μιας ζούγκλας, με την πλειοψηφία στη μεριά των άγριων ζώων, που στήριζαν το δικό τους  ίχνος που άφηνε η έκκρισή τους! Χωρίς συμβολαιογράφους και συμβολαιογραφεία, χωρίς υποθηκοφυλάκους και υποθηκοφυλακεία, χωρίς ληξιάρχους και Ληξιαρχεία, χωρίς γλωσσολόγους και γλωσσολογία, σημειολόγους και σημειολογία, η ιδιοχτησία  των ζώων κρατούσε όσο και η οσμή του ίχνους. Μια βροχή και όλα πάλι από την αρχή. Η ένστικτη  ιδιοκτησία, ίσως, και νάχει την αρχή της κάπου εδώ. Μάλλον η ιδιοποιητική διαδικασία έχει την αρχή της στο ένστικτο αυτοσυντήρησης. Ουφ πια μ' αυτή την ιδιοχτησία. Τα ζώα αρνούνται όλα αυτά και καμιά φασιστική συμπεριφορά απέναντί τους δεν μπορεί να αποσπάσει μαρτυρία απ’ αυτά.  
  Ούτε και είναι γνωστό πότε και με εντολή τίνος άρχισε να ονοματίζει τους τόπους ο άνθρωπος. Και δεν είναι καν γνωστό ακόμα αν το έκανε κατά παράβαση κάποιας πάγιας εντολής κάποιου θεού, DNA ή RNA. Οι Μπασταίοι το βρήκαν έτοιμο σαν έθιμο και το ’καναν σχεδόν όπως με τις εκκρίσεις τους τα ζώα και δεν έδινα λόγο σε κανένα, μιας και κανένας δεν τους το ζητούσε. Κι οι παπάδες του έκαναν το ίδιο. Ούτε ληξιαρχεία είχαν, μέχρι που πρωτοεμφανίστηκε στο χωριό το 1934, με πρώτο Ληξίαρχο τον Αδάμη.
Ούτε και συμβολαιογραφείο είχε το χωριό, ούτ’ έχει. Μέχρι το 1960 αρκούσε: Αυτό το χωράφι είναι του τάδε ή προικιό της τάδε … Το Ε9 είναι μεταγενέστερη εφεύρεση και δεν το πολυσέβονται, όχι μόνο οι Μπασταίοι, αλλά και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες και ιδιοχτήτες όλου του κόσμου. Οι πολύ σοβαρές αμφισβητήσεις στο χωριό λύνονταν με φονικά και τα σκυλιά να γαβγίζουν για τη μεγάλη ανοησία, όπως λέγανε κι οι πιο συνετοί, μετά.    
Κάποιοι λένε πως στην αρχή πρέπει να έγινε επανάσταση μεγάλη, για την ιδιοχτησία.  Ίσως να είναι αυτή του Βεελζεβούλ ή του Προμηθέα. Κάποιοι λένε πως και οι δυο τους κατάγονταν απ’ του Κούμισι. Αυτοί πρώτοι αρνήθηκαν αυτά που ανήκαν στους θεούς. Η επανάσταση του Σπάρτακου σίγουρα δεν ήταν για την ιδιοκτησία των θεών. Ούτε του Μαρξ η επανάσταση, ή του Λένιν. Αυτοί ήθελαν το σύμπαν ιδιοκτησία όλων και εξ αδιαιρέτου. Κανένα συνεταιράκι θεϊκό δεν είχε θέση. Μόνο όλοι οι άνθρωποι να τα ’χουν όλα. Τίποτα λιγότερο και τίποτα περσότερο. Οι Μπασταίοι βέβαια δεν τα ήθελαν όλα για τον εαυτό τους και ούτε όλα για όλους, κι ας άκουγαν στην εκκλησία, πως όλοι οι καλοί χριστιανοί “είχον άπαντα κοινά και ουδέ είς τι των υπαρχόντων έλεγεν ίδιον είναι”[37]. Μάλλον είχαν αλλού το νου τους σαν ακουγόταν κάτι τέτοιο. Από μέσα τους όμως, χωρίς να το λένε ούτε του παπά, ήθελαν αυτό που όλοι θέλουν: Να είχαν καταδικά τους τα πιο εύφορα. Δεν θα τους πείραζε καθόλου αν ήταν  και ποτιστικά ή  και αυτοκαλλιεργούμενα. Οι καλόγεροι τα θέλουν κι αυτοί όλα για το μοναστήρι και δεν είχε καλόγερο κανένα μέχρι το '60 το χωριό. Οι Μπασταίοι όλοι είχαν αντίρρηση σ’ αυτό, αν και κανένας δεν τολμούσε να κλέψει από τις ελιές της εκκλησιάς. Το αφοριστικό που θα ’βγαζ’ ο παπάς τη Λαμπρή,  ανεβασμένος πάνω στο αναποδογυρισμένο κατάμαυρο κακκάβι[38], μπρος από την ωραία πύλη, αποτελούσε σήμα και σημαίνον ικανοποιητικής αποτροπής.
 Ο τόπος του χωριού έγινε κάποια στιγμή ανθρώπινος ζωτικός χώρος. Σημαδεύτηκε, με τις εκκρίσεις του ιδρώτα και όνομα το ανθρώπινο ίχνος. Με όρια ακριβή και σημάδι ηχητικά «ανεξίτηλο». Τέτοια που δε μπόρεσαν ν’ αφανίσουν οι αφθονούντες μέχρις εσχάτων  Ερυμάνθειοι κάπροι, άγριοι λύκοι και  τσακάλια, που αμφισβητούσαν και αμφισβητούν ακόμα όλα τα ιδιόχτητα αρνιά, κατσίκια και μοσχάρια. Ούτε οι Αλεπούδες κι οι νυφίτσες, που ακόμα αμφισβητούν, αποτελεσματικά πολλές φορές, σε συμμαχία με τους κλέφτες, τα καλοθρεμμένα αλανιάρικα  κοκόρια. Ούτε ακόμα και οι ιοί και τα συνεταιράκια τους μοβόρα μικρόβια, που έκαναν  θανατηφόρες επιθέσεις κατά καιρούς και αποδεκάτιζαν τους Μπασταίους μέχρις ενός, όπως το 1348 με 1350[39]. Κι όμως, όλα αυτά τα αόρατα τερατάκια, δε μπόρεσαν να  σβήσουν το όνομα Μπάστα.
Ο λόγος είναι ονοματισμένος και καλοβαλμένος;



[1]) Επί προσώπων, "Εξώλης και προώλης = εντελώς διεφθαρμένος. || Εξώλης(από το εξ + όλλυμι)  = ο καταστρέφω ολοσχερώς)  και προώλης (από το προ + όλλυμι) =  ο πρόωρα κατεστραμμένος. Οι Μπασταίοι κι όχι μόνο,  λέγανε: καταστρεμμένος.
[2] Στην ιστοσελίδα www.iospress.gr/ios1996/ios19960331a.htm ολόκληρο το άρθρο.
[3] www.iospress.gr/ios1996/ios19960331a.htm
[4]Οικισμοί του Μοριά κατά το έτος 1828  . Πηγή: Τάσος Γριτσόπουλος  Στατιστικαί Ειδήσεις περί Πελοποννήσου "Πελοποννησιακά" 8 / 1971  Επεξεργασία Υλικού: Δημήτρης Λιθοξόου.  
[5] Η  γνωστή μας  Καλολετσή.
[6]  Το γνωστό στο χωριό μας Καράτουλα.
[7] Ε. Σκιαδά, "Ιστορικό Διάγραμμα των δήμων της Ελλάδος 1833-1912, Αθήνα 1994, σ. 64.
[8] Στις 18 Σεπτέμβρη του 1833
[9]  ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ σελ 48 και 49, τ.ΙΓ' .
[10] Οι οικισμοί της Ελλάδας ΦΕΚ 80  28/12/1836.
[11] Το 1828 γράφεται: Πέρσαινα. Το 1936 γράφεται: Πέρσενα.
1)       [12]
[13] Δες και: www.iospress.gr/ios1996/ios19960331a.htm
[14] Δ. 19-7-1928 ΦΕΚ. Α 156 / 1928 .
[15]  Δ. 20-2-1932 , ΦΕΚ. Α  49/ 1932 .
[16]  Β. Δ.   28-8-1940 , ΦΕΚ. 271/1940 .
[17] Ναϊάδες ήσαν οι νύμφες  των ποταμών και των πηγών. Νηρηίδες ήταν οι  νύμφες της θάλασσας και δη της Μεσογείου.(βλέπε σχετικά λήμματα : Ι.  Σταματάκου  ''ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ''   και H. LIDDEL-R. SKOTT  "ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ") .
[18] Β. Δ.   23-7-1953 , ΦΕΚ , Α  195/1953 .
[19] Γ. Παπανδρέου Η ΗΛΕΙΑ ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ. 1924 σελ. 326,  κ.ά.  "... μόνο 4 χωριά είναι αλβανόφωνα, η Κώμη εν Βουπρασίω και εν ταις ΝΔ παραφυάσι της Φολόης η Καλολετσή, αι Μηλεαί και το Μπάστα."  Παραπάνω και από βέβαιο είναι πως στα τελευταία 3 από τα 4 χωριά μιλούσαν τα Αρβανίτικα κι όχι τα Αλβανικά. Στη σελίδα 340 γράφει: "... 10.000 Αλβανοί ορθόδοξοι αποτελέσαντες ως επί το πλείστον ίδιους συνοικισμούς, εν Ηλεία δε τοιούτοι συνέστησαν εν Λάλα, Μηλεαίς, Καλολετσή, Μπάστα, Κώμη και ίσως αλλαχού."  Και βέβαια οι Λαλαίοι Αλβανοί δεν ήταν ορθόδοξοι χριστιανοί, αλλά μωαμεθανοί. Εκτός και εννοούσε, πράγμα απίθανο, ορθόδοξοι Μωαμεθανοί.
[20] Δες την πιο πάνω υποσημείωση με αρ. 19
[21] Από το γρυλίζω. Ο Δημοσθένης απευθυνόμενος στον αντίδικό του Αισχύνη: "Αισχύνη, ουκ   αισχύνει; Έπ’ αυτών ουδέ  γρυ"! Αλλά κι ο Αριστοφάνης στον Πλούτο 17. Αλλά και το σκαμπάζω στην ελληνιστική προφερόταν το ίδιο σχεδόν με σήμερα, αλλά γραφόταν σκαμβάζω. 
[22] Λου(ω)ρίδα γης, που χωρίζεται με σύνε(ο)ρο από το άλλο χωράφι.
[23]  Βλ. το σχετικό λήμμα στα Λεξικά Του Ι. Σταματάκου και των H. LIDDELL- R. SCOTΤ.
[24]  Το Λατινικό pigri agri, είναι οι άκαρποι αγροί, που δεν καρποφορούν.
[25] Το Λατινικό tabanus, ι, είναι ο οίστρος, η βοιδόμυγα ή αλογόμυγα. Στα Μεσσηνιακό Βάστα – Μπάστα το προφέρουν όλοι οι ντόπιοι)– , λένε τα σερσέγκια ή σκούρκους, τάβονους.   
[26] Παραφυάδες
[27]  Το γνωστό ταγάρι.
[28] Αττικίζουσα προφορά του Μπαμπάκας.
[29] Υπήρχε στην Αλβανία αρχαία πόλη με το όνομα Άρβων , από την οποία και πήραν το όνομά τους οι Αρβανίτες.
[30]  Βλ. Λεξικόν Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης Ι. Σταματάκου, παράρτημα Β'.  Σελ. 1218. Αντιγραφή από F. Passow 1831.
[31] Να βάλουν εμπόδια για να διοχετεύσουν το νερό σε άλλη κατεύθυνση.
[32] F. De Saussure Μαθήματα Γενικής ΓλωσσολογίαςΣελ. 110.
[33] F. De Saussure Μαθήματα Γενικής ΓλωσσολογίαςΣελ. 111
[34] Δες και τα σχετικά: α) Γεωλογικό χάρτη του ΙΓΜΕ και β) διδακτορική  εργασία του……
[35] Η αγραπηδιά υπήρχε μέχρι τη δεκαετία του '60.
[36] Δες τηλεφωνικό κατάλογο του ΟΤΕ του έτους  2001 , στο σχετικό όνομα .
[37] Πράξ. Απ. Κεφ … Στ.
[38] Ο λέβης ,Το καζάνι
[39] ''Οι θρύλοι για το Μαύρο Θάνατο, που έπληξε τον κόσμο στα μέσα του 14ου αιώνα, δεν είχαν τέλος στη μεσαιωνική Δύση. Σε ένα πράγμα όμως υπήρχε γενική σύμπτωση απόψεων: η εξάπλωση της πανώλης στην τριετία 1348-1350 ήταν μια ατέλειωτη καταστροφή για ολόκληρο τον κόσμο. Ξεκινώντας από την Ινδία το 1337, κατέλαβε σταδιακά τη νότιο Ρωσία, την οθωμανική αυτοκρατορία, τη Μεσόγειο, την ηπειρωτική Ευρώπη και τα Βρετανικά νησιά.''
''Οι επιδημίες δεν ήταν άγνωστες στο Μεσαίωνα. Όμως, ο Μαύρος Θάνατος που έζωσε την Ευρώπη την τριετία 1348-1350 δεν ήταν μια ακόμη επιδημία στις τόσες ή και σε όσες θα επακολουθούσαν. Ήταν μια γενική καταστροφή του  πληθυσμού της Ευρώπης, αφού το 1/3 των κατοίκων πέθανε από την εξάπλωση της πανώλης. Ποντίκια και ψύλλοι, γνώριμοι έως συγκάτοικοι στο ανθρώπινο περιβάλλον, ευθύνονταν για τη μετάδοση της νόσου που ταξίδεψε με πρωτότυπους τρόπους από την κεντρική Ασία μέχρι τα λιμάνια της Μεσογείου και στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα.''

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου