Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

« » Ιστορίας παραμιλητό. Οι Μπασταίοι είχαν όλοι τους ακούσει παραμιλητά. Όχι βέβαια τα δικά τους. Κανένας δεν έχει ακούσει τα δικά του παραμιλητά. Όλοι άκουγαν τα παραμιλητά των άλλων. Στα χωριά οι πιο συνετοί δεν βγάναν τσιμουδιά. Πάντα υπήρχαν και οι εξαιρέσεις και όλες προέρχονταν από γυναίκας μεργιά. Οι άντρες δεν βάζαν τσιμουδιά για τα γυναικεία παραμιλητά. Δεν είναι και τόσο αδιάφορο να ακούει ο άντρας τη γυναίκα του ν' αναστενάζει με το όνομα του Γείτονα στα χείλη, ούτε και η γυναίκα τον άντρα της να βογγολογάει με το όνομα της Γειτόνισσας στο στόμα. Για παραμιλητά της ιστορίας δεν κάνανε ποτές τους λόγο οι Μπασταίοι. Όλο το ιστορικό παραμιλητό γινόταν σε μεγαλοπρεπείς αίθουσες Πανεπιστημίων και Ακαδημιών. Οι παραμιλητές αυτοί ήσαν καλοντυμένοι και φρεσκοξουρισμένοι ή είχαν μακριές γενειάδες. Πολλές φορές φορούσαν κάτι φανταχτερές φορεσιές που καταλήγανε σα μαύρο ράσο! Φορούσαν και φοράνε ακόμα κάτι καπέλα σαν τα καλυμμαύκια. Φοράν και κάτι λουρίδες σαν των Διάκων ή των δεσποτάδων. Ακόμα και οι υποψήφιοι παραμιλητές φοράνε ανάλογες φορεσιές. Τώρα γιατί όλες αυτές οι ρασοειδείς φορεσιές είναι μαύρες κατάμαυρες, σαν πίσα ένας θεός το ξέρει θαλέγαν οι Μπασταίοι και σταυροκοποιούνταν μορφάζοντας. Βέβαια τα παραμιλητά στην ιστορία είναι άπειρα. Πιο πολλά από τα ... ξύπνια. Να μερικά: - Η γη είναι το κέντρο του κόσμου και ακίνητη, γιατί έτσι την έφτιαξε ο παντοδύναμος και πάνσοφος θεός. Κι αλίμονο σε όποιον έχε την παραμικρή αμφιβολία. Η πυρά είναι έτοιμη από καιρό - Αν και οι Τούρκοι απόχτησαν κρατική οντότητα το 1922, οι Έλληνες ήταν υπόδουλοι στους Τούρκους! για 400 τόσα χρόνια, οι Έλληνες απόχτησαν την ελευθερία τους και η Ελλάδα την ανεξαρτησία της! Και βέβαια όλοι ξέρουν πως η Επανάσταση του '21 συντρίφτηκε από τον Αιγύπτιο Ιμπραήμ, με εντολή του Οθωμανού Σουλτάνου. Κι όταν κάποιος το επισημάνει, έρχεται σαν «σοφή απάντηση» το παραλήρημα. Έλα μωρέ ... Τι τουρκοκρατία , τι Οθωμανοκρατία. Το ίδιο κάνει!. Η Μικρασιατική καταστροφή δεν εξισώνεται με κανένα Έλα μωρέ ..., το ίδιο κάνει! - Ολόκληρη η ιστορία, όλων των λαών, γραμένη και άγραφη, περνούσε από το παραμιλητό της τσιέπης των που είχαν. Για τους άλλους ίσχυε το Ευαγγελικό: « Ματθ. ΚΕ στ.1 28 ἄρατε οὖν ἀπ᾿ αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ δέκα τάλαντα. 29 τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ. 30 καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων». «Δυνάμει», η δυνατότητα που ενυπάρχει στο Είναι, κινούμενου αέναα στο Μη Είναι του! Ή, αυτό που υπάρχει στο σπόρο και τον κάνει να γίνει αυτό το δέντρο κι όχι τ' άλλο. Η δυνατότητα στον και στην και στο, να γίνει κάτι κι αν βέβαια γίνει κατιτίς. Αυτό το τελευταίο βέβαια το ξέρει καλύτερα από το «Δυνάμει» η αυτής εξοχότητα η Μετάλλαξη. Αυτήν την Παντοδύναμη Κυρία, τη γνώριζε καλά ο μεγάλος Σταγειρίτης και τη σεβόταν ακόμα και ο ίδιος ο Δίας. Δε λέμε βέβαια τίποτα για τους άλλους θεούς και θεές. Από όλη αυτή τη φασαρία αποτελούν εξαίρεση η Σοφή παρθένος Αθηνά και η Παναγία παρθένος Μαρία. Οι Μπασταίοι επιλέξανε την εκδοχή της κοίμησης της Θεοτόκου μετά την επανάσταση του '21, το 1848 που χτίσανε την εκκλησιά τους. Δεν είναι γνωστό το γιατί και πώς επιλέξανε ν' αφιερώσουν την εκκλησιά τους στην κοίμηση κι όχι στη γέννηση, τα Εισόδια, τον Ευαγγελισμό ή κάποιον άλλο μεγάλο άγιο. Οι πολλοί Γιάννηδες και Γιώργηδες του χωριού, μπορεί και να αλληλοσκοτώνονταν, αν έμπαινε τέτοιο ζήτημα. Δεν ακούστηκε κάτι για διαφωνίες των Μπασταίων πάνω στο ζήτημα αυτό. Ούτε και αντιρρήσεις μεταγενέστερες έχουν ακουστεί. Οι μεταγενέστεροι Μπασταίοι κι οι Μπαστιώτισσες λέγαν πως μόνο ένας Θεός ξέρει. Είπε, βέβαια, κάτι η αλλοεθνής Λ. Μινέλι για τη δική της φάρα. Κάτι που είναι εντελώς - εντελώς απαράδεχτο και γιαυτό θα λογοδοτήσει στο μεγαλοδύναμο γι αυτό που είπε! Οι Μπαστιωτοπούλες είναι σίγουρο πως θα την ξεμάλλιαζαν λοΐδα - λοΐδα, τηντζούγδο! Το εξαιρετικά περίεργο είναι πως δεν τόλμησαν να ξεσηκωθούν οι Φεμινίστριες και να της πάρει και το σόι. Αφού όμως δεν έκαναν καμιά εξέγερση, κατά πως έπρεπε, φαίνεται πως τις ευχαρίστησε η έσχατη υποτίμηση του Άνδρα. Ίσως και να είπε όλη την Αλήθεια, που ξέρουν όλες οι φεμινίστριες και κάθε υποψία ξεσηκωμού καταντάει Ύβρις. Και πως να τα βάλουν οι φεμινίστριες με μια Λ. Μινέλι. Ελ άλλου και κανείς δενγκζέρει αν τα είπε «Δυνάμει» ή «Ενεργεία». Τα επιθυμούσε «Δυνάμει» ή μπόρεσε να κάνει όσα είπε και «Ενεργεία». Ο δημοσιογράφος, δεν είχε διαβάσει φαίνεται Αριστοτέλη, για να κάνει τη σχετική ερώτηση και λάμψει η αλήθεια σ' όλο της το μεγαλείο! Μάλλον θα 'βγαλε «Δυνάμει» τον καημό της, η κακομοίρα! Πως θα μπορούσε, βέβαια, να βρεθεί ένας άντρας, που να είναι πάμπλουτος και μισοπεθαμένος, για τις χρυσοποίκιλτες επιθυμίες, παθιασμένος με την τέχνης και την πολιτική για τη σεξουαλική της διέγερση, και ανώνυμος δίμετρος τρις της εβδομάδος! Τέτοιες διαστροφές δεν περνάνε απ΄το μυαλό καμιάς γυναίκας. Κι αν υπήρχαν οι Μπασταίοι, δε θα αποτολμούσε να πει κάτι τέτοιο η μπεμπεκογραία ... Ο Μωυσής, σαν θεοφώτιστος Εβραίος που ήταν, αν και κάποιοι τον θεωρούν Αιγύπτιο, πριν ακόμα γεννηθεί ή πει κάτι για το «Δυνάμει» και «Ενεργεία» ο αλλοεθνής του Αριστοτέλης, τον μελέτησε καλά και τάδε εφη: «Εν αρχή εποίησεν ο θεός [Στο πρωτότυπο: «Beresith bara elohim». (elohim = οι θεοί)] τον ουρανόν και την γην, η δε γη ην αόρατος και ακατασκεύαστος και σκότος επάνω της αβύσσου (Γεν. κεφ.Α΄ στ.1). Οι Μπασταίοι που τ' άκουγαν στην Εκκλησιά τους δεν κάνανε διακρίσεις ανάμεσα σε Εβραίους και Έλληνες. Ούτε και οι παπάδες και οι ψαλτάδες δίνανε σημασία. Μάλλον όλους τους θεωρούσαν ένα και το αυτό. Μέσα στο αβυσσαλέο εβραίϊκο σκοτάδι, ο Μπασταίος Μεφιστοφελής μπραζέρης του οξαποδώ, έβαλε το δεξί του μάτι στη χαραμάδα του «Δυνάμει» και τ’ αριστερό στην κλειδαρότρυπα του «Ενεργεία», κι έβλεπε το χωριό Μπάστα σ’ όλο του το μεγαλείο. Κι ο Οξαποδώ ήταν Εβραίος. Οι 'Ελληνες δεν είχαν οξαποδώ, όπως οι Εβραίοι κι ο Αριστοτέλης δεν απαιτούσε πνευματικά δικαιώματα για το «Δυνάμει» και «Ενεργεία» του. Όλοι μπορούσαν να κάνουν χρήση αυτών των σπουδαίων μεθοδολογικών εργαλείων. Αλλά και το Ελληνικό Χάος δεν είχε μέσα του κανένα σκοτάδι, αλλά ένα "αντρόγενο", τον Κρόνο (χρόνο) και τη Ρέα (ροή), που κόντευαν να βγάλουν τα μάτια τους με τους τσακωμούς. Κανένας δεν πλησίαζε στην κλειδαρότρυπά τους. Ούτε ο Μπασταίος μπραζέρης του οξαποδώ. Oι Νεολιθικοί οικισμοί του Σέσκλου και το Διμηνιού στη Θεσσαλία, δεν είχαν ακόμα φτιαχτεί και έτσι δεν αμπόδαγαν τη διαβολική όρασή του να βλέπει και να ψιθυρίζει στ’ αφτί των Μπασταίων. «Δυνάμει» του Μπάστα ήταν εκεί. Ήταν πανταχού παρόν. Παντού και πάντα, χωρίς να το κουνάει ρούπι από κει που είναι. Ας τολμήσει κάποιος να πει, πως του Μπάστα δεν υπήρχε «δυνάμει», σαν γίνονταν οι πόλεμοι θεών και ημίθεων, επαναστάσεις σαν του Προμηθέα και του Βεελζεβούλ, γιατ’ όχι και της Εύας, που ’γεύτηκε τον καρπό της γνώσης, κόντρα στη θεϊκή εντολή και την καταριώνται από τότε άντρες και γυναίκες και, σαν το μάθουνε, και τα παιδιά. Πολύ σπουδαία γυναίκα αυτή η Εύα. Αν και της φορτώνει η ανθρωπότητα το μεγαλύτερο έγκλημα και της τα ψέλνει η αντροκρατούμενη εβραίικη διήγηση, δεν μπορεί να κρύψει πως πρώτη η γυναίκα γεύτηκε τη Γνώση κι έδωσε και στον άντρα να γευτεί. Στην αντροκρατούμενη Ελλάδα η σοφία βγαίνει από τον ακούτραφο του Άνδρα Δία, με τη μορφή μιας σοβαρής γυναίκας (Αθηνάς), που δε λιγουρευότανε κι ούτ' έτρωγε τους καρπούς του καλού και του κακού, αλλά μόνο του καλού, άκουγε τομπατέρα της το Δία και ήτανε καλό τσιουπί. Μάνα η μαύρη Αθηνά δεν είχε. Η Ήρα δεν ήτανε μάνα της. Και δεν είναι καν γνωστό αν γεννήθηκε πριν παντρευτεί την Ήρα ή μετά την παντρειά του. Καμιά γκρίνια της Ήρας δεν έχει ακουστεί, όπως με όλες τις άλλες μπαγαποντιές του Δία. Κι εξ άλλου γεννήθηκε από το κεφάλι του Δία. Δε γεννήθηκε από κάποιο άλλο σημείο του Δία. Και ποια γυναίκα θα παραπονιόταν αν ο άντρας της γένναγε από το κεφάλι. Ίσως σταυροκοπιότανε αν ήταν χριστιανή . Για παραπέρα, ποιος ξέρει ... Ο παράδεισος, που οι ειδικοί ψάχνουν να τον βρουν και στο φεγγάρι, «Δυνάμει» ήτανε στου Μπάιστα. «Ενεργεία» κάτι πρέπει νάγινε και χαθήκανε τα ίχνη. Κανένας δεν έμαθε που βρίσκεται ο Παράδεισος, σαν πέταξε έξω ο Γιαχβέ τα «κατ' εικόνα» πλάσματά του, γιατί ο άντρας άφηκε τη γυναίκα του να πάρει κρυφά τη γνώση, που είχαν απαγορέψει ο Γιαχβέ επί ποινή θανάτου. Από πολλά αντρικά, κι όχι μόνο, μυαλά Μπασταίικα, πέρασε η σκέψη, πως αν ο Αδάμης, ο άντρας της, της έρινε ένα γερό μπερντάχι, την ώρα που η Εύα λιγουρευότανε τον καρπό του δέντρου της γνώσεως του καλού και του κακού, ίσως να ήσαν διαφορετικά τα πράγματα. Δε θα βάζανε σε μπελάδες το Γιεχοβά και σε περιπέτειες την ανθρωπότη. Κάποιοι άλλοι που δε χαρίζαν κάστανα σε κανένα, λέγανε: τι τοήθελε ο Γιαχβέ αυτό το δέντρο του καλού και του κακού στη μέση του παράδεισου. Και ήταν ανάγκη να είναι δέντρο και του καλού και του κακού; Δεν έφτιανε ένα δέντρο του καλού και ένα του κακού να μη μπερδεύεται η γυναίκα του μαύρου του Αδάμη! Οι Έλληνες δεν είχαν παράδεισο και τέτοια χαζά πράματα για πρωτόπλαστους Αδάμηδες και Εύες. Σαν σοφοί που ήταν, είχαν τα νησιά των μακάρων για όσους πεθαίνανε και κάπου έπρεπε να πάνε. Αν βέβαια είχαν το αντίτιμο εισιτηρίου για τη βάρκα που θα τους πάγαινε μέχρι τα νησιά. Αν δεν είχαν οβολούς, κανένας δεν ήξερε που παγαίνανε. Πάντως νησιά μακάρων δεν είχε γι αυτούς. Ας φροντίζανε όσο ζήγανε να έχουν σαν πεθάνουν, λέγανε μπασταίικα οι Μπασταίοι. Λέγανε και κάτι άλλο πολύ πιο σοβαρό. Πως μπόρεσε αυτός ο Γιαχβέ, ο Έβραίικος Θεός ν' απαγορεύει τη γνώση από την Εύα, μιας και αδιαφορούσε κατά πως φαίνεται, ο Αδάμης! Κι ο δικός μας Δίας, κράταγε τη σοφία φυλακισμένη στο κεφάλι. Γι αυτό καλά τούκανε η Αθηνά. Τούσπασε την κεφάλα. big bang. Το χωριό Μπάστα στη συστολή , την πρωταρχική έκρηξη (big bang) και τη διαστολή του σύμπαντος «Δυνάμει» ήταν εκεί. Συστελλόταν και διαστελλόταν, φούσκωνε και ξεφούσκωνε μαζί με ολόκληρο το σύμπαν και χασκογελούσε που γινόταν τέτοιος χαλασμός κι ανακατωσούρα, έτσι χωρίς λόγο. Αναίτια, χωρίς αιτία λένε οι ειδικοί. Άλλοτε πάλι έκανε το κορόιδο, κρυμμένο σε κάποια άκρη , κάποιου άλλου σύμπαντος, σαν κι αυτή που είναι τώρα. Για τους Μπασταίους, μέχρι που ήρθε το σχολείο στο χωριό , όλοι αυτοί οι σοφοί που είπανε και λένε για big bangκαι τέτοια δεν υπήρχαν καν ή δεν υποπτεύονταν την ύπαρξή τους . Αφού δεν τα ’ξεραν , γιατί να υπάρχουν ; Και σε τι θα τους χρειάζονταν ! Φαΐ γι αυτούς δεν είχαν κι αυτό είχαν ανάγκη . Ούτε ζέστη ούτε κρύο. Κι από πίτα που δεν τρώγανε, ... ας πάει και το παλιάμπελο … Κι αν ακόμα υπήρχανε όλοι οι σπουδαίοι σοφοί, ήταν από άλλον και για άλλον κόσμο. Ίσως μάθαιναν κάτι , σαν πήγαιναν εκεί. Είχαν και οι Μπασταίοι είσοδο γι αυτόν τον κόσμο. Στο νεκροταφείο τους, στην Κατουντήστα . Μα σαν πηγαίνανε εκεί, κανένας τους δε γύρναγε, πίσω να πει για σοφούς και γι άλλα τέτοια. Και το είχανε όλοι τους υποσχεθεί. Πρώτη υπόσχεση δίνανε, χωρίς καν να το ξέρουν, στα βαφτίσια. Για ένα όνομα, μια τόση δα λεξούλα , πέρα από πληρωμές για το Ταμείο νομικών ας πούμε, έπρεπε να δεσμευτούν οριστικά και αμετάκλητα με όρκους, ξόρκια και τη δημόσια απαγγελία του «Πιστεύω» τους στην εκκλησιά τους. «... Προσδοκώ ανάσταση νεκρών ...», λέγανε και ξαναλέγανε. Σε Μπασταίικη μετάφραση: Περιμένω το ζωντάνεμα και, μάλιστα, ουλουνώνε. Βέβαια μέχρι τώρα δε γύρισε κανένας. Που ξέρεις, όμως αν αύριο, μεθαύριο δε γίνει κάτι τέτοιο! Γι αυτό , λέγαν στο χωριό , πως μέχρι τότε , έχει ο θεός και τέλειωναν μ' αυτά . Μα κι αν κάποιοι επιμένανε , τίποτα δεν έβγαινε με την επιμονή . Κάπου - κάπου φύτρωνε κάποιος μύθος ή και παραμύθι , Μπασταίικα λυρικά σκωπτικό , χωρίς δίδαγμα , κι ορθάνοιχτο στο κάθε ενδεχόμενο και ιδιαίτερα στο γέλιο . Οι περισσότεροι Μπασταίοι είχαν άγνοια για όλους τους μεγάλους και για όλα τα σπουδαία. Και δεν φαινόταν να στερούνται κάτι απ’ όλη αυτή τη φασαρία. Τους ήταν άχρηστα για την παραγωγή της υλικής ζωής τους. Μόνο σαν κάποιος τους έλεγε κάτι για όλα αυτά, θαυμάζανε τον λέγοντα, όσο ήτανε μπροστά τους. Μετά την απομάκρυνση, μουρλό τον ανεβάζανε, ζουρλό τον κατεβάζαν. Δεν ανέχονταν με τίποτα τις διακρίσεις σε σπουδαίους και σπουδαία. Λίγο πριν την πρωταρχική έκρηξη (big bang ), το χωριό μας «δυνάμει» ήταν εκεί. Αυτό το υπογράφει φαρδιά πλατιά ο Αριστοτέλης, που ήταν κι αυτός παραδίπλα. Όλοι και όλα ήταν εκεί. Όλο το σύμπαν, στριμωγμένο απίστευτα. Κάποιοι λένε πως το σύμπαν, σε κείνη τη στιγμή ήταν μικρότερο κι από τη μύτη της καρφίτσας!  Τακούς μαύρε Γιώρη ;  Τακώ και το μυαλό μου πάει στη φορτωτήρα! Ούλα ήταν ένα και το χωριό μας ήταν εκεί με ούλους και με ούλες; Με την Αφροδίτη ανάμεσα στο μπαρπΑντρέα και τον Κατσιαβόγιαννη , τον Ερμή κυκλωμένο απ’ το Μοσκιό και τον Αδάμη, τον Ήφαιστο από το γυφτοΝιόνιο και τη γυφτοΣοφιά, το Δία απ’ το Βγενή, τον Προμηθέα από το Χριστιλίπη … Με τον οξαποδώ και με όλες τις οξαποκεί , με τους σοφούς και τους βλάκες , με τους βασιλιάδες και τους δυστυχισμένους … Με όλους ήταν παρέα … Κι έσκαγε στα γέλια , γιατί γαργαλιόνταν από το μούσι του Διόνυσου και του Μεφιστοφελή . Για το αν γαργαλούσε πιότερο ο Μεφιστοφελής δεν είναι πλήρως εξακριβωμένο. Πρέπει να ρωτηθεί ο Γκαίτε , που ξέρει πιο πολλά για τα εν αρχή απ’ τον Ιωάννη και το Μωϋσή και είναι δυνάμει κατά πολύ νεότερός τους. Καμιά ανησυχία όμως. Το ενιαίο κέντρο ερευνών των μυστικών υπηρεσιών όλου του κόσμου μαζί και του οξαποδώ, έχει επιληφθεί του θέματος και στο προσεχές συνέδριό τους θα κάνουν τις σχετικές ανακοινώσεις .  Αυτούς, παιδάκι μου εγώ δεν τους ξέρω . Εγώ ξέρω πως σε τέτοιο στριμωξίδι και να γελάνε οι Μπασταίοι , καταντάει προπατορικό αμάρτημα και ο παπαΔιομήδης δεν θα μας αφήκει να μεταλάβουμε σα θα ’ρθη η Λαμπρή.  Ναι. Κι ο παππαΔιομήδης ήταν κι αυτός εκεί. Ακόμα κι παπΑποστολης. Όλοι κι όλα κόντευαν να σκάσουν απ’ την άπειρη πυκνότητα της μάζας όλου του σύμπαντος , που είχε μαζευτεί εκεί , χωρίς καθόλου χώρο …  Ούλια η σάρα και η μάρα και το κακό συναπάντημα. Ακόμα και η βρώμα του παλιογείτονά μας του Αυγεία, ήταν εκεί ! Πώς να μη το βάλει στα γέλια το χωριό, σα βλέπει τέτοια παράξενα πράματα. Και τα κομπολόγια των Καλογέρων ν’ ακουμπάν στ’ αχαμνά της Αφροδίτης και της … Τα δισκοπότηρα της αγιαΣοφιάς και τ’ Άγιου Πέτρου να κείτονται μαζί με τις πάπιες του Σάχη και τις Μπασταίκες γαδίνες… Και οι πιο θεοσεβούμενοι θα κάναν το σταυρό τους γελαστά . Χριστός και η παναγιά. Χριστός κι Παναγιά η παρθένα, λέγαν και γελάγανε κι αυτοί . Τι να κάνανε οι χριστιανοί … Είναι να μη γελάει κάθε πικραμένος, βρε παιδάκι μου;  Ευτυχώς που είχαν προνοήσει οι Μπασταίοι και απόφυγαν τη φασουλάδα κείνη τη ημέρα και δεν ... Μόνο γελούσαν. Βοήθησε και η μελίγκρα κείνη τη χρονιά. Κατάστρεψε τις φασουλιές κι έτσι γλίτωσε το σύμπαν απ’ την καταστροφή. Και το πρόβλημα θα ήταν πολύ πιο σοβαρό, μιας και ούλες οι μύτες ήταν στον πισινό ουλουνώνε, συνεμπήκε κι ο άλλος μπαρμπαΓιώρης , που ήξερε πολλά για το θέμα αυτό … Ήταν διάσημος σ’ αυτά , γι αυτό τον λέγανε Μπουρδούτση …  Οι άλλοι τι λέγανε , παιδάκι μου ; Τι λέγαν;  Θέλτε κι άλλα παρλιακά έ! Θέλτε κι άλλα. Καλά. Για σκάσιμο, θαντους βάλω ούλους να λένε για τους Μπάιστα και τους Μπασταίους, κι ας πλαντιάξουνε απ’ το κακό τους!  Ο Ηράκλειτος με το Λάο Τσε παρασυρθήκανε με τα Μπασταίικα χασκόγελα. Έτσι κι αλλιώς γι αυτούς όλα είναι έτσι κι αλλιώς κι αλλιώτικα. Ο Κομφούκιος, που δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του κι όλοι Βούδες στραβοκοίταγανε, γιατί δεν ανέχονταν τέτοια χάχανα σ’ αυτό το ανυπόφορο στριμωξίδι, αφού απαιτούσανε αταραξία και το γέλιο κάνει κακό σ’ αυτούς και στους ταραξίες. Ο Σωκράτης ήταν κι αυτός παραδίπλα , αλλά δεν έβλεπε και δεν άκουγε τους Μπασταίους. Ούτε και το big baνg άκουσε, γιατί κάτι του ’λεγε στ’ αυτί η Ασπασία. Γι αυτό λέγανε οι Μπασταίοι, ίσως από εκδίκηση, πως του Σωκράτη το … μυαλό, ζυγίζει ένα κι εκατό.  Όλα αυτά γίνονταν έτσι χωρίς κανένα λόγο. Κι αυτό το λέγαν κάτι νιάνιαρα, που γεννήθηκαν την εποχή που του Μπάιστα είχε δίπατα χωρίς ταβάνι πήγαιναν σχολείο. Κι αυτό δύσκολα χωράει στο Μπασταίικο νιονιό. Και του Μπουρδούτση η κοιλιά φούσκωνε και χωρίς να ρωτά τους γείτονές του , άφηνε τα big bag του , που ταράζανε τη γειτονιά . Και αυτό το έκανε , έτσι , χωρίς λόγο , όπως το σύμπαν . Οι άλλοι βρίζανε που δεν έπνιγε , όπως αυτοί , τους αηδείς κρότους κι αυτός γελούσε, επεμβαίνει ο πρώτος μπαρμαΓιώρης.  Κι ο Πλάτωνας, που κι αυτός ήταν πιο κει, λέει πως ήταν εκεί αιώνια . Κι είχε κι έχει μέσα του όλα όσα έγιναν και γίνουν , γιατί ήταν Ιδέα και οι ιδέες δεν είναι σαν το ένα ή τον άλλο . Είναι Εκεί αιώνια . Σαν του Μπάιστα .  Τι λες , ρε παιδάκι μου ! Λέει τέτοια σπουδαία πράγματα για το χωριό ο πλάτανος; Εμείς αγαπάμε και σεβόμαστε πολύ αυτό το φυτό, γιατί μας δροσίζει όλους τα καλοκαίρια …  Ο Πλάτωνας , μπάρμπα , ο Πλάτωνας …  Είπα κι εγώ …  Ούλοι κάτι λένε για το χωριό. Όχι βέβαια με το όνομά του . Το όνομα έχει πολύ μικρή σημασία σαν μιλάνε για το Ον ή το Είναι.  Ωχωχώχ! Τιντ΄τουτα μαυρε Γιωρ’; Και ζγούψανε χασκογελώντας αστραφτοτηρώτας ο ένα τον άλλο!  Και όλοι λεν και βεβαιώνουν πως όλα υπάρχουν καθ’ εαυτά, γιατί όχι και για μας τους Μπασταίους μέσα σ’ αυτό το Ον. Κανένας δεν μπορεί να βγάλει τίποτα από το Ον . Πολύ περισσότερο , ένα ολόκληρο χωριό σαν του Μπάστα ; Πώς να βγάλεις από το σύμπαν ένα ολόκληρο χωριό . Θα ’χεις μεγαλύτερο πρόβλημα . Και που θα το βάλεις μετά; Θαντο πετάξεις ; Και που; Κι αν καταρρεύσει το σύμπαν ; Τσιμπούρι στο σύμπαν το χωριό , μπαρμπάδες μου , … κι ας μη λένε και ξελένε το κοντό και μακρύ τους όλοι οι σοφοί . Δεν μπορούν να βγάλουν απ’ τη μέση το χωριό …  Τάηθελε ο … Τότε έπρεπε να πεταχτεί αυτό το χωριό από το σύμπαν . Τότε … Αλλά ήμουν αγέννητος και δεν το δινόμουν … αλλά που θα πάει …Δε θα μου δοθεί η ευκαιρία την άλλη φορά…, μονολογεί ο μπαρμπαΣπύρος , που μόνο κακά έχει κάνει στους Μπασταίους το χωριό τους , χαζεύοντας με το όνειρο της αιώνιας επιστροφής. Χαμπάρι δεν πήρε το χάχανο που ακουγόταν μέχρι που σκαπέτηκαν κατά ρούγας μεριά καθώς τραβήξανε για το σπίτι τους . Εκείνος συνέχισε στο ίδιο και χειρότερο χαβά. Πριν 4,5 δισεκατομμύρια χρόνια , που απ’ τη σκόνη άρχισε να φτιάνεται η γη , το χωριό μας ήταν εκεί . Και στριφογύριζε άμορφα, όπως όλα , μέχρι που έγινε τούτο , έγινε εκείνο , μα και το άλλο … Ό,τι κι αν γινόταν ήταν εκεί . Τα ’βλεπε ούλα και δεν έβγανε μιλιά . Τα ’γρίκαε και τσιμουδιά . Τίποτα και σε κανένα . Στο μουσουψού , όλο και κάτι μουσούψιζε στου διπλανούς του , κοιτάζοντας μπας και το δουν . Κρυφάκουγε από μέσα του τους μύθους , τις μυθολοπλασίες και τα παραμύθια των Σουμερίων, των Ασυρίων , των Φαραώ , των Μινωιτών , των Μυκηναίων και όλων των άλλων, που κραυγάζουν φωναχτά τα παρλιακά τους , μα δε βγάνει τσιμουδιά. Κρυφογέλαγε μονάχα, που και που, βγάζοντας λίγο αέρα απ’ τη μύτη … Τους μύθους και τα παραμύθια της Ινδίας και της Κίνας δεν τα καλάκουγε, αν κι έστηνε αυτί . Δεν τα πολυκαταλάβαινε γιατί τα λέγαν σ’ άλλη γλώσσα ...  Αυτά ’ναι κινέζικα, έλεγε και ξεμπέρδευε, λουφάζοντας, κι αυτό τ’ ακολουθούσαν όλα τα χωριά. Ήταν βλέπεις το πρώτο χωριό. Ο Χόμο Σάπιενς σαν ξεμύτισε από την Υποσαχάρια περιοχή και πέρασε την Ερυθρά θάλασσα, εκεί στο κόλπο της Άκαμπα, έφτιασε το πρώτο χωριό. Το λέν’ και σήμερα από τότε(;) τελ Μπάστα. Ήταν ο γεννήτορας όλων των χωριών, που φτιάχτηκαν μετά… Και δεν ήθελε να τα καταλαβαίνει κι ούλα ! Ένα χωριουδάκι να χαραχτηριστεί πολύξερο ήταν κακό πράμα … Όποιος ξέρει πολλά στο τέλος το χάνει , λέγαν μερικοί και ήθελε να τα ’χει τετρακόσια και καλά μαζί τους …  Ο Κρόνος (χρόνος) πού ’τρωγε τα παιδιά του και μαύριζε την καρδιά της Ρέας (ροή του χρόνου), κατοικούσε στου Τζικαόνη και μίσησε πολύ το χωριό. Η γριαΦώναινα με τη Γκουντάναινα, αυτές οι θρυλικές μαμές ξεγέννησαν το Δία. Η σπαργανωμένη πέτρα, που ’δωσε στον Κρόνο η Ρέα ήταν από του Μπάστα. Ήταν το τεράστιο κροκαλοπαγές λιθάρι , που στέκεται Μπάστακας στο προσκεφάλι του χωριού … Του άρεσε τόσο πολύ που αναγλυφόταν για μέρες . Έτσι γλίτωσε ο Δίας, κρύβοντάς τον στη σπηλιά του Μάρκου και όχι στον Ψηλορείτη που λεν οι Κρητικοί! Το λέει και το Βαγγέλιο: Κρήτες αεί ψεύτες. Το σχέδιο της σωτηρίας του Δία καταστρώθηκε στο χωριό. Η Ρέα μαζί με όλες τις σοφές γριές του χωριού μαζευτήκανε κρυφά στη χαμοκέλα του Καρδαριτσιώτη , που είναι δίπλα στο μεγάλο λιθάρι και στέκεται εκεί σαν μπάστακας. Εκεί μάζεψε η Ρέα σε συμβούλιο όλες τις γριές. Τη γριαΦώναινα με τη Γκουντάναινα. Τη Βγενήνα με τη Ζαντίκαινα . Τη Σταρόβαινα με την Στέργαινα . Τη Λυμπιάδα με τη Μπάμπαινα. Την Κατσιαβίνα με την Αντριγιού . Τη Μπαντούναινα με τη Τζούκαινα . Τη Σκούταινα με την Καστριγκάκαινα . Τη Μάρκαινα με την Κουρκουμπίνα . Τη Μπίρπαινα με τη Μουρλούκαινα και τημποτσού… Πήρε μέρος και η γυφτοΣοφιά , που ξεχείμαζε στη χαμοκέλα του Καρδαριτσιώτη (Αυτός ο Καρδαριτσιώτης αγάπαγε όλες τις γυναίκες . Χωρίς διακρίσεις . Ακόμα και τις γύφτισσες ) . Όλες οι γριές ήταν εκεί . Καμιά δεν έλειπε . Το θέμα ήταν το πιο σοβαρό που αντιμετώπιζε μέχρι τότε οι ανθρωπότητα. Τη φύλαξη ανάλαβε ο Κραίνας . Ένας άγριος φύλακας με ένα τσεκούρι, που το ’φτιασε ο ίδιος γι αυτό το σκοπό . Στάθηκε απόξω από τημπόρτα με το τσεκούρι έτοιμο για δράση ... Φόβος και ο τρόμος έπεσε στο χωριό . Δεν αγροικιόταν κιχ . Όλες τους είπαν σοφά λόγια και γι αυτό τις ευχαρίστησε από την καρδιά της η Ρέα . Έτσι άνοιξε ο δρόμος στο φεμινιστικό κίνημα , που κι αυτό έτσι ξεκίνησε απ’ το χωριό! Η Ωλένια Αίγα, πούβοσκε στα γύρω βουνά, ορμηνεμένη απ’ τα γυφτοΣοφιά, πήγαινε τα βράδια στη σπηλιά του Μάρκου και βύζαινε το μαύρο Δία. Η γυφτοΣοφιά , αδερφή του γυφτοΝιόνιου , αδερφοποιητού του Κατσιαβόγιαννη , ήταν η πρώτη γυναίκα που καπίνιζε και στούφωνε το χωριό ... Η γριές του χωριού ήταν οι νεράιδες που φύλαξαν το Δία τη σπηλιά του Μάρκου και όχι στο γνωστό Ιδαίον Άντρο . Σα μεγάλωσε ο Δίας αγάπαγε πολύ το χωριό . Γι αυτό όλες τις μπαγαποντιές του τις έκανε στη κουφάλα του πλάτανου της βρύσης . Ακούγοντας ο Δίας , «δυνάμει» , όλα αυτά που λέγαν ή δεν λέγαν , αλλά υπονοούσαν όλοι οι σοφοί για του Μπάστα , ξαπλωμένος κάτω απ’ τον πλάτανο της βρύσης , αγκαλιά με την Λήδα … είπε :  Μεγαλόφρονες ακούστε ούλοι σας. Ν’ αφήσετε ήσυχο το χωριό , γιατί θα σας κάνω όλους σας κατοίκους του Μπάιστα και θα καρφώσω από τώρα στον πλάτανο τον Προμηθέα και θα μαζευτούν όλα τα όρνια να τρώνε και τα δικά σας σωθικά . Κι ούλοι οι γκιόνηδες κι οι κουκουβάγιες θα κλαίνε και τη μέρα . Κάτι τέτοιο θα σας μαυρίσει την καρδιά και δε θα γίνετε μεγάλοι … Όλοι κάνανε πίσω και άφησαν ήσυχο το χωριό . Τόσο ήσυχο , που δε γράψανε τίποτα για το χωριό Μπάστα . Ούτε και το ‘νομά του . Όλοι τους θέλανε να γίνουν μεγάλοι και να ’χουν καθαρή καρδιά . Οι μαύρες καρδιές , λένε μερικοί από τους πιο πονηρούς Μπασταίους είναι σαν τις μαύρες τρούπες κι όλα , ακόμα και τις ακαθαρσίες , και κυρίως αυτές , ρουφάνε μέσα τους . … Όλα αυτά τα βεβαιώνει ο Μπασταίος γεροΚασιαβός που τα έβλεπε ούλα από τη Λαφοξιά , που κι αυτός κι αυτή ήταν εκεί . Όποιος έχει την παραμικρή αμφιβολία , να πάει να τον ρωτήσει στην Κατουντήστα … Ο Γιαχβέ δεν ασχολήθηκε με του Μπάιστα . Τον είχαν φορτώσει με τόσες σκοτούρες οι Εβραίοι και δεν είχε καιρό να ασχοληθεί με ένα τόσο ασήμαντο χωριουδάκι. Μερικοί απ’ το χωριό δεν άφηναν στιγμή που να μη αναφέρουν το όνομά του, λες και ήταν ο … Αλκιβιάδης . Ο Ναζαρινός , που έλεγε πως η αγάπη είναι ο Θεός , είπε τα καλύτερα λόγια για το χωριό . Οι ελληνιστές που τον επισκέφτηκαν στη …Ναμπλούς , ήταν από του Μπάστα και συγκεκριμένα από την κάτω ρούγα. Τόσο πολύ ευχαριστήθηκε από την επίσκεψη αυτή , που είπε στους μαθητές : Αν μη στραφείτε και γένησθε ως … οι Μπασταίοι , ου μη εισέλθητε εις την βασιλεία των ουρανών . Και σαν έλεγε βασιλεία των ουρανών υπονοούσε το Μπασταίικο αγαδιλίκι . Δεν είναι σίγουρο αν το βεβαιώνουν αυτό ο Παπακώστας , οι καλόγεροι και οι καλόγριες του χωριού , γιατί ‘ναι ζωντανοί και ίσως έχουν αλλάξει γνώμη. Αλλά ο παπαΧρήστος, που τροφοδοτούσε τους αντάρτες, το βεβαίωνε, φορώντας και το πετραχήλι . Κι γι αυτό μπορείτε, αν αμφιβάλετε , να τον ρωτήσετε . Είναι μόνιμος κάτοικος κι αυτός στη Κατουντήστα … «ενεργεία» όμως , ήταν εκεί; Δεν φαίνεται καλά η υπογραφή του Αριστοτέλη για το ανήταν και «ενεργεία» . Το χωριό μας όμως , ήταν εκεί και «ενεργεία» , κιας στραβομουτσουνιάζει όσο θέλει ο Τέλης . Και θα ’ναι κει , εις τους αιώνας των αιώνων , με όλα τα αμήν και γένοιτο , ψαλτάδων , παπάδων μα και δεσποτάδων. Το γεωγραφικό ανάγλυφο . Οι παλιοί λέγανε πως στην αρχή εποίησεν ο θεός (Ακαράνα= ο παρσικός αγέννητος χρόνος . Κρόνος= ο ελληνικός χρόνος , elohim (σε πληθυντικό στο εβραϊκό κείμενο)= οι θεοί . ) τον ουρανόν και την γην …και είδε ότι καλόν και οι Μπασταίοι που τ’ ακούν αυτό στην εκκλησιά , εννοούν τη δική τους γη . Στραβομουτσουνιάζουν λίγο για την κακοτοπιά … μα θεός ήταν αυτός και … Οι τωρινοί τα λεν αλλιώς , μα στον ίδιο ντορό (τορός-α-ον , τρανός , οξύς , σαφής , πρόθυμος και στην κοινή δημ ντορός =ακολουθώ τα ίχνη των θηραμάτων , αλλά και τα κρατούντα ήθη (βλ. Μέγα Λεξικόν όλης της Ελληνικής γλώσσης Δ. Δημητράκου σελ 4937) , στο όνομα της δικής τους θεάς Επιστήμης . Οι μελλούμενοι θα το πουν κι αλλιώτικα , στο όνομα της δικής τους θεάς κι αυτοί . Ακόμα κι αν η αιώνια επιστροφή , ή το βράχμα ξαναφέρει το γεροΚρόνο στο λιθάρι του χωριού , θα ‘χει με το μέρος του την κατανόηση των Μπασταίων , πως έφτιαξε τον καλλίτερο κόσμο που θα μπορούσε να γενεί . Πως θα μπορούσε , λένε , ένας θεός να ευχαριστήσει όλες , όλους κι όλα . Το τέρας της Χάρυβδης , οι μαύρες τρούπες και τ’ άλλα αχόρταγα στοιχειά , δε μποροκλιώνται (=Χορταίνουν ) με τίποτα . Φάγανε και τρώνε ακόμα τα σωθικά της γης και κάθε τι που ισορροπεί . Ακόμα και τις κακοτοπιές δεν τις αφήνουν ήσυχες . Θα ’καναν εξαίρεση σ’ ένα μικρό και άσημο χωριό ; Τον Ελλαδικό χώρο τον κατάντησαν , με τον τρόπο τους , πολυσχιδές πολυσχισμικό και εν τέλει πολυμορφικό ανάγλυφο . Κι ένα μικρό κι ασήμαντο χωριό σαν του Μπάστα , δεν είχε κι ούτε έχει δυνατότητα καμιάς παρέμβασης , στο αέναο γίγνεσθαι του κόσμου . Να είναι ή να γίνει , ας πούμε , μια εύφορη ισοτοπιά σαν του Λατζόι ή έστω του Κρεκούκι . Αν και φτωχό , δεν ήταν κι ούτε είναι γιος του φαταούλα . Ναντα θέλει ούλα δικά του και να μη μποροκλιέται κι αυτό με τίποτα . Να ’xει και θάλασσα στου Πράρη , σαν τη θελήσει και να μη την έχει σαν τη βαρεθεί . Αερολιμάνι στου Κούμιση ή του Ζάρκου και Τελεφερίκ στον Αγιώρη . Τέτοια , δεν σκέφτηκε ποτέ , κανένας στο χωριό . Κι αν κάποιος το σκέφτηκε ή τόειπε , δεν έγινε κανα κακό . Τα καλούδια ούλου του κόσμου δεν ήτανε ποτέ κακά . Η πλάκα που σπάνε με τέτοια στο χωριό , ποτέ δεν έκανε κακό . Αν δε σπάγανε και πλάκα , τότε , ποιος ξέρει , μπορεί και να έκανε πολύ κακό . Ακόμα και οι κακοτοπιές τσακώθηκαν για πλάκα , πια θα πρωτόρθει στο χωριό. Φιλιώθηκαν στα σοβαρά και ήρθαν ούλες . Αυτή η πολυσχισμική μορφολογία του χωριού , καταδυναστεύει τους Μπασταίους και ιδιαίτερα όλους στους στραβούς . Κι αυτό δεν είναι πλάκα . Είναι το κάκιστο κακό . Κι αυτό έγινε για πλάκα . Οι θυμόσοφοι κοσμολόγοι του χωριού , λένε πως όλα , μα όλα , γίνανε για πλάκα …Στην αρχή ήτανε η Πλάκα , λένε διφορούμενα και δείχνουν κατά ΚατουΝτίστας μεριά (Το νεκροταφείο του χωριού) . Κάποιοι , τη Μπασταίικη πλάκα την είπανε στα σοβαρά και κοσμικό παιγνίδι [Ο φιλόσοφος Αξελός (20ος αιώνας)] . Οι Μπασταίοι , με τη σύμφωνη γνώμη και των Κρητικών , κάτι τέτοιο το λένε κουζουλάδα . Η πλάκα που χρησιμοποιούσαν στο σκολειό τους οι Μπασταίοι ήταν πολύ σοβαρό εργαλείο και δεν έχει σχέση , (Ο άβακας ή το αβάκιο , είναι μικρή μαύρη ορθογώνια πλάκα από σχιστόλιθο , σε ξύλινο πλαίσιο , στις δύο επιφάνειες έγραφαν οι μαθητές της Α΄ τάξης του δημοτικού τα γράμματα ή τους αριθμούς με το κοντύλι , πέτρινο μολύβι . Έγραφαν και έσβηναν με υγρό σφουγγάρι . Το κοντύλι και το σφουγγάρι ήταν δεμένο με κλωστή στο ξύλινο πλαίσιο της Πλάκας) αν και οι μαθητές φρόντιζαν να μη σπάνε τις πλάκες … γιατί το ξύλο που θα τρώγανε ήτανε τρίδιπλο και δεν ήτανε καθόλου της πλάκας … Κι από τα δάσκαλο και από τους γονείς … Το ξύλο δεν είναι της πλάκας και για τους δάρτες και για τους δαρμένους . Πόναγε και του δύο . Μόνο τα θρασύδειλα καθάρματα της ιστορίας δέρνανε για πλάκα … Γεωλογικά εντυπωσιακό τοπίο. Οι αλλοχωριανοί , άμποτε κι έρθουν κατά κει , θαυμάζουν από μακριά το εντυπωσιακό τοπίο . Από μακριά , ούλα φαντάζουν όμορφα . Σαν πλησιάσουν τους γκρεμούς τα πράγματα αλλάζουν . Άθελα αναδύεται στη θέση του ωραίου , του δέους πανέμορφη η ασχήμια ... Κρύος ιδρώτας λούζει τα κορμιά , απ’ την κορφή ως τα νύχια . Οι ώμοι πτύσσονται κατά κεφαλής μεριά . Τα μάτια αγριεύουν καθώς αποσύρονται στο βάθος των κελιών τους . Κολλάνε στο πλευρό των τολμηρών οι τρομαγμένοι . Το Χάος και η … Σκύλλα ορθώνεται μπροστά . Η προσοχή αγκυροβολεί στο χείλος της αβύσσου ! Οι κατηγορική προσταγή του παπαΧρήστου : προσέχτε το παιδί … από γκρεμό … αναδύεται στο συνειδητό , ακόμα και στις που δεν έχουνε παιδιά . Τα δέους θαυμαστικά , ααα ! , ιιι ! και οου ! , αντιλαλούνε στα γκρεμνά και επιστρέφουνε διπλά . Είναι η τελική ειδοποίηση και το ευχαριστώ του Χάους …Ακόμα και τα ζα , χωρίς σπουδές βαρύτητας , ορθοστατάν στην ένστικτη προσταγή και χλιμιντράνε , ειδοποιώντας τ’ άλλα ... Οι Μπασταίοι , σαν είσαντε παιδιά , παίζανε με τους γκρεμούς . Τα πόδια σιγουρέψαν τη σβελτάδα . Τα μάτια εθίστηκαν στην ομορφιά και τ’ αφτιά χορτάσανε Ηχώ . Σαν πήζαν τα μυαλά τους κάτι άλλαζε και τα ’βλεπαν αλλιώς … Χορτάτοι από γκρεμούς και ρέματα , δεν πολυθέλανε ν’ ακούνε για ομορφιές σκαζματικές και τέτοια . Οι ασχήμια που φωλιάζει μόνιμα στην ομορφιά , πετάει τα φτιασίδια . Η δυσκολία τσίτσιδη ορθώνεται μπροστά … Στα τέλη της 10ετίας του ’50 , πέρασαν απ’ το χωριό μηχανικοί της νομαρχίας για χάραξη του δρόμου . Ο γεροΝτότης άκουγε τα σχόλια των ειδικών , για δυσκολίες κι ομορφιές και ξέσπασε στον καφενέ .  Ακούς εκεί να λένε πολύυ…σκαζματικό το χωριό ! Δε ντρέπονται λιγάκι ! … Δε βρίζουν μόνο το χωριό…μα κι ούλια την Ελλάδα ! Άιντε … Τι να κάνω… Δεν τους κάνω ντότι … και θαειβλέπανε αυτοί και τα πολυσκαζματικά τους … Γράπωσε το σαγόνι του , το ’σπρωξε κατά την αριστερή μεριά με τόσο ζόρι , που κόντεψε να ισιώσει το ζαβό του δάχτυλό και να στραβώσει το σαγόνι .  Καλά ντε ! μηγκάνεις κι έτσι μπαρπαΝτότη. Θα πάθεις και καμιά ζημιά . Δεν είπαν και κάνα κακό οι αντρώποι . Και συ τον καταριόσουνα προχτές , που σου ’σπασε τ’ αλέτρι , παρεμβαίνει κατευναστικά ο διπλανός του . Πολλοί Μπασταίοι θα ’θελαν να είχε εξαιρεθεί του Μπάστα από αυτή την πολυσχιδή πολυσχισμικότητα και το τεράστιο βάρος που σηκώνει . Μα κι αν ακόμα , λέμε , αν , γινόταν η εξαιρετική του χάρη και κάποιο άλλο χωριό , με κάποιο άλλο όνομα έπαιρνε τη θέση , το κακοτράχαλο Μπάστα θα ήταν στο εύφορο Λατζόι και το Λατζόι θα ήτανε στου Μπάστα . Το Μπάστα θα το λέγανε Λατζόι και το Λατζόι Μπάστα . Τίποτα δε θ’ άλλαζε .  Μπα ! τίποτα δε θα ‘λλαζε ; πετάχτηκε , σαν τη …γριά -(Πορδή , είναι το σωστό)π απ’ την κοφίνα , ο Τσίρμπας , νεαρός σοφιστής της διπλανής παρέας , απόγονος , καθώς νόμιζε , του μεγάλου αρχαίου σκεφτικού Πύρωνα απ’ την Ηλεία … Κανένας δεν έδωσε σημασία στο αποκρουστικό σοφιστικό ήχημα , καθώς κάνουν όλοι οι συνετοί σε τέτοια ατυχήματα … Δεν είναι δα κι ευγενικό να αναδείχνεις τους αηδείς ήχους , κρότους και οσμές , ακόμα κι αν είναι λεκτικές ... Μόνο λοξοκοιτάξαν κατά κει , π’ ακούστηκ’ η φωνή . Κανένα βέβαια μυαλό ,δεν θα μπορούσε να χωρέσει ένα απόλυτο κενό εκεί στη βάση του πολυσχιδέστατου πολυσχισμικού . Θα έχασκε χαίνον το πολυσχιδές πολυσχισμικό χάσμα , σαν σκάζμα , κατά πως το λένε οι Μπασταίοι . Μπορεί να γινότανε και μαύρη τρούπα και τότε … , θα ’φανιζότανε στο τίποτα , κακό και η κακία , καλό και όλα τα καλούδια . Θα είχε πάει κατά διαόλου , χωριό , χωριά , κι ούλια η γης κι ακόμα παραπέρα . Όμως , είν’ εκεί και φαίνεται κι από μακριά . Τον πισινό του έβλεπε παλιά ο Παυσανίας απ’ τη Σκιλουντία[1]. Από τα ζερβά λοξοκοιτάει το Χελιδόνι . Από μπρος και δεξιά η Καλολετσή . Μάρτυρες μαρτυρικοί κι όλοι οι κάτοικοί τους , π’ αγωνίζονται σκληρά , μη γίνει μαύρη τρούπα ο τόπος . Γκρεμοί από δω κι από κει . Γκρεμοί μπροστά και πίσω . Γκρεμοί απουπάνου κι απουκάτου . Γκρεμοί παντού . Προκλητική ασέβεια της φύσης στο Μπασταίικο θέλω . Κραυγάζει , αν δε γαβγίζει , σα σκόπιμη κακία της φύσης . Και δε μπορείς να βγάλεις κιχ για το κακό . Η ναζιάρα Ηχώ , θα σε περιγελάει επιστρέφοντας διπλό και τριπλό το κιχ . Οι περαστικοί θαυμάζουν τα σκάζματα και τους γκρεμούς . Τα μισοζώνια και τους μύτικες . Τις ρεματιές , τις γράνες και τράφους . Τα κροκαλοπαγή και ψαμμολιθικά πετρώματα . Τους μπάστακες , τα μπαστακάκια , τη χλωρίδα και πανίδα . Χαίρονται οι Μπασταίοι που φχαριστιούνται οι περαστικοί απ’ το θαυμάσιο τοπίο . Θαυμάζουνε κι αυτοί , μα γι’ άλλο λόγο .  Ωραίος τόπος , λένε , για … χορτάτους. Κάποιοι , που πιστεύουν πως για όλα κάτι φταίει , λένε πως κι ο διάολος τους έχει ξεχασμένους . Πως να ’ρθη ο μαύρος κατά κει . Να σπάσουν οι διαβόλοι το ποδάρι και να σωριαστούνε στου Μπάστα όλα τα καλά … Να τους ζηλεύ’ ο κόσμος …και αυτοί να καμαρώνουνε σα γύφτικα σκερπάνια … Αυτό δεν γίνεται με τίποτα σου πως λένε οι Μπασταίοι . Ούτε στη συντέλεια του κόσμου δε γίνεται ο διάβολος καλός , κι ας λέει ότι θέλει ο Ωριγένης[2]και οι οπαδοί του . Ναι , ναι , ακούγεται η …βραχνή φωνή απ’ την κοφίνα (πυθάρι) , που βγήκε μ’ απαιτήσεις στη φόρα . Πολυμορφικός τόπος και με το παραπάνου το χωριό . Βρίσκεται στη βάση ή τις απολήξεις του ορεινού όγκου , που ξεκινά απ’ την κεντρική Ευρώπη , διαπερνά τα δυτικά Βαλκάνια και καταλήγει , πού αλλού ; Στου Μπάιστα ! Άιντε και στα γύρω χωριά . Σα μπάστακας στέκει το φτωχό και κρατάει στους ώμους του όλα αυτά τα βάρη …Ούτε Άτλας να ήτανε το μαύρο ! Άλλοι καιροί… Οι ορεινοί όγκοι δε μετέφεραν στο χωριό μόνο τα δυσβάταχτα φυσικά βάρη , αλλά και όλα όσα γίνονταν εκεί ... με τον Άρη και το Ζαχαριά και όλη την παρέα του ... Αυτοί ήξεραν το γιατί τους ... Το αν και για ποιούς όμως ; Ακόμα και τα πιτσιρίκια θέλανε να πάνε στ΄ αντάρτικο ... Οι μεγάλοι όχι ... Άρεσε πολύ στα πιτσιρίκια , χωρίς να ξέρουν το γιατί ... Γιατί όμως τα παιδιά θέλανε να γίνουνε αντάρτες ; Περίεργο που φαντάζει αυτό ; Ξέρανε καλά πως θα ζούσαν στα κατσάβραχα , στους λόγγους , στις σπηλιές ... Θα είχαν όπλο ... Θα ... Το γιατί δεν ... Και η κουβέντα γινότανε κρυφά απ’ τους μεγάλος κι απ’ τους άλλους πιτσιρικάδες … Θα κάνανε τέτοιες κουβέντες αν ήτανε ισοτοπιά ;; Αναρτήθηκε από Θεόδωρος Γ. Δημόπουλος στις 03:07 0 σχόλια http://basteika. mpasta.gr Ετικέτες ΣΤ. Άκου «Δυνάμει» και «Ενεργεία» του Μπάιστα ΚΥΡΙΑΚΉ, 18 ΔΕΚΕΜΒΡΊΟΥ 2011 αλληλογραφία μ' ένα Μπαστιωτόπουλο Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis! Μοιραστείτε το στο Twitter Μοιραστείτε το στο Facebook Αγαπητέ Θόδωρε..! Μπράβο...! Σπουδαία δουλειά...... μεγάλος κόπος .... πολλές ώρες εργασίας...! Όλα τα κείμενα και οι αναφορές τέλειες....! Ιδιαίτερα το Λεξικό των Μπασταίων, (προσωπική άποψη) κλέβει το ενδιαφέρον κι όσο μακριά να βρίσκεσαι, έχεις την αίσθηση ότι είσαι εκεί. Στο χωριό. Γνωρίζεις καλύτερα από τον καθένα ότι "Τα γραπτά μένουν ενώ τα λόγια πέφτουν" Είμαι βέβαιος ότι όλα αυτά θα είναι ξεχωριστή παρακαταθήκη στους μεταγενέστερους. Δε χρειάζεται να παροτρύνω ή να κάνω υποδείξεις για το αν πρέπει να συνεχιστεί η προσπάθεια από την πλευρά σου, γιατί πιστεύω είσαι ο πιο κατάλληλος να το κάνεις. Συνέχισε με καινούργιες και πιο συχνές καταχωρήσεις, έτσι απλά, για να χορταίνουμε την απουσία μας (από το χωριό μας) και να ποτίζεις για να μη ξεραθεί η μνήμη μας, για τον τόπο που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε. Με εκτίμηση Παναγόπουλος Γεώργιος Σύμβουλος Ακινήτων e-mail: panagopoulos@ellinika.gr ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΜΕΣΙΤΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ 12ο χλμ.ΑΘΗΝΩΝ-ΛΑΜΙΑΣ Τηλ.2102853700-Faχ: 2102853777 www.ellinika.gr ……….…………………………… Φίλτατε Γιώργο, Μετά από «ογρομήντα(!) τόσα χρόνια φιλότιμης δουλειάς, έχω επιλέξει, ν’ ασκήσω το ύψιστο ανθρώπινο δικαίωμα. Αυτό της τεμπελιάς. Η άσκηση αυτού του δικαιώματος δεν επιτρέπει ασυνέπειες και τέτοια. Όμως θα μπω στο επικίνδυνο καθήκον να απαντήσω στο γράμμα σου! Κανένας δεν δυσαρεστείται από έντιμα καλά λόγια, σαν τα δικά σου. Πέρα από τις ακαδημαϊκά ψυχρές ή γλυκερές αναφορές δόκιμων και μη που ασχολήθηκαν με το Χωριό, προσπαθώ να πλησιάσω την «ψυχή» του. Τη ζωτική δύναμη, που το ’κανε να υπάρχει και τώρα το εγκαταλείπει. Η «μαύρη τρύπα» έχει ρουφήξει την ομορφιά του. Ένας μόνο γέρος με ένα σκυλί παρέα, δεν είναι πια χωριό ... Είναι η θλίψη από το απομεινάρι. Το άρωμα του πρωτόγονου τρόπου ζωής χάνεται. Η μαρτυρία των που ζήσανε και τους δυο τρόπους ζωής, πρωτόγονο και σύγχρονο, οφείλουν τον πρέποντα επιμνημόσυνο. Σαν η παλιά φαγούρα για δουλειά φουντώσει, θα σου κάνω το ... χατίρι, αφού έχω ξεχάσει το σκάψιμο και μπορεί να κάνω ... καμία ζημιά και δεν θέλω να τ’ ακούσω από τον Κώστα, το σέμπρο μου. Φιλικά Θόδωρος Δημόπουλος Υ.Γ. Αν ασχολείσαι με την κατασκευή ιστοσελίδων και μπορείς να αναλάβεις την ιστοσελίδα www.mpasta.gr τηλεφώνησέ μου στο 6945201415 ………………………………………….. Αγαπητέ Θόδωρε, Ανταποδίδω τις ευχές για ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ και ΕΥΤΥΧΙΣΜΈΝΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΤΟ ΧΡΟΝΟ 2009. Με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο η άσκηση του ύψιστου δικαιώματος της τεμπελιάς, (από την πλευρά σου) χωρίς ασυνέπειες στην εφαρμογή του. Ελπίζω και στο φούντωμα της φαγούρας για δουλειά να φουντώσει γρήγορα, αν και όταν και εφόσον εσύ κρίνεις, χωρίς να σε διακατέχει το άγχος της υποχρέωσης και σε δικό σου ελεύθερο χρόνο ανακλαδίσματος, να επιστρέφεις, όπως ο ηθικός αυτουργός στον τόπο του εγκλήματος. Στα "Έργα και ημέρες Μπασταίων". Με εκτίμηση Παναγόπουλος Γεώργιος Υ.Γ. Δεν ασχολούμαι με ιστοσελίδες. Το αντικείμενο της δουλειάς μου θα το βρεις αν ανοίξεις το site: www.ellinika.gr. Έχω ανοίξει Μεσιτικό Γραφείο Ακινήτων και δραστηριοποιούμαι στην περιοχή Γέρακα και Γλυκά Νερά. …………………………………………………….. Γιώργο, .... Κι όμως μπορείς να συμβάλλεις. Έβλεπα το e mail σου και ... σ’ ένα διάλειμμα για να ξεκουραστώ - θέλει, βλέπεις, και η τεμπελιά ξεκούραση-, είπα να σου πω δυο πράγματα, που μπορείς να τα φορτωθείς και συ, για να ξαποστάσω κι εγώ μαύρος! Εκεί στη δουλειά, μπορείς, σαν θυμηθείς κάποια ιστορία, κάποια λέξη, φράση, ακόμα και γκριμάτσα του Μπασταίου μαμπάκη ή μάνας σου, να την καταγράψεις, για να διασωθεί. Μόνο σαν γράψεις κάτι μένει. Sripta manent, κατά πως λένε και οι περιγραμμάτου. Με εκτίμηση Θόδωρος Δημόπουλος …………………………………………….. Αγαπητέ Θόδωρε, Σπουδαία δουλειά..! Ασκώντας «το ύψιστο δικαίωμα της τεμπελιάς», όπως λες κι ο ίδιος, συνταξιούχος πια, ταυτόχρονα έχεις προσφέρει στον τόπο σου, αυτό το μοναδικό και ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Σπουδαία παρακαταθήκη για τις τωρινές και επόμενες γενιές. Σκεφτείτε και να δούλευε... ( γιατί αυτό θέλει δουλειά και πολύ…. χρόνο). Προσωπικά θέλω να εκφράσω τις ευχαριστίες μου, αφενός για τη σύλληψη της καινοτόμου ιδέας και αφετέρου της υλοποίησής της. Συνέχισε να μας ταξιδεύεις στον τόπο μας..., με περισσότερα Μπασταίικα..! Με εκτίμηση Παναγόπουλος Γεώργιος ................................................. Αγαπητέ μου Γιώργο, Ευτυχισμένο το 2010, καλές δουλειές κι ό,τι επιθυμείς συ και η οικογένειά σου. Σαν γύρισα ’πό το χωριό, βρήκα το πιο πάνω γράμμα σου και … θυμήθηκα να σου θυμίσω κάτι που ζήτησα και στην τελευταία Γεν. Συνέλευση, για τη συμβολή όλων στην προσπάθεια να ιχνηλατήσουμε τα «έργα και ημέρες» των Μπασταίων προγόνων μας. Σ’ αυτή τη Γ.Σ. του Συλλόγου προέδρευες εσύ, αν το θυμάσαι. Ακόμα σου θυμίζω κάτι που σου έχω ζητήσει σε προηγούμενο γραφτό. Σου ’γραφα: ".... σ’ ένα διάλειμμα για να ξεκουραστώ - θέλει, βλέπεις, και η τεμπελιά ξεκούραση-, είπα να σου πω δυο πράγματα, που μπορείς να τα φορτωθείς και συ, για να ξαποστάσω κι ‘γώ μαύρος! Εκεί στη δουλειά, μπορείς, σαν θυμηθείς κάποια ιστορία, κάποια λέξη, φράση, ακόμα και γκριμάτσα του Μπασταίου μαμπάκη ή μάνας σου, να την καταγράψεις για να διασωθεί. Μόνο σαν γράψεις κάτι μένει. Scripta manent κατά πως λένε και οι περιγραμμάτου." Με την εκτίμησή μου Θόδωρος Δημόπουλος Αναρτήθηκε από Θεόδωρος Γ. Δημόπουλος στις 23:06 0 σχόλια http://basteika. mpasta.gr Ετικέτες ΙΒ. Και συ μπορείς Τ' αρχεία και του Baista Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis! Μοιραστείτε το στο Twitter Μοιραστείτε το στο Facebook Από την εκδρομή του Συλλόγου στους Δελφούς (10ετια του '80) Βγάλτε αμέσως το καπέλο. Οι γεροντότεροι Μπασταίοι με τον παπά τους στη μέση και τα γεννησαρούδια μπροστά- μπροστά. (Φωτό αρχών του 1960) Μερικά βιβλία της Νομαρχίας ήρθαν στο χωριό: 1. Αρχειακό υλικό: Κ. Γ. Κυριακόπουλος «Ο ΠΥΡΓΟΣ και Η ΗΛΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ και ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ», 2 τόμοι. Έκδοση: ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΗΛΕΙΑΣ 2003 2. «Η ΗΛΕΙΑ ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ» του Γ. Παπανδρέου, Διδάκτορα Φιλολογίας, Γυμνασιάρχου, από το Πάο. Φωτοανατύπωση Ν.Ε.Λ.Ε Ηλείας. 3. «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΗΛΕΙΑΣ» (από τη βενετοκρατία μέχρι σήμερα) του Δ. Μ. Πρίγγουρη, έκδοση: ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΗΛΕΙΑΣ 2006 4. Μερικά άλλα λογοτεχνικά βιβλία. Οι αντιδράσεις 1. Γιατί να έρθουν; είπαν μερικοί. Αν δε ερχόντουσαν θα αποφεύγαμε τριβές και ντριβέλια που βάζει η αλήθεια του αρχειακού υλικού. Οι "αθώες ιστορικές" σκοπιμότητες που φόρτωσαν στα μυαλά οι κάθε είδους καλοθελητές και εκμεταλλευτές του τόπου και της ιστορίας του, ριζώνουν και η ανατροπή τους, άλλους ευχαριστεί και κάποιους ταράζει ή και κουράζει. Τους εκμεταλλευτές του τόπου και της ιστορίας πάντα τους ταράζει και εξοργίζει η αλήθεια. Πρώτα πεθαίνουν αυτοί και μετά η αλήθεια τους και η οργή τους. Πως να μην παραξενευτεί, αν δε θύμωσε ο Πάνος ο Τσίρμπας, απόγονος του Τσεκούρα (πριν το '21 ντουφέκισε τον Αγά και πήγε στη Ζάκυνθο με το όνομα του χωριού του Μπάστα) σαν βρήκε στα αρχεία δύο συμβόλαια αγορών εκτάσεων γης σε χρόνους κατάρρευσης της Επανάστασης του αγίου, καθώς τον λέγανε οι δάσκαλοι και οι δάσκαλοι που δασκάλευαν δασκάλους, αγίου Μακρυγιάννη! Οι πευκόφυτοι γκρεμοί με τα μεγάλα μυστικά 2. Κάποιοι άλλοι είπαν: Δε μας αφήνουν στην ησυχία μας! Αυτά που γράφουν τα αρχεία, μα κι αυτά που δε γράφουν, πειράζουν κάποιους. Η αθωότερη πλευρά της ησυχίας πρέπει να είναι η κόπωση από τη διαρκή αναθεώρησης της παλιάς γνώσης. Τόσες και τόσες οι σκόπιμες διαστροφές της αλήθειας. Τόσες και άλλες τόσες κι ακόμα περισσότερες οι καινούργιες κατακτήσεις στο γνωστικό πεδίο, που ανατρέπουν την παλιά γνώση και δεν αφήνουν ήσυχη ούτε την πιο ήσυχη ησυχία! Κυρίαρχη μορφή σκοπιμότητας στην ανθρώπινη γνώση κατέχει κοσμοθεώρηση, που λέει: Αληθινό είναι αυτό που μας συμφέρει (πραγματισμός). Κι όμως η αλήθεια μας συμφέρει και ... δεν μας αφήνει σε ησυχία. Πως να ησυχάσει η ησυχία, σαν πίσω από το φράχτη παραμονεύει ο φονιάς με ακονισμένο αυτό που τον συμφέρει! 3. Η τακτική που ακολουθεί η στρουθοκαμήλα, να χώνει το κεφάλι της στο χώμα, για να μη βλέπει τον εχθρό που έρχεται να την κατασπαράξει, δεν ωφέλησε ποτέ το συμπαθητικό όρνιο! Ούτ' ένας Μπασταίος; Στα αρχεία που σώζονται και πιστοποιούν τη συμμετοχή ατόμων και χωριών στον αγώνα του 1821 και τους έχουν απονεμηθεί αριστεία ανδρείας, χρυσά, αργυρά, χάλκινα ή σιδερένια, δε βρίσκουμε κανένα Μπασταίο. Όλα τα γύρω χωριά, Χελιδόνι, Καλολετσή, Μηλιές, Δούκα, Λάσδικα, Πόθου, Καυκανιά, κλπ. έχουν μικρότερη ή μεγαλύτερη συμμετοχή κι έχουν λάβει αριστεία για τη συμμετοχή τους αυτή. Και ενώ ο Χρυσανθακόπουλος λέει πως οι Μπασταίοι συμμετείχαν στους αγώνες της επανάστασης, στα αρχεία, αν και ψάξαμε με κάποια επιμονή, δε βρήκαμε ούτε ένα όνομα από το χωριό Μπάστα να καταγράφεται για συμμετοχή του στις μάχες του Λάλα, της Πάτρας, της Αθήνας και όπου αλλού!!! Τι έχει λοιπόν πραγματικά συμβεί. Ή ψεύδεται ο Χρυσανθακόπουλος που βεβαιώνει πως οι Μπασταίοι συμμετείχαν στους αγώνες της επανάστασης του 1821 ή κάτι άλλο έχει συμβεί. Στην πρώτη καταγραφή χωριών και πόλεων από το καθεστώς της επανάστασης το 1828, αναφέρεται το όνομα του χωριού Μπάστα, όπως και όλων των γύρω χωριών. Δεν αναφέρεται το όνομα της αρχαίας Ολυμπίας, γιατί δεν υπήρχε τέτοιο χωριό, ακόμα και μέχρι το 1950. Και βέβαια, η καταγραφή ή μη των ονομάτων στον κατάλογο αυτό δεν σημαίνει και επιβεβαίωση ή μη της συμμετοχής τους στον αγώνα. Πριν πούμε για τη συμμετοχή ή μη των Μπασταίων στην επανάσταση του '21 πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, πως όποιος θέλει πραγματικά να μάθει την αλήθεια για πράγματα που έγιναν στο παρελθόν, πρέπει απαραίτητα και με απόλυτη συνέπεια να τα αποσυνδέσει και να «ξεχάσει» κάθε τι που ακολούθησε. Μόνο έτσι θα μπορέσει να εξηγήσει και καταλάβει τι ακριβώς έγινε. Μόνο έτσι θα μπορέσει να εξηγήσει και να κατανοήσει σωστά και δίκαια στάσεις και συμπεριφορές ατόμων και λαών. Και ακόμα παραπέρα: Να «ξεχάσει» τι είπαν άλλοι γι αυτό. Όπως ο Χρυσανθακόπουλος στην προκειμένη περίπτωση, που, στο σημείο αυτό, λέει καλά λόγια για τους Μπασταίους. Πόση αξιοπιστία μπορεί να έχει όμως, όταν σχεδόν όλα, όσα γράφει για το χωριό μας είναι φαντασιόπληκτα παραμύθια, που αδικούν κατάφωρα το χωριό. Όπως εκείνο το ιστορικά ακαταλόγιστο, σαν γράφει πως το χωριό μας κατοικήθηκε από Τούρκους και πως ήταν αμιγές Τουρκοχώρι! τη στιγμή που οι ίδιοι Μπασταίοι λέγαν πως ήσαν Αρβανίτες και το χωριό αμιγές Αρβανιτοχώρι, πράγμα που όλοι οι ιστορικοί και ο εκπρόσωπος της Ακαδημίας Αθηνών αναγνωρίζουν κι επιβεβαιώνουν. Έτσι λοιπόν, για να καταλάβουμε αυτό που έγινε το 1821, εκ των ων ουκ άνευ, η πιο αναγκαία προϋπόθεση, είναι να ξεχάσουμε κάθε τι που ακολούθησε από τότε. Μεταφερόμαστε στη χρονιά αυτή του 1820. Πως θα μπορούσαν να ξέρουν οι Μπασταίοι το Δεκέμβρη του 1820 τι θα γινόταν το Μάρτη του 1821; Δεν ξέρουνε τίποτα για κατοπινά κατορθώματα και μεταγενέστερες σκοπιμότητες. Χωρίς αυτή τη βασική λεπτομέρεια δεν μπορούμε να μάθουμε καμιά αλήθεια. Η προβολή των δικών μας, «σπουδαίων»! κατοπινών γνώσεων, συσκοτίζει κάθε αλήθεια και καλλιεργεί τη θρασύτητα και το φανατισμό. 1. Κάποια παράδοση για συμμετοχή κάποιου Μπασταίου στον αγώνα δεν έχει ακουστεί. Εκείνο που όλοι λένε ακόμα και σήμερα στο χωριό, είναι πως η πατρίδα έδωσε στον καπετάν Ανδρέα για αμοιβή χωράφια στο Πουρνάρι(;). Τα χωράφια αυτά πουλήθηκαν πριν λίγα χρόνια από τους απογόνους του. 2.Κάποιες εικασίες περάσματος του Κολοκοτρώνη από τη βρύση του Αγιώρη, του τύπου: Δε μπορεί! Πηγαίνοντας κατά Επτάνησα μεργιά, δε μπορεί, Θα πέρασε από τον Αγιώρη. Και: Δε μπορεί. Θα ήπιε νερό από την πέτρινη βρύση! Ή ο άλλος θρύλος για το δέσιμο του αλόγου του, στην ελιά του Μηνά, στου Κακόση. Το περίεργο σ’ αυτό το θρύλο είναι πως δεν αναφέρεται τίποτα για τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη. Μόνο για το άλογό του ! 3. Στη μάχη του Λάλα, που έγινε στις αρχές του καλοκαιριού του 1821, ούτε ο Κολοκοτρώνης έλαβε μέρος. Μαρτυρίες λένε πως ήταν φίλος των περισσοτέρων Αλβανών Λαλαίων. Τη μάχη αυτή οργάνωσαν και εκτέλεσαν κύρια οι νησιώτες, από Ζάκυνθο και Κεφαλωνιά. Η συμμετοχή από την Πελοπόννησο ήταν περιορισμένη. 4. Ο Τζανέτος Χριστόπουλος, σε μια αναφορά που έστειλε στις 13 Νοεμβρίου 1846 στην «επί των Εκδουλεύσεων του Αγώνος Επιτροπήν», σχετικά με τις υπηρεσίες που πρόσφερε στην Επανάσταση, αναφέρει πως έλαβε μέρος στη μάχη του Λάλα και πως « … εφονεύθησαν και επληγώθησαν εκ των στρατιωτών μου υπέρ τους τριάκοντα …». Ο ονομαστικός κατάλογος αυτών που σκοτώθηκαν ή πληγώθηκαν στη μάχη του Λάλα, δεν έχει βρεθεί ακόμα στα αρχεία που ερεύνησε ο Κ. Γ. Κυριακόπουλος στο σπουδαίο έργο του «Ο ΠΥΡΓΟΣ και Η ΗΛΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ και ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ» σελ.228. Αυτή η μαρτυρία μας λέει πως οι πιο πολλοί που, είτε αγωνίστηκαν, είτε «εφονεύθησαν», είτε «επληγώθησαν» δεν είναι (ακόμα;) γνωστά τα ονόματά τους. Όποιος επισκέπτεται το μνημείο στη θέση Πούσι βλέπει την προσπάθεια για την αναγραφή στη επιτάφια στήλη ονομάτων που δεν γράφτηκαν όταν στήθηκε και απαιτούν έμπραχτα την αναγραφή τους! Θυμίζουμε πως πολλά συνέβησαν κατά την ανακήρυξη και βράβευση μαϊμούδων αγωνιστών. Η ιστορία έχει πολλά πει στο σημείο αυτό κι έχει ακόμα περισσότερα να φέρει στο φως. Στα νεότερα χρόνια, περισσότεροι δωσίλογοι πήραν δόξες και συντάξεις, παρά οι πραγματικοί αντιστασιακοί. Και οι χουντικοί διχτατορίσκοι φιγουράρουν επαναστάτες! 5. Την «Α΄Ιουνίου 1821», ο «Γενικός οπλαρχηγός της εκστρατείας ΜΙΧΑΗΛ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ, Κωνσταντινουπολίτης» (ανύπαρκτος αδελφός του Α. Υψηλάντη) και οι αρχηγοί, γράφουν στους μωαμεθανούς Αλβανούς Λαλαίους: «Από εμάς τους Αρχηγούς των Κεφαλλήνων και Ζακυνθίων, εις σας τους Ευγενείς Αγάδες και λοιπούς αρχηγούς των Λαλαίων. … σας προτείνωμεν την ειρήνην δια μέσου μιας συνθήκης καθώς υπαγορεύουν οι Νόμοι όλης της Ευρώπης ...». Αλλά και στο γράμμα των που έστειλαν οι Μωαμεθανοί Λαλαίοι Αγάδες, γράφουν «Από εμάς τους Αγάδες οπού ευρισκόμεθα εις Λάλα, εις εσάς τους Κεφαλωνίτες και Ζακυνθυνούς, οπού είσαστε εις βοήθειαν των ραγιάδων … θέλομεν στείλει άνθρωπον δια να ομιλήσει. 1821 Ιουνίου α’ (Τρεις σφραγίδες τουρκικές)». Και οι μεν και οι δε, μιλούν για Αγάδες σε πληθυντικό. Πρέπει λοιπόν να ήσαν περισσότεροι του ενός. Η Ηλεία είχε 7 αγαδιλίκια. Αν είχε πάει και Μπασταίος αγάς στου Λάλα, αυτό δεν είναι απίθανο. Ο Μπασταίος αγάς ήταν ομόθρησκος με τους μωαμεθανούς Λαλαίους και αυτό ενισχύει την πιθανότητα της συμπαράταξής του. 6. Στις αρχές της Επανάστασης δεν ήταν ξεκάθαρο, αν ήταν αυτό στο οποίο εξελίχτηκε. Και σήμερα ακόμα ζητωκραυγάζουμε - και καλά κάνουμε- την επανάσταση του 1821, αν και στο τέλος ηττήθηκε. Στην κυριολεξία συντρίφτηκε από τον Αιγύπτιο (Αρβανίτη) Ιμπραήμ. Η «απελευθέρωση» ήρθε από τον Άγγλο Ναύαρχο και η εκκαθάριση των στρατευμάτων του Ιμπραήμ, έγινε από το Γάλλο Φαβιέρο. Δεν έγινε ούτε από τον Κολοκοτρώνη, τον Παπαφλέσσα, το Μακρυγιάννη ή τον Πλαπούτα και τους άλλους επαναστάτες. Οι Άγγλοι πήραν ένα κομμάτι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, για λογαριασμό τους. Κανένας Έλληνας δεν πήρε μέρος στις μετέπειτα συνθήκες. Μόνο Άγγλοι και Οθωμανοί. Όλοι οι πόλεμοι που έγιναν με την έγκριση των επικυρίαρχων Άγγλων, κερδήθηκαν. Όσοι όμως έγιναν στο όνομα της "ανεξαρτησίας», όπως το 1897, το 1922 και τον εμφύλιο, ηττήθηκαν. Η Αγγλική κυριαρχία κράτησε μέχρι το 1947, οπότε παραδόθηκε στους νικητές του 2ου παγκοσμίου πολέμου, Αμερικάνους. Από τότε η Αμερικάνικη επικυριαρχία κρατάει για τα καλά μέχρι και σήμερα. Τα περί ανεξαρτησίας που ακούγονται ... Όλοι οι εκλεγόμενοι πρωθυπουργοί υποβάλουν τα ... σέβη τους στο «στρατηγικό εταίρο» δίπλα στο πασίγνωστο τζάκι του Αμερικανού προέδρου. Όσοι δεν το πιστεύουν βαθιά και παίρνουν τα μυαλά τους, έστω και λίγο αέρα, ή παν γρήγορα στα θυμαράκια, όπως ο Παπάγος, ή κλωτσοπετιούνται στην κυριολεξία, όπως ο γεροΠαπαντρέου. Κι όχι μόνο οι Πρωθυπουργοί και υπουργοί. Και τα συνδικάτα, κατά ένα άκρως παράξενα αντιφατικό τρόπο "υποβάλλουν τα σέβη τους" στην Αμερικάνικη πρεσβεία, βρίζοντας! Και βέβαια δεν είναι μόνο η Ελλάδα αμερικάνικο προτεκτοράτο. Ολόκληρη η Ευρώπη, αλλά και η Ιαπωνία με κατοχύρωση στο 9ο άρθρο του συντάγματος της. Ποτέ κι από και σε κανένα δεν προσφέρθηκε δώρο η ελευθερία. Η ελευθερία δεν χαρίζεται. Κατακτιέται. Μόνο οι νικητές είναι ανεξάρτητοι κι ελεύθεροι. Αυτή είναι η απόλυτη ιστορική αλήθεια. Λέτε νανταξέρανε όλα τούτα τότε οι Μπασταίοι και ... κληρονόμησαν το DNA στους απογόνους τους και γι αυτό δεν είχαν ούτε ένα θύμα στον εμφύλιο; Ακόμα κι ο Αντάρτης τους, πέθανε σε βαθιά γεράματα! 7. Αν όλοι οι προύχοντες και προεστοί, ο Π.Π. Γερμανός (τον Παπαφλέσσα αποκαλούσε «εξωλέστατο» ), ο πατριάρχης και οι συνοδικοί του δεσποτάδες είχανε τις αντιρρήσεις τους και αφορίσανε την επανάσταση και τους επαναστάτες, μην περιμένουμε οι Μπασταίοι να πρωτοστατούσανε στην Επανάσταση. Αυτό δεν πρέπει καθόλου να ξενίζει. Εξ άλλου κι άλλες επαναστάσεις πολύ σπουδαίες είχαν γίνει στο παρελθόν (1648 και Ορλοφικά) και είχαν ηττηθεί, όπως ηττήθηκε κι αυτή ... Να πούμε πως "δικαιωθήκανε" οι Μπασταίοι, αν είχαν κι αυτοί αντιρρήσεις σαν το Πατριάρχη και όλους τους άλλους που σύρθηκαν στη επανάσταση του'21; Αναρτήθηκε από Θεόδωρος Γ. Δημόπουλος στις 15:34 0 σχόλια http://basteika. mpasta.gr Ετικέτες Η. ωωωρε μαύρε μου. Ούτ' ένας Μπασταίος. ΠΑΡΑΣΚΕΥΉ, 2 ΔΕΚΕΜΒΡΊΟΥ 2011 Το κραχ, οι κρωγμοί και οι Μπασταίοι. Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis! Μοιραστείτε το στο Twitter Μοιραστείτε το στο Facebook υπογραφή Ξ. Ζολώτα, Διοικητή της ΤΕ το 1944 και πρωθυπουργού όλων των κομμάτων το 1990! το κραχ του καπιταλισμού και η Μπασταίικια κράνη! Το κραχ, οι κρωγμοί και οι Μπασταίοι. "Έπεσε κράνη, κρανιάρικο και συ μου γυρεύεις φαΐ; Που ναντόβρω κι εγώ ο μαύρος!", λέγανε με πόνο οι Μπασταίοι στα Μπαστιωτόπουλα, σαν δεν είχαν κάτι να τους δώσουν για να μποροκληθούν και κείνα! (=στοιχειώδης ικανοποίηση της πείνας) Το γνωστό κραχ το λέγανε "κρα". Παραλείπανε το χ. Μάλλον το τρώγανε, σαν φαΐ ή και προσφάι τη 10ετία του '40. Ασκούσαν ασύνειδα το βασικότερο νόμο της οικονομίας της γλώσσας, μιας κι ήσαν αδύναμοι μπρος στους άλλους νόμους. Σε κάποιες περιπτώσεις κι αυτό τους έπεφτε πολύ. "Έκανε κρα ο μαύρος", λέγανε, σαν δε βρίσκανε να βάλουν μπουκιά στο στόμα. Βέβαια στο χωριό, κρα - κρα - κρα, ήταν η κραυγή του κόρακα, που δεν πολυεμφανιζόταν στον τόπο τους, παρά μόνο για τα ψοφίμια και στο πασίγνωστο: "κόρακας κοράκου μάτι βγάζει;" Αυτό το λέγανε, σαν βλέπανε τους ισχυρούς να φιλιώνουν μπρος στον κίνδυνο αφανισμού τους. Το κοράκιασα, λεγόταν για τη δίψα. Για τη δίψα λέγαν και το άλλο: "Πιπίτσιασα, ο μαύρος". Σίγουρα λέγανε και, ίσως, λένε και σήμερα, πίκολο (ιταλ. piccolo) το πιτσιρίκι και πιπί (ιταλ. pipi) τα τσίσια του. Όμως γι αυτά ρωτείστε κάνα ιταλό Μπαμπινιώ ή και κανανομπελίστα οικονομολόγο της αγοράς. Που ξέρεις; Αυτοί τα ξέρουν όλα! και γιαυτό πήραν τα βραβεία Νόμπελ, για τις άριστες οικονομικές τους θεωρίες για την παντοδυναμία της αγοράς, που όλα τα γιατρεύει, αν και χράζει, όπως λέγαν οι Μπασταίοι τον επιθανάτιο ρόγχο. Οι νομπελίστες αυτοί δεν είναι σαν τον Μαρξ, που δεν ήξερε και γελάστηκε ο μαύρος, σαν μιλούσε με τόση σιγουργιά για το φάντασμα που πλανιέται πάνω από τα κεφάλαια τους, απαξιώνει τις αξίες τους και πλέκει απλόχερα μέσα στα σαλόνια τους γνωστό σκοινί, μιας και κάθε τι που γεννιέται παθαίνει. Η λέξη μαύρος, ακόμα και σήμερα ακούγεται στο χωριό, συμπαθείας χάριν, μα και για όσους μετοικούν κατά Κατουντήστας μεργιά. Το πιπίτσιασα, το κρα και κράνη, το λέγαν για πολύ δύσκολες καταστάσεις. "Κράνη" λέγανε την πείνα. "Έπεσε κράνη" λέγαν Μπασταίοι και Μπαστιωτόπουλα τη 10ετία του 40, για τους Ιταλούς και ιδιαίτερα τους Γερμανούς, που αρπάζανε το λιγοστό ψωμί και το μοναδικό γουρούνι, που το τρέφανε για να ξελιγουργιαστούνε οι μαύροι. Η λέξη κραχ είναι γερμανικής κατασκευής και προέλευσης. Αυτή η επισήμανση δεν έχει κανένα απολύτως υπονοούμενο ... Πειστήριον τούτου, η αντιγραφή από τη σελ. 758 του Λεξικού της Κοινής Νεοελληνικής του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Γράφει λοιπόν το ΛΚΝ: "κραχ το [krax] O (άκλ.): ραγδαία υποτίμηση των χρηματιστικών αξιών: το κραχ του 1929. [λογ.^γερμ. krach (αρχική σημ.: 'θόρυβος')." "Κρανιάρικο" και "κρανιασμένο" λέγαν το πεινασμένο, κοκαλιάρικο παιδί, μα και για μεγάλους καμιά φορά. Ποτέ δε λέγανε κρανίο το κεφάλι. Πάντα λέγαν νεκροκεφαλή. Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι είχαν κι αυτοί τη λέξη κρα, για πλάκα. Ναι, για να να σπάζουν. Δεν το πιστεύετε; Για του λόγου το αληθές, να τι γράφουν στη σελ. 768 οι πασίγνωστοι H.LIDELL - R. SKOTT στο Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, τ. 2 : "κρα, σντετμημένον παιγνιωδώς αντί κράνος (ως δω αντί δώμα), Ανθολογία Παλατιανή 6. 85." Τα ίδια περίπου γράφουν και τ' άλλα λεξικά. Οπότε ελληνιστί νομιμοποιείται πλήρως ο τροβαδούρος σαν τραγουδάει: "εφτά νομά σ΄ενα δωμά ... δυστυχισμέ" ... Χρηματοπιστωτική κρίση, τραπεζική, κοινωνική, θεσμών, αξιών και ... πάει λέγοντις και, κύρια, κάνοντις. H τελευταία καπιταλιστική κρίση – κραχ του ιμπεριαλισμού, με τη Λενινιστική έννοια του όρου, σαν του τελευταίου στάδιου του καπιταλισμού σε ακραία σήψη, ήταν αυτή του 1929. Το ιδιωτικό - καπιταλιστικό κεφάλαιο καταστράφηκε οριστικά σ’ αυτό κραχ. Ήταν η αρχή ενός τέλους, που η διάρκειά του, ποιος ξέρει, ίσως και να κράτησε και λίγο παραπάνω. Η τεχνολογική κατάχτηση της κοινωνίας της τελευταίας 20ετίας, είναι η ταφόπλακα του "σπουδαίου" κατά τα άλλα κοινωνικού σχηματισμού, που ανάπτυξε τις παραγωγικές δυνάμεις στο ύψος του τέλος του και είναι γνωστός με το όνομα καπιταλισμός. Η απελευθέρωση από τη δουλεία της δουλειάς, εμφανίζεται με τη μορφή της ανεργίας και την χωρίς ελπίδα ανεύρεση εργασίας. Ο παλιός τρόπος παραγωγής έχει οριστικά και αμετάκλητα τελειώσει. Όσο κρατιέται στη ζωή το παλιό τόσο το χειρότερο για τους κρατούντες και την κοινωνία. Ξεσηκώθηκαν πολλοί, γιατί 24 εκ. βιβλία δεν πήγαν φέτος στα σχολεία, τη στιγμή που όλα αυτά τα βιβλία υπάρχουν στον Η/Υ ψηφιακά. Φανταστείτε πόσα δένδρα πρέπει να κοπούν χωρίς λόγο. Πόσοι άνθρωποι πρέπει να ξεθεωθούν χωρίς κανένα λόγο, στο κόψιμο, στο φόρτωμα - ξεφόρτωμα, στη μεταφορά και μεταποίηση, στο τύπωμα, το στοίβαγμα ..., στο και στα... και το σπουδαιότερο: στην κύφωση απ' το κουβάλημα της άχρηστης πια τσάντας από τους μικρούς μαθητές ... Φανταστείτε από πόσα άχρηστα και χωρίς κανένα απολύτως νόημα πράγματα, για τα οποία μόχθησε η ανθρωπότητα και ήρθε η ώρα να απαλλαγεί. Πικραίνουν βέβαια όλα τα παλιά σαν φεύγουν ανεπιστρεπτί. Όμως για αυτό μόχθησε η ανθρωπότης. Το μικρό χωριό Μπάστα, κρυμμένο στην πρώτη απ' το νοτιά, πλαγιά της Ωλένιας βεντάλιας των πευκόφυτων γκρεμών, δεν πήρε χαμπάρι το κραχ του '29. Πριν ένα χρόνο, το 1928, κάποιοι περιγραμμάτου, άλλαξαν σαν «βαρβαρικό» του όνομά του. Το 1912 η επιτροπή (Πολίτης, Μέγας κ.λ.π) των σοφών το αναγνώρισαν σαν πολιτισμένο!. Ούτε κι αυτό το πήρανε χαμπάρι οι Μπασταίοι. Οι κρίσεις και τα κραχ αφορούν τις αναπτυγμένες χώρες κι όχι τις φτωχές, που μπορεί και να τις ευνοούν. Οι καπιταλιστικές κρίσεις και κραχ προϋποθέτουν και αντίστοιχη κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη. Ο πάτος της φτώχειας δεν έχει κι άλλον πιο κάτω. Οι καθυστερημένες χώρες βρίσκονται σε διαρκή κρίση, που κρατάει όσο ευημερούν οι αναπτυγμένες. Η πείνα είναι πρόβλημα των χορτάτων, σαν ξεσπάει η κρίση. Σαν αρρωσταίνει ο αφέντης, όλο και κάποιο κρυφό μειδίαμα ελπίδας γεννιέται στους φτωχούς. Προσπάθεια επίλυσης κρίσης από το κραχ του 1929, με καθαρά ιμπεριαλιστικά μέσα και μέτρα, ήταν κι ο επονομαζόμενος Β’ παγκόσμιος πόλεμος. Στους Μπασταίους «βγήκε σε καλό». Η 10ετία του ’30 ήταν η πιο καλή τους. Η τιμή του ρετσινιού έφτασε στα «ύψη». Οι πιο πολλές χαμοκέλες γκρεμίστηκαν και τα δίπατα σπίτια πήραν τη θέση τους. Κι αν κάποιος τους έλεγε για κραχ και συνακόλουθες καταστροφές, θα γέλαγαν ειρωνικά και … θα λέγανε Μπασταίικα: «φέρτε μας κι άλλα τέτοια»! Ό,τι κι αν λέγανε οι Μπασταίοι, το τέλος ήταν οικτρό για το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα και το καπιταλιστικό - ιδιωτικό κεφάλαιο. ΜπρετονΓουντς. Τα μέτρα για τη σωτηρία του καπιταλισμού πάρθηκαν στο ΜπρετονΓουντς. Τα μέτρα που θεσμοθέτησε η συνθήκη αυτή, οικοδομούσαν την κοινωνική συνοχή και συνέχεια σε ξένο κοινωνικοοικονομικό οικόπεδο. Ο Κεϊνσιανισμός, η οικοδόμηση δηλ. της καταστρεμμένης οικουμένης με κρατικά κεφάλαια, που προέρχονταν από τη φορολογία της κοινωνίας και ήταν και είναι καθαρά κοινωνικό κεφάλαιο, είναι μέτρα πέρα για πέρα αντικαπιταλιστικά. Αυτήν την πολιτική εισηγήθηκε ο Τρότσκι το 1920 και έγινε βάση για την σοβιετική ανάπτυξη της 10ετίας του 1920, γνωστή σαν ΝΕΠ. Νέα Οικονομική Πολιτική. Ο Κεϊνσιανισμός είναι αντίγραφο, ανομολόγητο και καλομελετημένο της ΝΕΠ, που εφαρμόστικε στο νεογέννητο σοβιετικό κράτος, με διοικητικά μέτρα και χωρίς πολλές επεξεργασίες! Η πίστη είναι σοσιαλιστικό φρούτο. Η μαφιόζικη καπιταλιστική "πίστη", με το πιστόλι στον κρόταφο και μαχαίρι στην πλάτη, δεν είναι πίστη. Η αγορά με στρατούς και αστυνομίες στην υπηρεσία της δεν είναι και τόσο ελεύθερη, όσο διατείνονται οι οπαδοί της. Αυτό το κρύβουν οι κατεργαραίοι όπου γης, που απαιτούνε: ελευθερη αγορά ή μέτρα για απελευθέρωση των αγορών και όχι μέτρα για να μπει στην υπηρεσία της κοινωνίας. Και όλα αυτά χωρίς ποτέ να ρωτάνε τους Μπασταίους! Μετά τον πόλεμο, στο Μπρέτον Γουντς θεσμοθετείται η ισοτιμία του χρυσού με το δολάριο. 45 χάρτινα δολάρια εξισώνονται με 1 ουγκιά πραγματικό χρυσάφι. Το πιο πολύτιμο μέταλλο εξισώνεται μ’ ένα τόσο δα χαρτάκι. Ο χρυσός, από τη μια, είναι ένα αγαθό σε ανεπάρκεια, που ενσωματώνει μεγάλη ποσότητα εργασίας και είναι αξία χρήσιμη, όχι μόνο στη γυναικεία ματαιοδοξία και τα άλλα λιγούρια, αλλά και ιστορικά χρηματική. Είναι ιστορικά το χρηματικό ισοδύναμο, με ενσωματωμένη υπερχρήσιμη ξοδεμένη εργασία (εργατική δύναμη). Από την άλλη, ισοτιμιέται με 45 δολάρια, ένα χαρτονόμισμα με ενσωματωμένη μηδενική αξία παραγωγής (εργασίας). Κάθε χάρτινο νόμισμα έχει τόση πραγματική αξία όση και η σχεδίαση και εκτύπωση του χαρτιού του. Όλα τα χαρτονομίσματα παίρνουν την αξία τους, από την πίστη που εμπνέουν στους χρήστες τους και τις συνακόλουθες νομοθεσίες, όπως οι νόμοι που αφορούν τη μη μετατρεψιμότητα τους σε χρυσό. Από τότε όλα τα χαρτονομίσματα είναι αποδείξεις, που δεν μπορεί κανένας να εξαργυρώσει. Αν δεν έχετε πάει φυλακή και θέλετε να πάτε, απαιτήστε επίμονα από μια τράπεζα το αντίτιμο του τραπεζογραμμάτιού σας σε χρυσό και … πολύ γρήγορα θα βρεθείτε στον προορισμό που έχουν έτοιμο από καιρό. Αυτή την ανοησία ποτέ δεν την κάναν οι Μπασταίοι. Αν κάποιοι πήγαν φυλακή πήγαν γι άλλους λόγους. Εξ άλλου δεν είχαν τι να κάνουν το χρυσάφι. Οι αρρεβώνες γινόνταν μια φορά και οι βέρες δεν ήταν απαραίτητο να είναι από χρυσό. Και κάποιο συρμάτινο κουλούρι, έκανε την ίδια δουλειά, αν όχι και καλλίτερη. Ο παπαΧρήστος που ήταν πάντα παρών σε τέτοια γεγονότα δεν είχε ποτέ του αντιρρήσεις. Οι Μπαστιώτισσες όλες λαχταρούσαν το χρυσάφι, όπως όλες του κόσμου οι γυναίκες. Ποτέ τους δε διαλύσανε συμπεθεριό από την απουσία χρυσού δαχτυλιδιού. Άλλοι λόγοι κάναν τη ζημιά. Η ισοτιμία μια ουγκιάς χρυσαφιού, πάντα χρήσιμου αγαθού, με ένα χαρτάκι με θεσμημένη λειτουργία, ακατάλληλο, όμως, ακόμα και για τη γνωστή ευαίσθητη προσωπική χρήση, είναι μια κατά κράτος ενυπόγραφη - ιστορικά ανομολόγητη - ομολογία των κορυφαίων εκπροσώπων του ιμπεριαλισμού, για το οριστικό τέλος του κοινωνικού τους συστήματος. Και βέβαια κρύψανε, κρύβουν και θα κρύβουν, σαν καλοί κατεργαραίοι, το όνομα του κοινωνικού συστήματος, που θέλει το χαρτονόμισμα, σαν μέσο και μόνο, εξυπηρέτησης της κοινωνίας και όχι σαν αγαθό, που παράγει πλούτο στα αρπαχτικά όρνια της ιστορίας, βιομηχάνους, εφοπλιστές και τραπεζίτες. Όλα αυτά τα αρπαχτικά, ανίκανα σαν άτομα, να φτιάσουν μια καρφίτσα και να δέσουν τα κορδόνια των υποδημάτων τους χωρίς Προδρόμους, εκμεταλλεύονται τις επιστημονικές και τεχνολογικές κατακτήσεις της κοινωνίας και με τους ιδιωτικούς και κρατικούς εφεδρικούς στρατούς τους, ξεκοκαλίζουν και τρομοκρατούν ταυτόχρονα την κοινωνία, κατατρομαγμένοι πάντα οι ίδιοι. Πως να κοιμηθείς ήρεμα σαν σε φυλάνε 10 φουσκωτοί! Όταν η κοινωνία διαθέτει το κύρος της για να στηρίξει τράπεζες και παραγωγικό ιστό, τότε το κοινωνικό αυτό κεφάλαιο, έχει ένα όνομα, που φρικιάζουν σαν προφερθεί. Ο ανεκδιήγητος Μπους, πρόφερε τη λέξη με αποτροπιαστική φρίκη. Τα οικονομικά μέτρα, που η ιστορική ανάγκη τον ανάγκασε να πάρει με έκδηλο τον τρόμο, «δεν είναι, προς θεού, σοσιαλιστικά», είπε! Κατά τα άλλα, το κοινωνικό σύστημα, που σ’ αυτό, και μόνο σ’ αυτό, δικαιολογούνται τέτοιες ενέργειες, δεν πρέπει να κατονομάζεται. Πώς να γλείψουνε τις σιχασιές τους, τόσων και τόσων καιρών. Τα φονικά εγκλήματα σε βάρος τις κοινωνίας και των σοσιαλιστών, γίναν εξαγριωμένες ερινύες στα σώψυχά τους και κρώζουν και στο ξύπνο τους. Καλά να πάθουνε, γιατί δεν ρωτήσαν τους Μπασταίους! Προστρέχανε στις ανάγκες του γείτονά τους. Δανείζανε χωρίς τόκους και επιτόκια. Κι ο περαστικός έτρωγε από το στέρημά τους, χωρίς πληρωμές και τέτοια. ... να ηρεμήσουν οι αγορές! Άκου, να ηρεμήσουν οι αγορές! Πριν ένα χρόνο έλυναν «πάσαν νόσον» και πρόβλημα της κοινωνίας. Τώρα έχουν γελοιωποιηθεί στον επιθανάτιο ρόγχο τους. Οι νομπελίστες ιεροκήρυκες και οι φονταμενταλιστές οπαδοί της, έχουν εξαφανιστεί. Ούτε ένα επικήδειο για την μεγαλειοτάτη. Που είναι οι προεδράρες, οι πρωθυπουργάρες και οι υπουργάρες, που κατακεραύνωναν τους αμφισβητίες της ελεύθερης αγοράς τους. Λέτε να κάνουν με τις σοφίες τους γαργάρες ή ετοιμάζουν τις προβιές τους στα κατασκότεινα ραφεία; Κάτι ακούγεται για τράπεζες των τοξικών αποβλήτων, καινούργια ... ομόλογα, για αναθέρμανση της επενδυτικής δραστηριότητας των επιτηδείων κι όσοι πιστοί ... Οι ιεροί ναοί των Χρηματιστηρίων, ιστορικοί θεσμοί απαξίωσης των αξιών, είναι ορθάνοιχτοι και περιμένουν τους πιστούς με σεμνοταπεινούσες λιβρέες. Η μετοχή της Εθνικής Τράπεζας, ένα χαρτί διακοσμημένο με χρωματιστά μπιχλιμπίδια, από 48 ευρώ έφτασε στα 3! Και βέβαια οι τράπεζες παρέχουν πολύ χρήσιμες υπηρεσίες στον άνθρωπο. Και βέβαια τα "επενδυμένα" κεφάλαια συμβάλλανε στη δημιουργία μονάδων παραγωγής αγαθών χρήσιμων στον άνθρωπο. Και βέβαια ο παραγωγικές αυτές μονάδες μπορούν να θρέψουν δυο και τρεις ανθρωπότητες, αρκεί να βρει η κοινωνία αξιόπιστο τρόπο διαχείρισής τους. Ξέχασες τους αφελείς αρρώστους, πετιέται ο από Γκουγκουλώρας μεριά. ο χρυσός κανόνας. Η κρίση, που έχει ξεσπάσει εδώ και καιρό, δεν έχει καμία σχέση με τη μεγάλη κρίση του 1929 ή του ’71, λένε οι περισσότεροι «κρισηλογούντες». Στην πραγματικότητα είναι η ίδια κρίση του καπιταλισμού στη γεροντική του ηλικία. Εκείνη ήταν κρίση ανάπτυξης του κοινωνικοοικονομικού συστήματος (καπιταλισμού) πέρα από τα όριά του. Ξεκίνησε στις αρχές του 20ού αιώνα με τη μορφή του πληθωρισμού (αγαθά χωρίς αξία), που πρωτοεμφανίζεται στη Γαλλία, όπου, πολύ πριν ακούστηκαν και τα πρώτα «σοβαρά» τραυλίσματα για σοσιαλισμό (ουτοπικοί). Πριν το 1910 ισχύει ο χρυσός κανόνας. Όποιος προσκόμιζε στην τράπεζα το χαρτονόμισμα, έπαιρνε την αναγραφόμενη χρηματική αξία σε χρυσό. «Πληρωτέαι επι τη εμφανίσει δραχμαί…» γράφανε όλα τα χαρτονομίσματα. Για τη λύση – θεραπεία της κρίσης χρησιμοποιήθηκε ο πόλεμος (επικράτησε να λέγεται Α’ παγκόσμιος πόλεμος). Το αποτέλεσμα της «θεραπείας» ήταν ο κόκκινος Οχτώβρης, που συγκλόνισε όλο τον κόσμο. Χαροποίησε τη φτωχολογιά (νέους, γέρους και … γριές!) και κατατρόμαξε τα χρυσά παιδιά και πιο πολύ τα μαλαματένια γερατειά (golden bois and golden thigly old age!). Στη 10ετία του ’20 καταργείται οριστικά ο χρυσός κανόνας και θεσμοθετείται η μη ανταλλαξιμότητα. Τα χαρτονομίσματα απαγορεύεται να ανταλλάσσονται με την αντίστοιχη ποσότητα χρυσού. Ο σοσιαλισμός, ανεξάρτητα από τις ομορφιές ή τις ασχήμιες του, τις λατρευτικές εκδηλώσεις από τους οπαδούς ή τις βρισιές από τους εχθρούς, πρέπει να είναι και είναι, ο αναγκαίος τρόπος επιβίωσης του ανθρώπου κι όχι καλοπέρασης. Τα περί χρυσών κουταλιών είναι οπαδικά απωθημένα. Μέχρι σήμερα οι καλοπερασάκηδες, πόρσες και λαμποργκίνια, δεν αλλάζανε με τίποτα. Προτιμούσαν το θάνατο από την κακοπέραση. Τώρα θα δούμε πόσα απίδια πιάνει ο σάκος, ακούγεται ξανα η φωνή από τη Γκουγκουλώρα. κοινωνική λειτουργία. Δε φταίνε οι άνθρωποι που γεννιούνται πλούσιοι ή φτωχοί. Κανένας δε διάλεξε μάνα ή πατέρα. Ίσως να φταίνε σε κάποιο βαθμό κάποιοι, σαν γίνονται καλόγεροι ή αστυνόμοι. Αυτό όμως αθωώνεται, αφού δεν υπάρχει πιο καθολικός νόμος απ' αυτόν της αυτοσυντήρησης, μα και της πανανθρώπινης επιθυμίας συσσώρευσης αγαθών σε ανεπάρκεια. Πως να εξασφαλίσεις τον επιούσιο του αύριο.Η φύση το φροντίζει αυτό με το δικό της τρόπο, χωρίς διακρίσεις ανάμεσα σε ζωντανά και πεθαμένα, σκουλήκια, δεσπότες και γουρούνια, φεγκάργια ήλιους, γαλαξίες. Και για την κρίση δε φταίνε τα κακά «χρυσά παιδιά» κι οι καλόγεροι, βιομήχανοι, εφοπλιστές ή τραπεζίτες. Όλοι τους πειθαρχούνε στον απόλυτο νόμο και κάνανε «καλά» τη δουλειά τους. Στο τέλος της ιστορίας, ίσως και να 'χουν την τύχη των ευεργετών της ανθρωπότης: Μουντζες από τους που ξέρουν και θαυμασμό για τους που αγνοούν. Τελευταία οι βιομήχανοι γλύφουν εκεί που φτύνανε και μιλάνε σοσιαλιστικά! Ο Δασκαλόπουλος, πρόεδρος των βιομηχάνων εδώ και καιρό φωνάζει: Φορολογείστε το κεφάλαιο. Ο Βγενόπουλος ξεφώνισε τους βουλευτές: Εσείς με τους νόμους σας μας φτιάχνετε! κι αυξαίνει το κεφάλαιό του κατά 5 1/2 δις Γιούρο, μεσούντος του Δεκέμβρη των πιτσιρικάδων. Κι ο Σόρος έσυρε από το υποσυνείδητό του: Η σημερινή κρίση είναι κρίση λειτουργίας του κεφάλαιου! κάτι που λέει ο Μαρξ: Το κεφάλαιο σε τελευταία ανάλυση είναι κοινωνική λειτουργία. Και βέβαια ο Σόρος δεν αναφέρει το όνομα του Μαρξ, και, όπως κάνουν πάντα οι κατεργαραίοι, λέει τα μισά. Παραλείπει το σκιάζαρο, που πλανιέται πάνω από τα κεφάλια, τα κεφάλαια και τα σχέδιά τους. Και το φάντασμα αυτό είναι ο νόμος τάσης πτώσης του ποσοστού κέρδους, που τώρα είναι απόλυτη. Το συνολικά επενδυμένο κεφάλαιο, όχι μόνο δεν παράγει κέρδος, αλλά καταβροχθίζει τον εαυτό του και τη συνολική του λειτουργία, όπως «σοφά;» και με βαθιά πίκρα διαπιστώνει ο Σόρος και οι τραπεζο – εφοπλιστο - βιομήχανοι. Μπας και αυτό είναι το τέλος της λειτουργίας του καπιταλιστικού κεφάλαιου; Κι οι καλοζωισμένοι κάποια στιγμή τα κακαρώνουν, λένε Μπασταίικα οι Μπασταίοι! Τα παραγόμενα αγαθά πρέπει να μοιράζονται σύμφωνα με τις ανάγκες και να μη αποθησαυρίζονται. Το κέρδος από κίνητρο έχει γίνει το αδηφάγο τέρας που τρώει το μπαμπά, χωρίς κανένα σεβασμό και ... στη μαμά του. Στο τελευταίο κραχ-κρίση του 2008, καταβρόχθησε 353 τρις δολάρια. - Και πού 'σαι ακόμα, γρυλίζει ο από Γκουγκουλώρας μεριά! Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα. Το παλιό, αν είναι συνετό, αποχωρεί ειρηνικά από το προσκήνιο της ιστορίας (Ένγκελς), αλλιώς, φεύγει κλοτσηδόν. Ο Δεκέμβρης του 2008, δεν είναι και πολύς καιρός, που οι Πιτσιρικάδες του δώσαν και κατάλαβε! Κατάλαβε; Αν δεν ... κακό του κεφαλιού του, που λέγαν κι οι σοφοί Μπασταίοι! Η ανθρωπότητα ή είναι συνετή και ασχολείται σοβαρά με την οικοδόμηση του καινούργιου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, μ' όποιο όνομα κι αν ειπωθεί ο Σοσιαλισμός, αναγκαίος τρόπος επιβίωσης της ανθρωπότητας ή τη θέση του παίρνει η πιο άγρια βαρβαρότητα, που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότη. Πολλοί τρομάξανε σαν άκουσαν το Γιώργο Παπανδρέου, πρόεδρο στη σοσιαλιστική διεθνή, να ξεστομίζει το παμπάλαιο σύνθημα- απαίτηση των που ξέρανε καλά. Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα! Το τρελοκομείο ξεδιπλώνεται σ΄ όλο του το μεγαλείο. Κάποιοι περισπούδαχτοι βλάκες, λάτρεις της αγοράς και χειροκροτητές του "θάνατου" του Μαρξ, γελάγανε για τη μεγάλη χαζομάρα που ξεστόμισ' ένας σοσιαλιστής. Κάποιοι άλλοι παραξενεύονται σαν ακούν βιομηχάνους, την καρδιά του καπιταλισμού, να κραυγάζουν πριν έρθει το κακό: "φορολογείστε το κεφάλαιο" και τον ηλίθιο ΥΠΟ να χαζογελάει. Που να ακουστεί πως ο ΣΕΒ απαιτεί φορολογηση του κεφαλαίου! Και βέβαια το κάνει ο ΣΕΒ, που είναι πραχτικά ο άμεσα υπεύθυνος του τι γίνεται ή τι θα γίνει και θέλει να καθυστερήσει, μπας και κάτι γίνει και σώσει την καλοπέρασή του - γιατί όχι, που ξέρεις(;) και τα κεφάλ(α)ια τους. Κι αυτό δεν είναι καθόλου φιλολογία. Λέγεται και είναι «Αγών περί υπάρξεως». Δεν είν' κι εύκολο να ζεις από το δικό σου μόχθο ή να σε ψάχνουν με τις τσουγκράνες οι ... Αϊζενστάιν. - Με αξίνες και λιζγκάρια, με σφυργιά και με δραπάνια, με γκαζμάδες και λοστάργια, με ... καιμε ...,και με καιμε, ακούγεται σαν παραμιλητό απ' όλες τις μεριές του Μπάιστα και υπόκωφα από την κατουΝτήστα. Και σαν καταλαγιάζει η βουή ... δεν είν' κι εύκολο να γίνεις ζόμπι και να πίνεις το αίμα και τον ιδρώτα των άλλων, σοβαρακούγιεται από Γκουγκουλώρας μεριά. τα αίτια. Οι θεσμικοί λένε: «Την κρίση έφερε η ανθρώπινη απληστία» (Αρχιεπίσκοπος, πρόεδρος της Δημοκρατίας κ.ά.), που αν λείψει ή περιοριστεί, θα ξεπεραστεί, αφήνουν να εννοηθεί. Η απληστία του homo ekonomicus, αθώου ιδεολογικά, θρησκευτικά και πολιτικά πλάσματος, που κοιτάζει μόνο το δικό του συμφέρον, είναι η πηγή του «κακού», κι αν μετανοήσει ειλικρινά και αλλάξει γνώμη, μπορεί κάτι να γίνει! Λέτε, ο αρχιεπίσκοπος κι ο πρόεδρος να θέλουνε το σοσιαλισμό; Αν είναι έτσι, τότε «βγήκαν στους τόπους τα θεριά …» κι ο «σώζων εαυτόν σωθήτω»! «Ο γαρ Δεκέμβριος εγγύς», που λένε κι οι πιτσιρικάδες, χωρίς να κουνάνε δάχτυλα και τέτοια. Μόνο πέτρες πετάγαν τα παιδιά. Το γνωστό παιχνίδι του πετροπόλεμου. - Μα τόσο σοβάρεψε αυτό το παιχνίδι, μονολογεί από τη Γκουγκουλώρα. Για το καλό των εργαζομένων! Όλοι, μα όλοι οι κομματικοί καπεταναίοι, κυβερνήσεις, χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί κι όλοι οι οικονομολόγοι και οικονομολογούντες, που αλυχτούν κατά μεριά τους, δεν περίμεναν ένα τέτοιο κακό. Οι ίδιοι τρέφανε και απολάμβαναν και συνεχίζουν να απολαμβάνουν τα αγαθά των «τοξικών τους αποβλήτων». 28 δις ευρώ στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τις τράπεζες της Ελλάδας, για να χρηματοδοτήσουν τις επιχειρήσεις, κάμποσα στους εισαγωγείς και εξαγωγείς(;) όλων των ειδών, για να μη χρεοκοπήσουν και πεταχτούν στο δρόμο οι μαύροι οι εργαζόμενοι... μιας και όλα τα κάναν και τα κάνουν για το καλό τους ... Και όλα αυτά τα δις από το κοινωνικό κεφάλαιο, την πίστη που εμπνέει το κράτος, δηλ. όλη η κοινωνία, που με τη φορολογία επιδοτούνται οι επιτήδειοι... Αλήθεια υπάρχει έστω και ένα περίπτερο που να μη χρωστά στο κράτος! Αν ήθελε και, βλακωδώς, το έκανε το κράτος, μπορούσε να αγοράσει με 15 δις ευρώ όλες τι τράπεζες! για να γίνει η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης. Το κράτος ν' αγοράζει σε τιμή ευκαιρίας αυτά που χάρισε πριν λίγο! Δεν ακούγεται λίγο τρελό; Ο έλεγχος και το ατύχημα. Λέει λοιπόν ο Βίλεμ Μπόιτερ, ΒΗΜΑ 8.3.’09. «Ό,τι συνέβη ήταν ένα ατύχημα … παραπροϊόν του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος …» και πως «… τα χειρότερα έρχονται». Και επισημαίνει πως : «Ενώ οι μεγάλες τράπεζες είναι διεθνείς και οι χρηματοοικονομικές αγορές παγκόσμιες, ο έλεγχος γίνεται σε εθνικό επίπεδο». Αφήνει σαφώς να εννοηθεί πως αν ο έλεγχος ήταν παγκόσμιος θα μπορούσε να αποφευχθεί «το ατύχημα»! Και προτείνει για λύση, ο Βίλεμ Μπόιτερ: « … Το κράτος να δημιουργήσει νέες τράπεζες αντί να εθνικοποιεί τις παλιές … δεν έχει λόγο να στηρίζει με χρήματα των φορολογουμένων τους μετόχους και τους πιστωτές τραπεζών, που επένδυσαν σε «τοξικά προϊόντα». «Τα σκουπίδια να μείνουν στα χέρια των μετόχων. Τα χρήματα των φορολογουμένων να χρησιμοποιούνται για νέα δάνεια και όχι για τις παλιές ζημιές». Το πρώτο του αίτημα ικανοποιήθηκε από τους Ευρωπαίους ηγέτες. Τα άλλα μόνο οι πιτσιρικάδες μπορούν. Δεν έχουν βλέπεις καθόλου μυαλό και άιντε να τα δείρεις. Μόνο να τα δολοφονήσεις μπορείς ... και τότε μην είδατε τον Παναή και όλα τα λυμένα σκυλιά, γρυλίζει ο από γκουγκολώρας μεριά! Για το ατύχημα τι να πεις. Είναι να μη σου τύχει. Τι κρίμα! «γαμώ την ατυχία» τους, λέει ο γνωστός πιτσιρικάς και περπατεί! Έτσι απλά. Λες και χρωστά η κοινωνία στους άπληστους και στην απληστία τους! Μα, αν χρωστάς της Μιχαλούς …, που λέγαν κι οι Μπασταίοι, και δεν προχωρούσανε πιο κει. Στο ίδιο έντυπο ο … και στο άλλο, ο … και η …, λέγανε λένε και θα λένε χειρότερα από τον καλούτσικό μας Βίλεμ. Τσιμουδιά, όμως για το νόμο πτωτικής τάσης του % του κέρδους, που σαν τη ζωή, σαν μεγαλώνει, λιγοστεύει και κάποια στιγμή τελειώνει για να μεταλλαγεί σε άλλες μορφές, όσο απεχθείς κι αν φαίνονται ή είναι. Το νόμο αυτό τον διατύπωσε ο Μάρξ, που γελάστηκε ο μαύρος, γιατί δεν ήξερε … Γιατί αν ήξερε ό,τι ξέρουν οι νομπελίστες οικονομολόγοι της αυτορυθμιζόμενης αγοράς και τέτοιες … σοφές κουβέντες και λόγια της πλώρης, δε θα γελιότανε ο μαύρος και δε θα ξεφτιλιζόταν τόσο πολύ, όσο οι άσπροι τιμημένοι νομπελίστες, λάτρεις της αγοράς και περιφρονητές του κακόμοιρου του Μάρξ, όπως θα λέγανε και οι Μπασταίοι! εργατομπαμπάδες και εργατομαμάδες. Την κρίση τη δημιουργήσανε οι καπιταλιστές, λένε όσοι μιλούν στο όνομα της εργατικής τάξης και των εργαζομένων γενικά (ΚΚΕ, ΣΥΝ, ΣΥΡΙΖΑ και όλοι οι «προστάτες» των εργαζομένων, άλλα και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, σαν πουν τη γνώμη τους), που αν βγουν από τη μέση, θα διορθωθούν τα πράγματα! Μόνο που ξεχνά η άποψη αυτή, πως οι καπιταλιστές δεν μπορεί και δεν είναι δυνατό οι άνθρωποι αυτοί να είναι οι δημιουργοί της κρίσης. Είναι σαν να λες πως σκόπιμα θέλουν και να χάσουν τα κεφάλαιά τους σε ένα κραχ της θέλησής τους. Είναι πέρα από τρελό να καταστρέφουν αυτό αποχτήσανε με «έντιμο τρόπο», θυσίες, κόπους, δολοπλοκίες, απάτες, φόνους, πνιγμούς, καταποντισμούς, πολέμους με μαχαίρια και κουμπούρια, … Χιροσίμες , Βιετνάμ και άλλες θεάρεστες δραστηριότητες. Κάποιοι από αυτούς αφήνουν να εννοηθεί πως δεν υπάρχει πραγματικα κρίση. Είναι πρόσχημα, για να πάρουν πίσω τις κατακτήσεις της εργατικής τάξης και των εργαζομένων. Όλοι, οι που μιλούν στο όνομα των εργαζομένων, αρνούνται πεισματικά τον παντοδύναμο νόμο τάσης πτώσης % κέρδους, που κάνει τους πάμπλουτους φτωχούς και … τους παραζωντανούς στέλνει στα θυμαράκια. Κακούργα αντίφαση, που κυβερνάς Κουβέρνα και θελήσεις … Δε φταίνε για την κρίση, τα κραχ και το κακό, οι μαύροι οι καπιταλιστές, θα λέγαν οι Μπασταίοι. Κάνανε το παν για να πλουτίσουν και να τι κακό τους βρήκε. Ίσως και να φταίει το κακό τους ριζικό, που πεισμώσανε και γίνανε αφεντικά και τώρα πάει ‘κείνη δουλειά. Τι να κάνουν τώρα που τα 253 1/2 τρις $ σε μετοχές, είναι άχρηστα χαρτιά και κανένας δεν τα θέλει ούτε για τον ωραίο τους Βεσέ! Λέτε η Παπαρήγα, ο Αλέκος ή ο Αλέξης και οι άλλοι αριστεροί καπεταναίοι καταφέρουν να λειτουργήσει η κοινωνία χωρίς κοινωνικές σχέσεις ιδιοχτησίας, μιας και συχνοτραγουδάνε, σαν άλλοι καλοχριστιανοί: «στον άλλο κόσμο… που θα πας …» και ... Νικολοκαρτέρα, ξαναχτυπά ο από Γκουγκουλώρας βλακόσοφος. Οι δικαιούχοι. Οι κεφαλαιοκράτες βιομήχανοι, εφοπλιστές και τραπεζίτες (καπιταλιστές), θεωρούν σαν αιτία της κρίσης το χαμηλό επίπεδο παραγωγικότητας των μέσων παραγωγής και των εργαζομένων. Μα και η απληστία τους, που όλο και ζητάνε αυξήσεις και δικαιώματα, που αν σταματήσουν ή και μειώσουν, σίγουρα τα πράγματα θα πάνε καλά! Οι μόνοι που λένε την αλήθεια. Αν δουλεύουν ασταμάτητα 25 ώρες το 24ωρο, ίσως κάτι γίνει. Έλα, όμως, που όλοι θέλουν ντιενεϊκά, να ασκήσουν το ύψιστο δικαίωμα στην τεμπελιά! Να συνταξιοδοτούνται πλουσιοπάροχα πριν γεννηθούν! Να πληρώνονται με ιδιαίτερα υψηλές αμοιβές για την άσκηση του ύψιστου δικαιώματος! Να βραβεύονται και να τιμούνται γι το κατόρθωμα αυτό! Κι αν τους λάχει και γίνουνε ποτές αφεντικά, γιατί να μη λένε κι αυτοί τα ίδια! Τι Αφεντικά θα είναι, ακούται απο τη μερια της Γκουγκουλώρας. Θυμίζουμε: Ο σοσιαλισμός θα έρθει από την πιο αναπτυγμένη χώρα έφη ο Μάρξ. Ο νόμος: ό,τι γεννιέται πεθαίνει, είναι καθολικός και δεν έξαιρούνται ούτε οι ... αναστημένοι. Λέτε να αποτελεί εξαίρεση ο καπιταλισμός. Για σκεφτείτε να ζούσαν όλα όσα γεννήθηκαν …! Όλες οι μύγες, τα σκυλιά και τα γουρούνια, όλα ... Η αύξηση του χρέους συνεπάγεται και την αύξηση της πίστης και η πίστη είναι άλλο κοινωνικοπολιτικό σύστημα. Δε μπορεί να είναι καπιταλισμός, όπου ισχύει ο θάνατος σου ζωή μου. Σαν οι Τρέπερ, χαϊδεύοντας του μαρμάρινους όρχεις τους για γούρι και οι Πόλσον ποντάρουν στην οικονομική κατάρρευση χωρών για να κερδίσουν τα δις τους, η αλυσίδα για την τελευταία πράξη του κοινωνικού σχηματισμού τους είναι ήδη στο σαλόνι τους. Κάτι πρέπει να λέει στον πρόλογό του στην "ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ" ο Κ. Μάρξ. Μπας και τα λέει όλα! «Το γενικό συμπέρασμα όπου έφτασα και που μου χρησίμεψε έπειτα σαν οδηγητική γραμμή στις μελέτες μου μπορεί με λίγα λόγια να διατυπωθεί έτσι: Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους οι άνθρωποι έρχονται σε σχέσεις καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέληση τους, σε σχέσεις παραγωγικές, που αντιστοιχούνε σε μια ορισμένη βαθμίδα όπου έχει φτάσει η ανάπτυξη των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων. Το σύνολο αυτών των παραγωγικών σχέσεων αποτελεί το οικονομικό οικοδόμημα της κοινωνίας, την υλική (reale) βάση, επάνω στην οποία υψώνεται ένα νομικό και πολιτικο εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν ορισμένες πάλι κοινωνικές μορφές συνείδησης. Ο τρόπος της παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει την εξέλιξη της κοινωνικής, πολιτικής και διανοητικής ζωής ενγένει. Το τί είναι οι άνθρωποι δεν καθορίζεται από τη συνείδησή τους, αλλά, αντίστροφα, το κοινωνικό τους Είναι καθορίζει τη συνείδηση τους. Όταν η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας φτάσει σε ορισμένο βαθμό, οι δυνάμεις αυτές έρχονται σε αντίφαση με τις παραγωγικές σχέσεις που υπάρχουν, ή, για να μεταχειριστούμε τη νομική έκφραση, με τις σχέσεις της ιδιοκτησίας, μέσα στις οποίες ως τότε είχανε κινηθεί. Οι σχέσεις αυτές, από μορφές ανάπτυξης (Entwicklungsformen) των παραγωγικών δυνάμεων, γίνονται τώρα φραγμοί τους. Τότε αρχίζει μια εποχή κοινωνικής επανάστασης. Με τη μεταβολή της οικονομικής βάσης, ανατρέπεται περισσότερο ή λιγότερο γοργά ή αργά ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα. Όταν αντικρίζουμε τέτοιες ανατροπές, πρέπει πάντα να ξεχωρίζουμε την υλική ανατροπή των οικονομικών όρων της παραγωγής –που πρέπει να την εξακριβώνουμε πιστά με τη βοήθεια των φυσικών επιστημών– από τις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές μορφές, με μια λέξη, από τις ιδεολογικές μορφές, με τις οποίες οι άνθρωποι συνειδητοποιούν αυτή τη σύγκρουση και την αποτελειώνουν (ausfechten). Όπως ένα άτομο δεν το κρίνουμε από την ιδέα που έχει για τον εαυτό του, έτσι και μια εποχή ανατροπής δεν μπορούμε να την κρίνομαι από τη συνείδηση που έχει για τον εαυτό της ίσα-ίσα αυτή τη συνείδηση πρέπει να την εξηγήσουμε με τις αντιφάσεις της υλικής ζωής, με τη σύγκρουση που υπάρχει ανάμεσα στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και στις παραγωγικές σχέσεις. Ένα κοινωνικό συγκρότημα ποτέ δεν εξαφανίζεται προτού αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει, και ποτέ δεν παίρνουνε τη θέση του καινούργιες και ανώτερες παραγωγικές σχέσεις προτού οι υλικοί όροι γι' αυτές τις σχέσεις να ωριμάσουνε μέσα στους κόλπους της ίδιας της παλιάς κοινωνίας. Γι' αυτό, η ανθρωπότητα ποτέ δεν βάζει μπροστά της παρά μόνο τα προβλήματα εκείνα που μπορεί να λύση γιατί, αν παρατηρήσουμε καλύτερα, θα βρούμε πως κι αυτό ακόμη το ίδιο το πρόβλημα ξεπηδά μονάχα όταν υπάρχουν, ή τουλάχιστο βρίσκονται στο γίνωμά τους οι υλικοί όροι για τη λύση του. Σε χοντρές γραμμές, ο ασιατικός, ο αρχαίος, ο φεουδαρχικός και ο νεότερος αστικός τρόπος της παραγωγής μπορούμε να πούμε πως είναι οι προοδευτικές εποχές της οικονομικής διαμόρφωσης της κοινωνίας. Οι αστικές παραγωγικές σχέσεις είναι η τελευταία ανταγωνιστική μορφή της κοινωνικής παραγωγής, ανταγωνιστική όχι με την έννοια ενός ανταγωνισμού ατομικού, παρά ανταγωνισμού που γεννιέται από τους κοινωνικούς όρους της ζωής των ατόμων· οι παραγωγικές όμως δυνάμεις που αναπτύσσονται μέσα στην αστική κοινωνία δημιουργούνε ταυτόχρονα και τους υλικούς όρους για τη λύση αυτού του ανταγωνισμού. Μ' αυτή λοιπόν την κοινωνική διαμόρφωση κλείνει κι η προϊστορία της ανθρώπινης κοινωνίας.» Αναρτήθηκε από Θεόδωρος Γ. Δημόπουλος στις 10:30 0 σχόλια http://basteika. mpasta.gr Ετικέτες ΙΑ. κάθε τι που γεννιέται πεθαίνει

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Μπασταίικα ή έργα και ημέρες Μπασταίων





            

Μπασταίικη Ντοπιολαλιά. Η Γλώσσα που μιλούσαν οι Μπασταίοι ήταν τα ... Μπασταίικα. Είτε αυτά ήταν Ενετικά, Αρβανίτικα ή Ελληνικά. Ακόμα και τ' αλαμπουρνέζικα, που μίλαγαν μόνο και πάντα άλλοι, γινόντουσαν κι αυτά Μπασταίικα. Θες ο τόπος και το κλίμα, θες το νερό, θες το πιοτό, θες το καλκό[1]τους ριζικό, όλο και κάτι διαφορετικό έβγαινε στα λόγια τους. Χοροπηδάγανε, χωρίς ίχνος ενοχής, οι λέξεις, κι όλο και κάποια συλλαβή την έπαιρνε ο χάρος. Το ίδιο κάνει και η Γλώσσα με Γ κεφαλαίο στη φυσικοκοινωνική της λειτουργία. Όχι μόνο όλες τις λέξεις τις κάνει ό,τι θέλει, με όποιο τρόπο θέλει, αλλά κάνει και τους γλωσσαμύντορες και γλωσσοπροστάτες, τύπου Μπαμπινιώτη, Χριστόδουλου και σία, να σκάνε απ' το κακό τους. Σαν τους θρησκευάμενους θεολογούντες, που προσπαθούν να σώσουν το θεό απ’ τα παιδιά και τους ανθρώπους. Κανένας σεβασμός σε γραμματικές και γραμματικούς, συντακτικά και συντακτικούς, γλωσσολόγους και τους γλωσσολογούντες. Και μ’ όλο το θράσος και τον τρόπο, που μόνο η φύση και η συνακόλουθη άγνοια ξέρει να κάνει, και η σοφία του μεγάλου Σοσίρ ανακαλύπτει. Φυτεύανε καναγιώτα, που φύτρωνε εκεί, που δεν το περιμένανε οι καθώς πρέπει. Το: θέλεις και θέλετε το λέγανε: θες…, κι αν θέλτε κιαν δε θέλτε θαντο … Το: φεύγα και φευγάτε, φέγα και: φεγάτε να φύγουμε. Το: όλος και όλη, ούλος και ούλια. Όχι ούλη, αλλά ούλια, όπως το 'φχαριστιόνταν οι Μπασταίοι. Λέγανε, λένε και θα λένε, μέχρι να τελειώσουν ούλοι : Τι να στα λέου. Έβρεχε ούλια τη μέρα και βρεχήκαμε ούλοι. Και οι Σπαρτιάτισσες λέγανε στο γιο τους: ή ταν ή επί τας , χωρίς να ρωτάνε κανένα Αθηναίο «φαφλατά». Οι Αθηναίοι, αν πιστέψουμε το Μενέξενο του Πλάτωνα το παρακάνανε σε όλα και γι αυτό πήγανε μπροστά. Βγάζανε γλώσσα όχι μόνο σ’ αυτά, που κάποιοι λέγανε και λένε ιερά και όσια, μα και σ’ όλα τα δαιμόνια. Το πιο δαιμονιώδεις δαιμόνιο απ' όλους τους Αρχαίους Αθηναίους ήταν ο Σωκράτης. Δαιμόνιο και δαιμόνια λέγαν στο χωργιό το πειραχτήρια, δίνοντας στη λέξη αξιοπερίεργη νοστιμιά.
Οι κάτοικοι του Μπάστα είχαν τη δική τους γλώσσα και δεν τη … βάζαν μέσα!
- Δενταφείνεις τα μπασταίικα, λέγαν οι κοντοχωριανοί .
- Ναειπούμε κάνα παρλιακό, για να περάσ’ η ώρα.
- Το γιόμα άμα θες. Να κιώσω τη δουλειά μου πρώτα.
Ακόμα και οι που κουφαίνονταν στα γερατειά τους. Αυτοί κι αν ήσαντε γλωσσοκοπάνες.
- Δεμπολιαγροικάου ο κακομοίρης …
- Αα! τι πες γεροΜήτσιο μ’ ;
- Ναι. Ροβόληκαν, ροβόληκαν.
- Τι; καλή ’ν’ καιπαναγιώταινα;
- Κουφούλιακα δεμπολυαγροικάς!
Το δεμπολυαγροικάου έδινε κι έπαιρνε. Άφηνε και κάτι για τους μικρούς, που δε χρειάζονταν και να τα μάθουν ούλα μονοκοπανιάς. Έτσι κι αλλιώς, είχαν καιρό μπροστά τους. Με τον καιρό θα πήξουν τα μυαλά και λυθεί και η γλώσσα τους. Το πεδούκλι της φύσης θα πεταχτεί σαν το πουκαμισόφιδο στην άκρη. Στα: από τημπόλη έρχουμαι και στην κορφή κανέλα, που δίνανε και παίρνανε, χωρίς δασμούς και άλλα κουραφέξαλα, θα μπει φραγή. Όλοι σταματάγανε στο Μεροβίκλη, το μεγάλο γκρεμό. Το χάος που ξανοίγεται μπροστά γιομίζει το σκιάχτρο της βαρύτης. Όλοι και όλα σταματούν και υποκλίνονται ευλαβικά. Άνθρωποι και ζα. Η έμφυτη αναγκαία γνώση με την εμπειρική μορφή της, διατάσσει το στοματημό. Μόνο τα πετούμενα έχουν στις φτερούγες τους την διαταγή, να αγνοούν το σκιάζαρο για κάμποσο καιρό. Προνόμιο με προθεσμία. Σαν πέσουν τα φτερά, πάει και το παλιάμπελο. Του πέσαν τα φτερά, λέγαν οι Μπασταίοι για κάθε λιγοψυχισμένο.
Ποιος ρώτησε γλωσσειδικούς, σαν το δικό μας άντερο γινόταν eder. Ούτε γάτα, ούτε και η ζημιά της! Οι που δημιουργούν ή σκάβουνε της γης, είτε βλαστημούν, είτε ονοματίζουν. Κανένα δε ρωτούν σαν ονοματίζουνε τα έργατά τους, καθώς λέγανε τα έργα οι Μπασταίοι. Στον Αδάμ η θεϊκή εντολή (γεν. κεφ Β στ. 19 και 20) και τα σκυλιά των «ειδικών» πιστάγκωνα δεμένα.
Σαν ποτέ ακούγονταν δεοντολογικές «σοφίες»[2], όπως: έτσι θα το λέτε τούτο κι έτσι εκείνο, παρέμεναν φανατικοί Σοσιρικοί, χωρίς καν να το ξέρουν. Ήθελαν λυμένη γλώσσα, αν και δεν άκουσαν ποτέ Σοσίρ ή Τσόμσκι[3]. Πως να βρεθούν τέτοιοι χριστιανοί σε Νταρδαμπάρδα, Φούιζα και Μουρτζιούκου[4], να κάνουν την ανάγκη τους πίσω από κουμαριές ή σκίντα και να τυπώνουν τα σοφά τους λόγια στα Τζουκαίικα;
Μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε για τη γλώσσα που μιλούσαν οι Μπασταίοι πριν από το θανατικό του 1348-1350μχ. Αν το χωριό ήταν Ενετικό δημιούργημα και οι πρώτοι κάτοικοί του ήσαν Ενετοί, κατά πως λεν και οι ενδείξεις[5], τότε η γλώσσα των προ θανατικού Μπασταίων, πρέπει να ήταν η Ενετική. Δεν αποκλείεται βέβαια να μιλούσανε και την Ελληνική. Και βέβαια δεν μπορούμε να πούμε πως μιλήθηκε ποτέ η Σλαβική ή η πανάρχαιη των πρωτοχωρικών τελ Μπασταίων. Λέτε η κροκάλα της Καυκανιάς, σαν διαβαστεί, να μας πει κάτι … για τελ Μπασταίικα; Αν γίνει κάτι τέτοιο, τότε όλη η ανθρωπότητα γονατιστή πάνω στα μυτερά μπασταίικα κροκαλάκια να ζητά τη συχώρεση του Μπάιστα για από τη μεγάλη αδικία!
Όλοι οι Κρυονερίτες πίστευαν και πολλοί πιστεύουν, πως οι Μπασταίοι, πάπων προσπάπων, μιλούσαν την ελληνική και κάποιοι, πως στον κόσμο δεν υπάρχει άλλη γλώσσα. Στο σκολειό, σαν γράφαμε στο τετράδιο: εν Κρυονερίω τη …, είμαστε πέρα για πέρα βέβαιοι, πως όλα του κόσμου τα παιδιά έτσι γράφαν στο τετράδιο το δικό τους. Τόειπε ο δάσκαλος και τα σκυλιά δεμένα! Και βέβαια κανένα παιδί δεν έλεγε πως είν’ από το Κρυονέρι. Όλα τα παιδιά ακούγαμε από τους μεγάλους, πως το χωργιό το λέγαν Μπάστα ή και Μπάιστα. Ποτέ Κρυονέρι. Κι αν κάποιος τόλεγε και Μοναστήρι, όπως τ’ απαιτούσε και το απαιτεί ο νόμος, τότε … φίδι που τον έφαγε το μαύρο. Δεθαντονχώραγε ο τόπος. Ήπρεπε ν’ αλλάξει γλώσσα και χωριό. Ακόμα και τώρα γιαστείο να πεις κάποιονε Μοναστηριώτη, μιας και γεννήθηκε στο Μοναστήρι[6], αφού, συμφώνως τω νόμω, δεν υπάρχει χωργιό Μπάστα ή Μπάιστα, ούτε Κρυονέριον ή Κρυονέρι, για 13 ολόκληρα χρόνια. Είπαμε: συμφώνως τω νόμω! Σήμερα, όλοι μιμούνται τους Μπασταίους της περασμένης χιλιετίας. Γράφουνε τους νόμους στα παλιά τους τα παπούτσια.
Κάποιοι πίστευαν και πιστεύουν στην ύπαρξη και κάποιων άλλων γλωσσών. Όλες τους, όμως είναι «τίποτα» μπροστά στην Ελληνική τους και μάλιστα στην πιο αρχαιόπρεπη μορφή της, που όσο άγνωστη τούς είναι, τόσο και πιο σπουδαία. Είναι να μη θαυμάζεις τ’ άγνωστο που «δυνάμει» υπάρχουν όλα τα καλούδια! Βέβαια, και όλα τα κακούδια για τους άλλους. Κοινό γνώρισμα αυτό, όλων των αρχαιόπληκτων και αρχαιομανών. Μεταξύ μας. Κανένας καθηγητής φιλολογίας του πανεπιστημίου δεν μιλάει αρχαία Ελληνικά, αν και χωρίς άλλο έπρεπε και πρέπει. Κι αν κάποιος αμφιβάλλει, ας πάει σε μια αίθουσα, έτσι, για πλάκα, και θα βεβαιωθεί ιδίοις ωσίν. Κι όμως, αυτοί είναι που στερούν τη γλώσσα που μιλούν όλα του κόσμου τα παιδιά, σαν ποτέ συναντηθούν! Αυξαίνουν στο σχολειό τις ώρες των Αρχαίων Ελληνικών για να μάθουν τα παιδιά την γλώσσα που εκείνοι αγνοούν. Τέτοιοι και με τέτοιο τρόπο διασύρουν την αρχαία Ελλάδα, γεννήτρα της επιστημονικής σκέψης και γνώσης. Οι Μπασταίοι δεν είχαν τέτοιες υποψίες. Και πίστευαν πως οι γραμματισμένοι τάξεραν όλα. Και για τα Μπαστιωτόπουλα, ακόμα πιο πολλά απ’ όλους, τάηξερε ο δάσκαλός τους.
Μετά το μεγάλο θανατικό (1350µχ) μιλούσαν τα Αρβανίτικα, που ήταν και η μητρική τους γλώσσα. Για κάποιο χρονικό διάστημα, τα Αρβανίτικα πρέπει να ήταν και η μοναδική τους γλώσσα. Με το πέρασμα του χρόνου θα πρέπει να άρχισαν να μιλούν και την Ελληνική - εκκλησιαστική, που μιλούσαν και οι κοντοχωριανοί τους και άκουγαν στην εκκλησιά.
Μέσο. Η γλώσσα στο χωριό ήτανε και παραμένει μέσο επικοινωνίας. Περισσότερο ήταν φορείο της σκέψης τους, παρά φορέας. Οι πιο σοφοί Μπασταίοι μιλάγανε λίγο, ως καθόλου, λες κι ήτανε μουγγοί. Είχαν ακούσει πως το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν και πως ο λόγος είναι άργυρος και η σιωπή χρυσάφι. Που ξέρεις, λέγανε οι άδειες τσέπες τους.
Η γλώσσα τούς ήταν αναγκαία για να ζήσουν. Τα πιο πέρα ήταν τόσο μακριά και ξένα, που ούτε υποψία. Οι γλωσσολόγοι και οι Λογικοί για τους Μπασταίους ούτε που υπήρχαν. Αν και λέγαν στο χωριό για όλους τους σοφούς, πως κάναν τη δουλειά τους για να ζήσουν και αυτοί, μιας και όλοι αποφεύγανε τις χειρονακτικές εργασίες, όπως τις λέγανε οι σοφοί. Οι χειρονακτικές δουλειές ήταν και παραμένουν για τους δεύτερης κατηγορίας εργαζόμενους, τους ανειδίκευτους, όπως τους λένε.
Πάντα αναζητούσαν το καθάριο ψωμί, που το προτιμούσανε απ’ τη μπομπότα[7]. Ποτέ τους δε σκοτίστηκαν για την καθάρια γλώσσα. Πάντα, μόνο οι χορτάτοι έδιναν προσοχή στα λόγια και στη γλώσσα. Οι νηστικοί έχουν, πάντα, το νου τους στο φαΐ. Το μάνα[8] δεν ξανάπεσε από τον ουρανό, γι αυτό και τ’ ακούγαν βερεσέ στην εκκλησιά. Εξ άλλου όλα αυτά γίνονταν τόσο παλιά, που ήταν σα να μην έγιναν ποτέ. Ποιος ξέρει λένε … Δεν είναι και σωστό να κάψεις βιβλία ιερά, όπως κάνανε παλιά, κάποιοι άλλοι στα βιβλία των σοφών, ακόμα και στους ίδιους του σοφούς. Στα βερεσέ άκουγαν και τον ειδικό , που έλεγε πως το μάνα δεν έπεσε απ’ τον ουρανό. Στους δύσκολους καιρούς, ο Μωϋσής κι οι άνθρωποί του, με αυτό τρέφονταν στη έρημο, σαν δεν είχανε κάτι για να βάλουνε στο στόμα.
Οι Μπασταίοι μιλούσαν τη γλώσσα τους, χωρίς να πολυσκοτίζονται αν ήταν τούτη , εκείνη ή και άλλη. Σύμφωνα με τη φυσική τάξη, όλοι οι άνθρωποι δεν επιλέγουνε τη γλώσσα που μιλάνε. Κανένας και ποτέ δε διάλεξε αυτά που βρήκε γύρω του. Πως θα μπορούσαν οι Μπασταίοι. Άλλοι αποφασίζουν, για όλα όσα μαθαίνουν όλα τα παιδιά. Πολύ λίγα πράγματα μπορεί κάποιος να αλλάξει στη ζωή του. Και γιατί να το κάνουν οι Μπασταίοι. Φρόντισαν άλλοι να τους αλλάξουνε όχι μόνο γλώσσα και πιστεύω και μάλιστα διά ροπάλου!
Κι όμως, σαν κάποιος μίλαγε άλλη γλώσσα απ’ τα μπασταίικά τους, λέγανε: Αυτός μιλάει αλαμπουρνέζικα. Που και που λέγανε και βαρύτερες κουβέντες : μουρλάθηκε ο χριστιανός και δεν ξέρει τι λέει. Με παρόμοιους τρόπους τέλειωναν οριστικά μαζί του.
Δε βάζανε ντριβέλια με πολλά γιατί και πως. Δεν κάναν το χατίρι των γραμματικών ή εθνολόγων, που πολύ θα θέλαν και κάτι τέτοιο. Όλοι, όλο και κάτι κρύβουν από άγνοια ή γνώση. Αυτό δεν είχε ούτε κι έχει σημασία. Αρκεί να περνάγανε καλά. Ιδιαίτερα οι που ασχολούνται με την επιστήμη. Όλα τα πιστεύω τους, πολύ θα ήθελαν να τα πιστεύει όλη η πλάση. Μόνο ο δικός μας θεός και κάθε τι δικό μας είναι αληθινό! Για τους Μπασταίους και τις Μπαστιώτισσες αληθινό ήταν αυτό που χόρταινε τους ίδιους, τα παιδιά τους και τα ζα τους. Αν πέρσευε και κάτι, ήταν κι αυτό αληθινό και χόρταινε και κάποιον πεινασμένο. Λες και σπουδάσαν όλοι τους Αμερικάνικο πραγματισμό[9].
Τίποτα δεν τους έλειπε από τ’ αναγκαία για τη ζωή, μα ούτε και τους πέρσευε. Καμιά αναγκαία λέξη δε παραδινόταν στη λησμονιά. Πάντα βρίσκανε χαρτόσημο, για τους που γεννιόντουσαν, βαφτίζονταν, παντρεύονταν ή πέθαιναν . Κι ούτε που ξέραν πως δικηγόροι έπαιρναν αχρεωστήτως, για να μιλούν σωστά τη γλώσσα και να ψηφίζουν κατά τσέπης τους μεργιά. Το πρώτο χαρτόσημο μπήκε στο χωριό το 1945. Έχει επικολληθεί στη ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ξενοφώντα του Δημόπουλου, πατέρα του πασίγνωστου καφετζή Ρουλάκου.
Τις περσευούμενες λέξεις τις γράφανε στα παλιοπάπουτσά τους. Και σαν δεν είχαν, όπως ήταν το συνήθειο τους, χάνονταν χωρίς να δίνουν σημασία. Σιγά που θα νοιάζονταν μη χάσουνε τις λέξεις. Τα λεφτά ή τα μυαλά δεν ήθελαν με τίποτα να χάσουν. Από λέξεις …, όσες θες. Άγραφες καθώς ήσαν ούλες, ποιος και πώς να τις ξαναθυμηθεί. Γι αυτό τις λέγαν κουβεντούλες. Τι ομορφιά και τι χαρά σαν ξανακούγονται οι άγιες λέξεις των γονιών, παππούδων και γιαγιάδων! Ξαναφυτρώνει στο χωριό ο παράδεισος του πριν.
Οι αναγκαίες λέξεις και φράσεις, με διπλό, τριπλό και βάλε νόημα, ήταν αρκετές και με το παραπάνου. Δε χρειάζονται δα και πολλές λέξεις για να συνεννοηθούν η ανάγκη και η χημεία. Η καλή πρόθεση και η καλή καρδιά, γίνονται ο καλύτερος δρόμος. Η πασίγνωστη λεξούλα φτάνει, αν δεν περισσεύει και αυτή, στο παιδικό παιχνίδι. Η ματιά, στους που κοιτιούνται ερωτευμένα, αχρηστεύουν λόγια, γλώσσες και περιγράμματες βλακείες. Του κάκου οι λεξιλάγνοι δεοντολόγοι καραφλίαζουν. Το κακό χειροτερεύει και ο χαβάς, χαβάς τους. Έτσι είναι γλωσσικά σωστό, θα τιτιβίζουν σα γαλιάντρες.
Με το νόμο της οικονομίας της γλώσσας υποστασιοποιούμενο στη βιοχημική ανάγκη επιβίωσης, οι Μπασταίοι διέθεταν το πιο πλούσιο λεξιλόγιο στον κόσμο. 1200 λέξεις φτάνουν, αν δεν περσεύουν μερικές, για να συνοννοηθούνε μεταξύ τους οι ανθρώποι, λένε ειδικοί. Και οι Μπασταίοι με κάθε λέξη που ’ρχόταν στον ακούτραφo, τα λέγαν όλα. Αν το πολλαπλασιάσεις με το νούμερο των ειδικών τους περσεύανε πολλές χιλιάδες. Δεν είναι δα και μικρή τέχνη κάτι τέτοιο. Και οι αρχαίοι σοφοί είχαν και κείνοι τέτοιες λέξεις. Μόνο που τις λέγανε πολύ στα σοβαρά. Πώς να πεις το όν, που είναι όλα, χωρίς ακραία σοβαρότητα. Κινδύνευες να διασυρθείς από όλους τους μεγάλους. Το ρεντίκουλο ήταν κάτι πολύ ανυπόφορο για τους Μπασταίους. Ποτέ τους δεν είχαν τέτοιο στο χωριό, αν και χρησιμοποιούσανε συχνά τη λέξη, πάντα γι άλλους. Κατά προτίμηση σε απουσία, μιας και η παρουσία εμπεριέχει και ανεξέλεγκτους κινδύνους.
Δεν ήταν δα και τόσο απαραίτητη η κυριολεξία, ούτε και η δουλειά τους ήτανε να κυριολεκτούν. Μπουκιά δεν πρόσθετε στο λειψό φαΐ τους. Το αντίθετο είναι πιο σωστό για τους Μπασταίους. Primum vivere, deide filosofare[10], λέγαν οι καθώς πρέπει. Οι Μπασταίοι με την πράξη τους βροντοφωνάζανε: vivere και πάλι vivere. Η λέξη χριστιανός τούφτανε για κάθε άνθρωπο. Τι τούμελε να πάθ’ ο χριστιανός.
Χωρίς εθνικούς ή εθνοτικούς λεκτικούς προσδιορισμούς και άλλες παρόμοιες φιλοφρονήσεις περνούσαν τον καιρό τους οι Μπασταίοι. Τα επιθεματικά, συνοδευμένα απ’ το γκρα , το βούρδουλα ή το γκλοπ, γερμανικής καταγωγής και προέλευσης, είναι παράπλευρες συγκομιδές των μεταπελευθερωτικών απορριμμάτων της προόδου και προκοπής του καινούργιου έθνους και τρόπου ζωής, που ήρθαν με την απελευθέρωση από τον «τουρκικό», όπως λέγανε την Οθωμανική κυριαρχία και κατατρομάζαν το χωριό, για ένα και πλέον αιώνα. Όλες αυτές οι ιδεοληψίες δεν άλλαξαν καθόλου τον πρωτόγονο τρόπο ζωής τους. Αντίθετα, περισσότερους φόρους από πριν ζητούσαν ένοπλοι απεσταλμένοι και έπρεπε να βρουν τρόπους να … πληρώσουν. Απ’ τα Πετράλωνα[11] ακουγότανε συχνά : «οοορε … Τα βόιδα ήρθαν στο χωριό» κι ο πιο ανόητος νοούσε, δασκαλεμένος απ’ τα πριν.
Παράλληλα με τη γενική ή ευρύτερη γλώσσα(Αρβανίτικα και Ελληνικά), έχουν και την ιδιαίτερη, τη δική τους γλώσσα! Τη Μπασταίικη γλώσσα. Ούτ’ ένα χρόνο να λείψεις από το χωριό και είναι απαραίτητος ο διερμηνέας.
Στην άλλη άκρη του καφενείου κάθονται στο ίδιο τραπέζι και τα λένε φωναχτά ο Σπύρος του Κουζιούλη με τον Κώστα του Τσίρμπα.
…………..
- Ναι, ρε, η Βάκρα κι Κατσένα[12], χάσανε τα σκουλαρίκια … κι άιντε τώρα να πας ναντά δηλώσεις.
Ούτε ένα χάχανο για το γελοίο άκουσμα από το ! Μόνο αγανάχτηση για τον άχρηστο κόπο.
- Καπετάν Νίκο, Μουρλοί ηντούτοι; Βάλανε σκουλαρίκια σε πρόβατα και γίδια, σ’ αρνάδες και κατσίκια;
Ο Νίκος χαμογελάει, κάνει λίγο πίσω, όσο του επιτρέπει ο τράτος[13] της καρέκλας, σιάγνει το δεξί του χέρι κατά πως απαιτεί η σχετική κουλτούρα, κι εξηγεί στον πρόσκαιρα αλλοεθνή του:
- Το υπουργείο …
- … γαμώ τα υπουργεία τους, συνεχίζει θυμωμένα, άσχετα με το διερμηνέα ο Σπύρος. Κουκούτσι μυαλό δεν έχουνε; Τα βάτα και τα λίζβατα, θ’ αφήσουν σκουλαρίκια σε γιδοπρόβατα κι αρνοκατσίκια;
- … εξηγήσεις τέρμα, συμπληρώνει ο Νίκος.
Στις ευρύτερα γνωστές λέξεις δίνανε το δικό τους περιεχόμενο, τροποποιώντας τες πολλές φορές, χωρίς να ρωτούν κανένα. Ακόμα και τους νόμους της γλώσσας «γράφανε» στα παλιά τους τα παπούτσια, αν και όταν είχαν. Το ίδιο έκαναν και στη βαρύτητα, περιγελώντας χρόνια και χρόνια, σα διαβαίναν τους γκρεμούς. Η βαρύτητα δε μπόρεσε να παρασύρει στο γκρεμό, ούτε ένανε! Με τη θέλησή τους κάποιοι προσφερθήκαν. Θεληματικές μικροεξαιρέσεις, που μετριούνται στα δάχτυλα του μισού χεργιού, επιβεβαιώνανε το νόμο. Ήταν γι αυτούς μια κάποια λύση. Λίγοι το λεν παλικαριά. Πως ν’ αγαπήσουν οι πολλοί τόσο πολύ, τα εξαίσια γκρεμνά. Αυτοί, που μέρα νύχτα διάβαιναν γκρεμούς, σε μια στιγμή τους είπαν: … και τη ζωή μας πάρτε. Χρέος μνήμης σε Δημήτρη, μπαρπαΝίκο κι σ’ όποιον άλλο πρόσφερε τέτοια θυσία στο Χάος, που ξεχύνεται κατά Ολύμπιου Δία μεριά. Την γονυκλισία των πιστών της θεωρίας του Χάους[14], ούτε που την είχανε ακούσει οι Μπασταίοι. Σιγά μην θυσιάζανε καιρό για το φτερούγισμα τις κατσιμπούλας[15] του Τόκιο, που θα κατάστρεφε τον κόσμο. Κι αν είχαν και λίγο, τον διαθέτανε για να χαρούν τις δικές τους κατσιμπούλες και κωλοφωτιές, στα δικά τους περβόλια και ρεματιές. Έτσι προσεγγίζανε τον κόσμο και τα περισπούδαστα μπουρμπούτσαλα και προκαταλήψεις. Τις ιδεολογίες τις θεωρούσαν ψεύτικες, εκτός απ’ τις δικές τους, κατά το ρηθέν υπό Φωνοπούλου Σωτηρίου λέγοντος: καθένας τημπορδή τηνγκάνει μοσχοκάρυδο! Κι όχι μόνο οι Μπασταίοι. Ούλοι, ούλου του κόσμου, μιμούνταν τους Μπασταίους. Μόνο που αυτοί μοσχοπουλούσαν τις … πορδές τους!

Οι γλώσσες του χωριού
«Γλωσσομαθείς» υπήρξαν οι Μπασταίοι ! Δυο τουλάχιστο γλώσσες μιλούνε για πεντέξι και πλέον αιώνες, χωρίς να λογαριάσεις τη Μπασταίικη. Οι πρώτοι κάτοικοι μιλούσαν τη … δική τους. Ποια ήταν όμως; Ένας θεός το ξέρει, θα λέγαν οι Μπασταίοι. Όμως, τι κρίμα να μη μας λέει … να μάθουμε κι εμείς οι μαύροι, που δεν ξέρουμε. Πάντως ο εβραϊκός θεός απαγόρευσε δια ροπάλου τη γνώση στους πρωτόπλαστους[16] και η γυναίκα ήταν αυτή που άνοιξε τα μάτια του άντρα της στη γνώση. Τσιγγούναρος στη γνώση ήταν κι ο δικός Δίας. Γυναίκα είναι που κι αυτού του σπάει την κεφάλα και τσουφ μια γυναικάρα, σοφή Θεά, η Αθηνά. Κι ο γείτονάς μας ο Αυγείας ήτανε εχθρός της γνώσης, αλλά αυτός δεν ήτανε θεός. Βασιλιάς θνητός ήταν ο άνθρωπος και τήραγε το συμφέρον του. Αν ο Μπασταίικος θεός είναι ίδιος με τον ΕλληνοΕβραϊκό, τότε κάποια γυναίκα θα ανοίξει μάτια κι οφθαλμούς και θα μάθουμε πολλά, όχι μόνο για τη γλώσσα των πρωτοΜπασταίων, αλλά και τι γράφει η Καυκαναίικη κροκάλα.
Βέβαια ο κήρυκας Αχίλλειος, που ‘ρχότανε πολύ συχνά στου Μπάιστα, φρόντισε να μάθει στους Μπασταίους πως φταίγανε κι αυτοί που μια παλιογυναίκα - Εύα παράκουσε την εντολή και γι αυτό γεννάνε οι γυναίκες τους με πόνους τα παιδιά και τρώνε με ιδρώτα ζυμωμένο το ψωμί. Φαίνεται πως γι αυτό δεν παντρεύτηκε ποτές του, για να μην κοιλοπονάει η γυνή που θα παντρευόταν και να τρώει χωρίς ιδρώτα το ψωμί του.
«Αισχύνη ουκ αισχύνει; … επ’ αυτών , ουδέ γρυ », γρυλίζει ο Δημοσθένης στο λόγο κατά του Αισχίνη[17]. Κι ο Προμηθέας στον κουτσοπόδαρο θεό: Κιχ δεν έβγαλές... "Ακίχητα...". Γιατί να μην το λένε έτσι κι Μπασταίοι όλου του κόσμου. "Δε σκ(ρ)αμπάζεις γρυ", "οορε μαύρε μου, δεν 'αφηκες ούτε γκρίδα, όλο το ρουκούτησες", "Μη βγάνεις κιχ". Όλοι οι αρχαίοι, αν δεν και τα γράφανε περιγραμμάτου, σίγουρα δε θα πολυδιαφέρανε απ' τα Μπασταίικα.
Η αρχική γλώσσα που μιλιόταν στο χωριό είναι, πιθανότατα η Ιταλική με την Ενετική εκδοχή της, αφού οι πρώτοι κάτοικοί του είναι, μάλλον, Ενετοί στρατιώτες, που φρουρούν τα όρια τις επεκτεινόμενης αυτοκρατορίας τους. Σύμφωνα με την παράδοση που ακούγεται ακόμα στο χωριό, το τελειωμένο καλντερίμι στη Πλατιά σκάλα, που οδηγεί στο μισοτελειωμένο Ενετικό κάστρο στα Κιόνια, το λιοστάσι στου Μουρτζιούκου και οι σποραδικές σε όλη τη Μπασταίικη περιφέρεια ενετικές ελιές, καθώς και οι ιταλόηχες ονομασίες των βασικών τοπωνυμίων, όπως Μπάστα, Ταβάνι, Καλιμπάκι, Πίγκαρι, Λαφοξιά, Καραμπάτσι κ. ά., υποδεικνύουν και τη γλώσσα των πρώτον νονών του χωριού. Βέβαια υπάρχουν πολλά, που πρέπει να εξιχνιαστούν και στο σημείο αυτό. Όπως οι ιταλικές επιδράσεις στους Αρβανίτες, που εποίκησαν το χωριό στα τέλη του 14ου αιώνα, γιατί όχι και των Σλάβων. Το Μπασταίικο λεξιλόγιο μπορεί να μα πει πολλά, όπως και η έρευνα πηγών άγνωστων ακόμα σε μας.
Τα βασικό χαραχτηριστικό του γλωσσικού ιδιώματος που μιλιόταν στο χωριό κατά το 19ο και 20ο αιώνα πρέπει να είναι απόηχος της δωρικής διαλέκτου, φορτωμένος με τις παραμορφώσεις πλήθους τοπικών ιδιομορφιών, που έφεραν μαζί τους σώγαμπροι και νύφες, που ήρθαν στο χωριό από την ορεινή Ηλεία και Αρκαδία.
Μια κάποια τραχύτητα στην εκφορά του λόγου παραπέμπει σε δωρίζουσα υφή, αλλά και στο εξαιρετικά κακοτράχαλο τοπίο με τους απότομους πευκόφυτους γκρεμούς. Τοπικές παραμορφώσεις απ’ το πέρασμα του χρόνου, αναμειγμένες με άλλες αρχαίες διαλέκτους, όπως το επικό και ιωνικό ούλος, ούλα, ούλοι, δεν (α) γροικάς κ.λ.π. (Ξενοφάνης ο Κείος ), μα και παραφθορές που το κλίμα επιβάλλει στη ντοπιολαλιά του χωριού.
Το κεφαλοχώρι Λάλα, το χωριό Δούκα, Πόθου κλπ, γράφεται στις ταμπέλες εισόδου - εξόδου, Λάλας, Δούκας, Πόθος κλπ. και στο πρόσωπο όλων που σίγουρα όλοι τις διαβάζουν, διαγράφεται μια στραβομουτσουνιά και απορία αν πρόκειται για κάποιο άλλο χωριό, αφού κανένας και ποτέ δεν το αποκάλεσε έτσι : Λάλας, Δούκας, Πόθος, κλπ . Κάποιοι μάλιστα γελούν, άλλοι θυμώνουν και άλλοι άλλα σχόλια και διακοσμητικές λέξεις προφέρουν.
Αυτό που την έκανε ξεχωριστή , ήταν οι ιδιωματισμοί στη χρήση της, αν και δεν διέφερε από αυτή που χρησιμοποιούν τα γύρω χωριά . Παρ' όλ’ αυτά σε κάθε χωριό, αλλά και σε μικρότερο κύκλο , ακόμα και στην παρέα ,αναπτύσσεται μια ιδιαίτερη σημαντική, που είναι κατανοητή σε ’κείνο τον κύκλο και δίδει κάτι το ιδιαίτερο , το ξεχωριστό που συνιστά μια ιδιαίτερη ποιότητα . Το περιεχόμενο είναι μπασταίικο . Με το τοπίο , το κροκαλοπαγές έδαφος , τις συγκεκριμένες δράσεις που είναι εξ αντικειμένου μοναδικές , όπως κάθε χωριού, που είναι διαφορετικό το ίδιο σε διαφορετική χρονική στιγμή ... Το ίδιο το σύμπαν σε κάθε στιγμή διαφοροποιείται ...
- Νιόνιο, από πούειναι αυτός που μένουν συνέχεια πίσω;
- Α, Αυτός είναι από το Κρυονέρι.
- Και ο παραπίσω;
- Αυτός είναι ... από το Μοναστήρι!
- Νιόνιο, σούειπα να μου φέρνεις εργάτες μόνο από του Μπάιστα!
Ο Βασίλης κι ο Πάνος ήσαν λίγο αργοί στην αξίνα. Ο Καραπάνος, όπως όλοι οι εργοδότες, ενδιαφέρεται για πολύ παραγωγικούς εργάτες.
Έτσι η φράση: «Αυτοίναι απ’ το Κρυονέρι» σήμαινε για τους επαΐοντες Μπασταίους τους οκνούς και βραδείς στη δουλειά. Παρατυχόντες σε στιγμές ή εκδηλώσεις, δήλωναν το πρωτόφαντο της ομορφιάς της ντοπιολαλιάς.
Οι διάλογοι αποκομμένοι απ’ τη ζωντάνια τους, φαίνεται για καυγάς, τσακωμός. Καμιά φορά καταλήγει σε καυγά. Και γινόταν, όταν κάποιος πετούσε τη φράση «τι βλακείες λες»ή «κοφ' τις βλακείες» ή την άλλη λέξη ... την πασίγνωστη.
Πάντα τις κουβέντες τους τις συνοδεύει ένα αχνό χαμογέλιο, ανάμεσα στην ειρωνεία και το σαρκασμό. Την αυτοειρωνεία και τον αυτοσαρκασμό. Σ' ένα τέτοιο υπόβαθρο δομείται ο χωριάτικος λόγος. Δεν πρόκειται για μια καταλυτική ειρωνεία σε βάρος του άλλου, ούτε ένας σαρκασμός του άλλου.
Αυτές τις λέξεις αξίζει ο κόπος για μια προσπάθεια καταγραφής μέσα στο κλίμα και την πραγματική ζωή και γλώσσα του χωριού.
Το συνήθειο του διφορούμενου λόγου ήταν πασίγνωστο στους Μπασταίους . Μ’ ένα ζμπάρο δυο τρυγόνια, λέγανε .

Ο Ηλιόπουλος στο βιβλίο του ''το τοπωνυμικό της Ηλείας'' αναφέρει με τρόπο που φαίνεται να συμφωνεί με τον Grimm πως “Η γλώσσα μας είναι και ιστορία μας”. Είναι όμως και ιστορία του η γλώσσα του χωριού; Και ποια είναι η πραγματική του γλώσσα και ιστορία, όταν υπάρχουν πολλές εκδοχές και της γλώσσας και της ιστορίας. Μα και κριτήρια για το ποια γλώσσα και ποια ιστορία. Καθένας με την ιστορία του, θα μπορούσαμε να πούμε, παραφράζοντας το: καθένας με το εμπόρευμα του, τη σημαία του, και ... την πορδή του. Βέβαια οι εφοπλιστές και όλοι οι ομοϊδεάτες τους, για το δικό τους συμφέρον, αλλάζουν σημαία κατά κέρδους μεριά ανά πάσα στιγμή και εισάγουν - εξάγουν κάθε ιερό και όσιο για τον ίδιο μοναδικό ιερό σκοπό. Το κέρδος τους! Ο Πλάτωνας στο Μενέξενο δεν θεωρεί καθόλου τιμητική ιστορία την έν Μαραθώνι μάχην. Ο Σωκράτης δεν θαυμάζει την Αθήνα και την ιστορία της δικής του Αθήνας, αλλά αναδείχνεται στον πιο διάσημο Σπαρτιατολιγούρη. Οι 30ακοντα τύραννοι ήταν δικά του πνευματικά θρεφτάρια. Κι πιτσιρικά του H. Esse, διαβάζει το ίδιο περιστατικό έτσι κι αλλιώς κι αλλιώτικα.
Δεν ισχύει το ίδιο με τη γλώσσα. Όσο και να θέλεις, δε μπορείς να φτιάσεις δική σου γλώσσα. Η Εσπεράντο δε περπάτησε όσο κι αν ήτανε η πιο σωστή από όλες τις γλώσσες του κόσμου !...




Η Μπασταίικη γλωσσική ιδιαιτερότητα. Η ελληνική γλώσσα, ποτέ δεν μιλήθηκε ομοιόμορφα σ' ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Στο πέρασμα του χρόνου και τις ιδιαιτερότητες του χώρου, διαμορφώθηκε σε τοπικές παραλλαγές, ιδιώματα και διαλέκτους. Η αρχαία Αττική διάλεκτος αποτέλεσε την βάση της Κοινής Αλεξανδρινής. Στο τέλος της 1ης μχ και τις αρχές της 2ης χιλιετίας διαμορφώνεται η νεοελληνική. Από τον 13ο-14ο αιώνα και μετά, έχουμε συμβίωση της Νέας Ελληνικής γλώσσας με την Αρβανίτικη. Αρβανίτες, ορθόδοξοι χριστιανοί, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στον Ελλαδικό χώρο, θεωρώντας τον δικός τους τόπο.(Δες: Κώστα Η. Μπίρη "ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ, ΟΙ ΔΩΡΙΕΙΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ"). Για τον τόπο αυτό αγωνίστηκαν να λευτερώσουν από την Οθωμανική σκλαβιά. Σύμφωνα με το οδοιπορικό του περιηγητή De la Guilletiere, οι 49 από τους 50 που κρέμαγαν οι Οθωμανοί, ήσαν Αρβανίτες (Κ.Μπίρη ό.π. σελ. 306). Η διατήρηση της αρβανίτικης γλώσσας στο χωριό Μπάστα, φτάνει ως τις αρχές της 10ετίας του ’30. Πολλές λέξεις της Αρβανίτικης ενσωματώθηκαν στην «Μπασταίικη διάλεκτο» και τα παιδιά των Μπασταίων χρησιμοποιούσαν και χρησιμοποιούν ακόμα και σήμερα πολλές από τις λέξεις αυτές. Στα τέλη της 2ης μχ χιλιετίας είχε καταβληθεί συστηματική προσπάθεια να μην μιλιέται η αρβανίτικη γλώσσα. Επανειλημμένες ήσαν οι "εθνοκαταγραφικές" επισκέψεις στο χωριό. Οι "γλωσσικές έρευνές τους", πραγματικά στόχευαν στο κατά πόσο μιλούσαν αρβανίτικα οι Μπασταίοι (Ηλιόπουλος, κ.ά.). Αυτές οι πιέσεις είχαν σαν αποτέλεσμα την εγκατάλειψη και τελικά την εξαφάνιση της Αρβανίτικης γλώσσας.


Γλώσσα. Σα μίλαγαν για γλώσσα οι Μπασταίοι, το μυαλό τους πήγαινε στο γνωστό όργανο που βρισκόταν στη στοματική τους κοιλότητα. Τη μιλιά τους, όπως λέγανε την ικανότητά τους να μιλάνε, την αποδίδανε στο κρεάτινο όργανο, που είχανε στο στόμα τους. Και πώς να μη το νομίζουνε αυτό! Σα δάγκωναν τη γλώσσα τους ή πρηζότανε για κάποιους λόγους, μιλούσαν δύσκολα ή και γελοία. Χασκογελούσαν κλαψουρίζοντας. Αυτό γι αυτούς ήταν η γλώσσα. Και μια απειλή τους ήταν: "θα σου κόψω τη γλώσσα". Που και πώς να πάει το μυαλό τους στη Γλώσσα, όπως τη νοούσαν γλωσσολόγοι και Γραμματικοί, και πως να κόψουνε μια τέοια γλώσσα; Δεν ξέρανε καμιά τέτοια γλώσσα. Άιντε να πήγαινε το μυαλό τους και στις αρνοκατσικίσιες, σαν τρώγανε κανένα κεφαλάκι. Αν, για το μοναδικό Αριστοτέλη,Ψυχή είναι η ζωτική δύναμη φυτών και ζώων, που άν την χάσουν παύουν να υπάρχουν, και για τον μεγάλο γλωσσολόγο Σοσίρ, Γλώσσα είναι η δυνατότητα του κοινωνικού ανθρώπου ν' αρθρώνει λόγο, που αν τη χάσουν, τραυλίζουν ή γίνεται μουγγοί, τότε όλοι όλου του κόσμου οι ... "Μπασταίοι", δικαιούνται ν' απολαμβάνουν ήσυχα τις αρνοκατσικίσιες κι αν λάχει και τις μουσκαρίσιες. Ας μην ανησυχούν για την ψυχή του αρνίου ή του μουσκαριού. Άλλοι είναι που τους την αφαιρούν και πληρώνονται γι αυτό!
Δε λέγανε μόνο στη "γλωσσού", πως θα της κόψουνε τη γλώσσα. Λέγαν πολλά διδαχτηκά πριν απ' αυτό. Για τη δική τους γλώσσα ή και των άλλων λέγανε: «Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακάει». Έτσι. Ασυναίρετο το ρήμα. Βέβαια κάποιοι θα κάνανε χαρά, αν λέγαν' οι Μπασταίοι το αρχαίο «θραύει». Κάποιες φορές, στους ύστερους καιρούς, κάποιοι γραμματισμένοι, προτιμούσαν το θαμιστικό τύπο του ρήματος και λέγανε: τσακίζει. «Θραύει» δεν είπανε, κι ούτε θα πουν, ποτέ τους. Λέγαν μια άλλη κουβέντα, γι άλλους λόγους. Λέγανε, ας πούμε,το δικό τους: "έγινε τρύψαλα το ..." κι όχι "θρύψαλα", των καθώς πρέπει. Κάποιοι Μπασταίοι σπάγανε που και κανα κοκαλάκι, σαν παραπατούσανε ή πέφταν από ζώα ή και δεντρα. Κανένας όμως, δεν έσπασε κόκαλο ή έτω κι ένα τοσοδούλι κοκαλάκι δικό του ή των άλλων με τη γλώσσα. Μπορεί κάποιος να τάβαλε με καμια "κριτσιανίδα", κατά πως λέγανε το χόνδρο, αναποτελεσματικά, μιας και ποτέ δεν ακούστηκε κάτι τέτοιο στο χωριό! Άλλο καημό έκρυβε ο λόγος. «Είναι να μη σε πιάσει στο στόμα της/ου. Σε περνάει γενεές 14, ώσπου να πεις κύμινο», και κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου λίγο. Το πέρασμα από 14 γενιές είναι, και πάρα είναι, πολύ για ένα τόσο δα μικρό χωριό!
«Γλώσσα έχει και λαλιά δεν έχει» ή «στόμα έχει και μιλιά δεν έχει» αυτό το παιδί, το τσιουπί, η γυναίκα ή, που και που, και κανας άντρας. Αυτό το λέγαν για κάποια ή κάποιον λιγομίλητο. Να τον παινέψουν, μα και να ειρωνευτούν, σαν «δεν έβαζε γλώσσα μέσα» ή «έβγαζε γλώσσα». Για τους άλλους και κύρια τις άλλες, λέγαν άλλα. «Έχει μια γλώσσα ναα …». «Δε βάνει γλώσσα μέσα της/ου» . Λίγες φορές αυτές οι φράσεις αναφερόντουσαν σε άντρες. Σχεδόν πάντα σε γυναίκες. Αποκλειστικά για τις γυναίκες, που όμως το λέγανε άντρες και γυναίκες: «ρε σούειναι μια γλωσσού αυτή …». Γι αρσενικα, δεν ειπωθηκε κάτι τέτοιο στο χωριό. Η λέξη «γλωσσάς» είναι πάνυ(!) αδόκιμη για Μπασταίους άντρες. Καιγια να κρατιούνται οι φυλετικές ισορροπίες, ποτέ δεν είπαν στο χωριό κάποια Μπαστιώτισσα "ψωμού"! "Ψωμάς" όμως, ήταν ... ευ δόκιμη και μάλιστα, λίαν και την πολυλέγαν στο χωριό.
Η πιο βαριά «γλωσσίζουσα» κακία ήτανε και παραμένει: « Αυτή, σου είναι μια γλωσσοκοπάνα…». Αυτό το λέγανε γυναίκες για γυναίκες σε γυναίκες. Μα και άντρες που και που. Για γλωσσοκόπανους δεν ακούστηκε ποτέ το κάτι τι. Για "κόπανους" όμως, όλο και κάτι λέγανε οι άντρες, αλλά που και που και οι γυναίκες.
Πολλές φορές λέγανε για κάποιον που παραφέρθηκε: «Δε δάγκωνες τη γλώσσα σου;». Σα δάγκωναν όμως τη γλώσσα τους, βερβέριζαν από τον πόνο και κάποιες ανοίκειες λέξεις και φράσεις ξεστομίζονταν, μετά το πρώτο αχ και βαχ. Σαν όμως τρώγανε καμιά γλώσσα ψημένη στα κάρβουνα και πίνανε και κάνα ποτηράκι παραπάνω, λυνότανε η γλώσσα τους, στήνανε χορό οι λέξεις και το ξεφάντωμα ξόδευε όλο τον υπολειπόμενο ελεύθερο χρήσιμο χρόνο.


η περιγραμμάτου! Ήταν κι αυτή μια άλλη κι αλλοιώτικη γλώσσα. Έτσι λέγαν στο χωριό σε κάποιον που γραμματίστηκε και τάλεγε "περιγραμμάτου".
- Εγώ δε μπορώ να τα πω περι γραμμάτου, όπως ελόγου σου! Δε γραμματίστηκα ο μαύρος/η!
Γιαυτην την καθαρεύουσα λέγανε πολλά και … το γέλιο πήγαινε σύννεφο. Όχι βέβαια πως πήρανε χαμπάρι τα "ευαγγελικά" και τα τραγελαφικά της γνωστής ιστορίας των καθαρούτσικων, αλλά με τον κοινό νου που διαθέτανε όλο και κάτι λέγανε για τον "καθαρεύοντα λόγο" τους. Τους φαινόταν παράλογο και εξαιρετικά ανόητο να λένε το καθημερινό ψωμάκι "επιούσιον άρτον", το σπουργίτη "στρουθίον" το κατσούλι τους "γαλή" και αυτό να θεωρείται μόρφωση και σπουδαίο πράγμα. Σαν άκουγαν κάποιον να μιλάει έτσι, στράβωναν το σαγόνι προς τ' αριστερά, σφίγγανε τα χείλη, έγερναν και λίγο το κεφάλι προς τα δεξιά κι άκουγαν με μεγάλη απορία, που αν μιλούσε, θάλεγε: "είναι δυνατό να λέγονται έτσι τέτοιες ανοήσίες;" Λέγανε πολλές φορές για κάποιον νιο, που πήγε, λέει, και γραμματίστηκε κι έμαθε πως το κατσούλι κι η κατσούλα, (η γάτα ντε), λεγόταν από τους "μορφωμένους": "οικοδίαιτος γαλή " και … πήρε, που λέτε η γάτα την … γαλήν … και … πάει, κάηκε το σπίτι! Εμ, και το άλλο που το βάνεις; Γου και α, Γα. Του και α, τα κι όλα μαζί; Κατσούλα. Αυτό δεν είναι φτιαχτό ανέκδοτο ή παρμένο απ' την άγνωστη σ' αυτούς μεταγενέστερη κινηματογραφική ταινία. Είναι πραγματικό, κι έγινε σαν ήρθ΄ο δάσκαλος κι άνοιξε το σχολείο. Στο σπίτι είχαν όλοι τους κατσούλια, άιντε και καναγατί! Ποτέ, κανένας τους δεν είχε στο χωριό "οικοδίαιτον γαλήν"! Γαλιά και γάλους (γαλοπούλες) είχανε και κάνανε Χριστού και Πάσχα. Ποτέ γαλή! Ούτε στρουθία που τους τρώγανε το καλαμπόκι, που ήταν η πιο σπουδαία λειχουδιά για τα Μπασταίικα σπουργίτια! Αναγκαία διευκρίνιση. Αλλο είναι το καλαμπόκι, οι μικροί άσπροι σπόροι, κι άλλο τ' αραποσίτι, που οι περιγραμμάτου το λένε καλμπόκι.


Μπασταίικα. Η Γλώσσα που μιλούσαν οι Μπασταίοι ήταν τα ... Μπασταίικα. Είτε αυτά ήταν Ενετικά, Αρβανίτικα ή Ελληνικά. Ακόμα και τ' αλαμπουρνέζικα, που μίλαγαν μόνο και πάντα οι άλλοι, γινόντουσαν κι αυτά Μπασταίικα. Θες ο τόπος και το κλίμα, θες το νερό, θες το πιοτό, θες το ... κα(λ)(κ)ό τους ριζικό, όλο και κάτι διαφορετικό έβγαινε στα λόγια τους. Χοροπηδάγανε, χωρίς ίχνος ενοχής, πάνω στις λέξεις κι όλο και κάποια συλλαβή την έπαιρνε ο χάρος. Το ίδιο κάνει και η Γλώσσα με Γάμα κεφαλαίο. Όχι μόνο όλες τις λέξεις τις ... πηδάει, με όποιο τρόπο θέλει, μα κάνει και τους αυτόκλητους γλωσσαμύντορες, τύπου Μπαμπινιώτη, Χριστόδουλου και σία, να σκάνε απ' το κακό τους. Κανένας σεβασμός σε γραμματικές και γραμματικούς, συντακτικά και ... συντακτικούς, γλωσσολόγους και τους γλωσσολογούντες, με τρόπο, που μόνο η άγνοια και η σοφία του μεγάλου Γλωσσολόγου Σοσίρ ξέρει πολύ καλά. Φυτεύαν ένα γιώτα, που φύτρωνε εκεί που δεν το περίμεναν οι καθώς πρέπει. Το θέλεις το λέγανε θες. Το όλος, ούλος και το όλη, ούλια. Όχι ούλη, όπως θα το προτιμούσαν οι αρχαίοι Αθηναίοι. Ούλια, όπως το "φχαριστιόνταν" οι Μπασταίοι. Λέγανε, λένε και θα λένε, μέχρι να τελειώσουν ούλοι: Τι να στα λέου: Ούλια μέρα έβρεχιε και βρεχήκαμ' ούλοι. Κι οι Σπαρτιάτισσες λέγανε στο γιο τους: ή ταν ή επί τας, χωρίς να ρωτάνε κανένα Αθηναίο «φαφλατά», αν και τέτοια "πολυτέλεια" είχανε "δυνάμει" μόνο οι αγέννητοι Αμερικάνοι. Ποτέ τους οι Σπαρτιάτες! Οι Αθηναίοι, αν είχε δίκιο ο Μενέξενος, ήσαν και οι πρώτοι στην ιστορία Αμερικάνοι.


Μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε για τη γλώσσα που μιλούσαν οι Μπασταίοι πριν από το θανατικό του 1348-50μχ. Αν το χωριό ήταν Ενετικό δημιούργημα και οι πρώτοι κάτοικοί του ήσαν Ενετοί, κατά πως λεν κι οι ενδείξεις , τότε η γλώσσα των προ θανατικού Μπασταίων, πρέπει να ήταν η Ενετική. Και βέβαια δεν μπορούμε να πούμε πως μιλήθηκε ποτέ η σλαβική ή η πανάρχαιη των πρωτοχωρικών τελ Μπασταίων, εκτός κι αν η Καυκαναίικη κροκάλα, σαν διαβαστεί, μας πει κάτι … για τα τελ Μπασταίικα! Δεν αποκλείεται βέβαια, αν και απίθανο, να μιλούσαν την Ελληνική ή και την Ελληνική. Όλοι οι Κρυονερίτες πίστευαν και πολλοί πιστεύουν, πως οι Μπασταίοι, πάππων προσπάππων μιλούσαν την ελληνική. Κάποιοι πίστευαν και πιστεύουν στην ύπαρξη και κάποιων άλλων, αλλά όλες τους είναι "τίποτα" μπροστά στην Ελληνική τους και μάλιστα στην πιο αρχαιόπρεπη μορφή της, που όσο άγνωστη τούς είναι, τόσο και πιο σπουδαία. Κοινό εξ άλλου γνώρισμα όλων των αρχαιόπληκτων και αρχαιομανών. Μεταξύ μας, κανένας καθηγητής φιλολογίας του πανεπιστημίου δεν μιλάει αρχαία Ελληνικά, αν και χωρίς άλλο έπρεπε και πρέπει. Κι αν κάποιος αμφιβάλλει, ας πάει σε μια αίθουσα για πλάκα και θα βεβαιωθεί ιδίοις ωσίν, όμμασί τε και ... γλώσση! . Κι όμως, όλοι αυτοί είναι που στερούν τη γλώσσα, που μιλούν όλα του κόσμου τα παιδιά, σαν που, πολύ συχνά, συναντηθούν.
Μετά το μεγάλο θανατικό (1350µχ) μιλούσαν τα Αρβανίτικα, που ήταν και η μητρική τους γλώσσα. Για κάποιο χρονικό διάστημα, τα Αρβανίτικα πρέπει να ήταν και η μοναδική τους γλώσσα. Με το πέρασμα του χρόνου θα πρέπει να άρχισαν να μιλούν και την Ελληνική - εκκλησιαστική, που μιλούσαν και οι κοντοχωριανοί τους και άκουγαν στην εκκλησιά.


Μέσο. Η γλώσσα στο χωριό ήτανε και παραμένει μέσο επικοινωνίας. Περισσότερο ήταν φορείο της σκέψης, παρά φορέας. Οι πιο σοφοί Μπασταίοι μιλάγανε λίγο, ως καθόλου, λες κι ήτανε μουγγοί. Θες γιατί όλοι τους ήσαν λιγομίλητοι από γεννησιμιού τους, θες δε βρίσκανε ευκαιρία γιατί υδροκοπούσανε για το ψωμί απ' το πρωί ως το βράδυ, υποστηρίζανε πως: «ο λόγος είναι άργυρος και η σιωπή χρυσάφι», που υποκρύπτει μια βαθειά πανανθρώπινη επιθυμία. Που ξέρεις … λέγανε οι άδειες τσ(ι)έπες τους, όπως κρώζουν οι τσ(ι)έπες όλου του κόσμου. Λέγαν και το άλλο και μάλιστα στ' αρχαία, σαν γνήσιοι οπαδοί της Σπάρτης. "το Λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν". Κι ο Σωκράτης ήταν ο πιο διάσημος θαυμαστής της Σπάρτης και του τρόπου ζωής. Μόνο που δεν πάτησε το πόδι του ποτέ στη Σπάρτη,γιατί μπορεί και να του το κόβαν οι Σπαρτιάτες, αφού δεν έβαζε ποτέ του γλώσσα μέσα. Μέχρι και τα βράδια παραμίλαγε και ... τον μπουγέλωνε η μαύρη του η γυναίκα!
Η γλώσσα, ήταν αναγκαία στους Μπασταίους για να ζήσουν. Τα πιο πέρα ήταν τόσο μακριά και ξένα, που ούτε υποψία. Οι γλωσσολόγοι και οι Λογικοί, οι μεγάλοι σοφοί, εκτός απ' το Σωκράτη, για τους Μπασταίους, ούτε που υπήρχαν. Αν και λέγαν στο χωριό για όλους τους σοφούς, πως κάναν’ τη δουλειά τους, για να ζήσουν και αυτοί, μιας κι αποφεύγανε τα χειρονακτικά, όπως τα λέγαν, σαν που ήτανε σοφοί. Οι χειρονακτικές είναι για ανειδίκευτους, όπως τους λέγαν και τους λένε. Πάντα αναζητούσαν το καθάριο ψωμί οι Μπασταίοι, που το προτιμούσανε απ’ τη μπομπότα. Οι χορτάτοι πάντα δίνουν προσοχή στα "καθώς πρέπει" λόγια. Οι νηστικοί είχαν πάντα το νου τους στο φαϊ. Το μάνα δεν ξανάπεσε από τον ουρανό, γι αυτό και τάκουγαν βερεσέ στην εκκλησιά. Εξ άλλου όλα αυτά γίνονταν τόσο παλιά, που ήταν σα να μην έγιναν ποτέ. Ποιος ξέρει λένε μερικοί … Δεν είναι και σωστό να κάψεις ιερά βιβλία, που λένε πως έπεφτε ψωμί απ' τα ουράνια... Ούτε είναι σωστό να κάνεις ό,τι κάνανε κάποιοι ιερωμένοι στα βιβλία των σοφών, μα και τους σοφούς τους ίδιους! Στα βερεσέ άκουγαν και τον ειδικό, που έλεγε πως το μάνα δεν έπεσε απ’ τον ουρανό, αλλά πως κάποια φυτά και σήμερα εκκρίνουν το Μα νου, που στους δύσκολους καιρούς ο Μωυσής κι αντάρτες του τρέφονταν στην έρημο, σαν δεν είχανε κάτι για να βάλουνε στο στόμα.
Μιλούσαν τη γλώσσα τους, χωρίς να πολυσκοτίζονται αν ήταν τούτη, εκείνη ή και άλλη. Σύμφωνα με τη δοθείσα τάξη, σα γεννιούνται οι ανθρώποι, δεν επιλέγουνε τίποτα. Ούτε γονείς, ούτε πατρίδα, ούτε θρησκεία κι ούτε γλώσσα. Κανένας και ποτέ δε διάλεξε αυτά που βρήκε. Πως θα το μπορούσαν οι Μπασταίοι. Άλλοι αποφασίζουν, για όλα όσα μαθαίνουν όλοι οι ανθρώποι. Ακόμα και πιο κει. Πολύ λίγα πράγματα μπορεί κάποιος να αλλάξει στη ζωή του. Και γιατί να το κάνουν οι Μπασταίοι. Πάντως κάποιοι φρόντισαν να τους αλλάξουν γλώσσα και πιστεύω διά ροπάλου! Σαν κάποιος μίλαγε άλλη γλώσσα, λέγανε: Αυτός τα λέει αλαμπουρνέζικα. Που και που λέγανε και βαρύτερες κουβέντες: μουρλάθηκε ο άνθρωπος και δεν ξέρει τι λέει. Με παρόμοιους τρόπους τέλειωναν οριστικά μαζί του. Δε βάζανε (ν)τριβέλια στα κεφάλια τους με πολλά πως και γιατί. Δεν κάναν’ το χατίρι των γραμματικών ή εθνολόγων. Πως να φανερώσεις κάτι που δεν ξέρεις. Η προστυχιά λουφάζει από γνώση κι αυτό απουσίαζε απ΄του Μπάιστα.
Για τους Μπασταίους και τις Μπαστιώτισσες αληθινό ήταν αυτό που χόρταινε την κοιλιά και τις κοιλιές των παιδιών τους. Αν πέρσευε και κάτι, ήταν κι αυτό αληθινό και χόρταινε και κάποιον πεινασμένο. Λες και σπούδασαν όλοι στην Αμερική. Τίποτα δεν τους έλειπε, μα κι ούτε τους πέρσευε. Πάντα βρίσκανε το χαρτόσημο για τους που γεννιόντουσαν, βαφτίζονταν, παντρεύονταν ή πήγαιναν για κατουΝτήστα. Κι ούτε που ξέραν’ πως δικηγόροι τα 'παιρναν αχρεωστήτως, για να μιλούν σωστά τη γλώσσα και να ψηφίζουν κατά ξένης τσ(ι)έπης και μερ(γ)ιά.
Τις περσευούμενες λέξεις, τις γράφαν’ στα παλιοπάπουτσά τους. Και σαν δεν είχαν, όπως τους ήτανε συνήθειο, χάνονταν χωρίς να δίνουν σημασία. Σιγά που θα νοιάζονταν μη χάσουνε τις λέξεις. Τα λεφτά, αν κι όταν είχαν, και τα μυαλά δεν ήθελαν με τίποτα να χάσουν. Από λέξεις … όσες θες, λέγανε. Με τα λόγια, λέγανε συχνά, όλοι χτιούν ανώγια και κατώγια, ακόμα και πύργους γυάλινους.
Οι αναγκαίες λέξεις και φράσεις, με διπλό, τριπλό και βάλε νόημα, ήταν αρκετές και με το παραπάνου. Δε χρειάζονται δα και πολλές λέξεις για να συνεννοηθούν ανάγκη και χημεία. Η καλή πρόθεση κι η καλή καρδιά, γίνονται ο καλύτερος δρόμος. Η πασίγνωστη λεξούλα φτάνει, αν δεν περισσεύει και αυτή, στο παιδικό παιχνίδι. Η ματιά, στους που κοιτιούνται ερωτευμένα, αχρηστεύουν λόγια, γλώσσες και περιγράμματες βλακείες. Του κάκου οι λεξιλάγνοι καραφλιάζουν. Το κακό χειροτερεύει και ο χαβάς, χαβάς τους. Έτσι είναι γλωσσικά σωστό, θα τιτιβίζουνε γαλιάντρες και θα γονυπετούν ευλαβικά μπροστά στην ... αττική ασυνταξία.
Με το νόμο της οικονομίας της γλώσσας υποστασιοποιούμενο σε χημική ανάγκη, οι Μπασταίοι διέθεταν το πιο πλούσιο λεξιλόγιο στον κόσμο. Για να συνεννοηθούν μεταξύ τους οι άνθρωποι, 1200 λέξεις φτάνουν, λένε ειδικοί, αν δεν περσεύουν μερικές. Οι Μπασταίοι με κάθε λέξη που ’ρχόταν στον ακούτραφo, τα λέγαν όλα. Αν το πολλαπλασιάσεις με το Νο των ειδικών, τους περισσεύανε πολλές χιλιάδες. Δεν είναι δα και μικρή τέχνη κάτι τέτοιο. Και οι αρχαίοι σοφοί τέτοια λέγανε για τη σιωπή. Είχαν και κάτι λέξεις που τα λέγαν όλα. Μόνο που τις λέγαν σοβαρά. Πώς να πεις το όν, που τα ‘χει όλα, χωρίς ακραία σοβαρότητα. Κινδύνευες να διασυρθείς από όλους τους μεγάλους. Το ρεντίκουλο ήταν κάτι πολύ ανυπόφορο για το χωριό και φρόντιζαν για μην έχουν. Κι αν χρησιμοποιούσανε συχνά τη λέξη, το κάναν πάντα για τους άλλους και την απουσία, μιας και η παρουσία εμπεριέχει ανεξέλεγκτους κινδύνους.
Χωρίς γλωσσικές φιλοφρονήσεις περνούσαν τον καιρό τους οι Μπασταίοι. Τα επιθεματικά, συνοδευμένα απ’ το γκρα, το βούρδουλα ή το γκλοπ, γερμανικής καταγωγής και προέλευσης, είναι παράπλευρες συγκομιδές των μεταπελευθερωτικών απορριμμάτων της προκοπής του έθνους και τρόπου ζωής, που ήρθαν με την απελευθέρωση από την «τουρκοκρατία», όπως λέγανε την Οθωµανοκρατία και κατατρόμαζαν το χωριό για ένα και πλέον αιώνα. Όλες αυτές οι γλωσσικές ιδεοληψίες δεν άλλαξαν καθόλου τον πρωτόγονο τρόπο ζωής τους. Αντίθετα, περισσότερους φόρους από πριν ζητούσαν ένοπλοι απεσταλμένοι και έπρεπε να βρουν τρόπους να … πληρώσουν. Απ’ τα Πετράλωνα ακουγότανε συχνά: «Τα βόιδα ήρθαν στο χωριό» κι ο πιο ανόητος νοούσε, δασκαλεμένος από πριν. Σήμα, σημαίνον και το σημαινόμενο μπερδεύονταν ξεκαθαρισμένα στον που τ’ άκουγε στη Φούιζα, στ’ Αρατρίτσι ή τη Νταρδαμπάρδα. Η κυριολεξία, χρήσιμο εργαλείο στους που πρέπει να κυριολεκτούν, δεν τους ήταν και τόσο απαραίτητη, ούτε η δουλειά τους ήταν να κυριολεκτούν. Μπουκιά δεν πρόσθετε στο λειψό φαΐ τους. Το αντίθετο είναι πιο σωστό για τους Μπασταίους, μα και για όλους τους σοφούς. Primum vivere. Η λέξη χριστιανός αντί τ' ανθρώπου ήταν και ο πιο ακριβής για τους Μπασταίους. Ποτέ δε λέγαν: σε καλό σου άνθρωπέ μου. Πάντα, σε καλό σου χριστανέ μου.
Η ντοπιολαλιά τους είχε κάτι το ιδιαίτερο, όπως όλοι οι τόποι σ' όλους τους καιρούς. -"Δενταφείνεις τα μπασταίικα", λέγαν οι κοντοχωριανοί. Είχαν τη δική τους γλώσσα και δεν τη βάζαν μέσα!
- Ναειπούμε κάνα παρλιακό, για να περάσ’ η ώρα.
- Το γιόμα άμα θες. Να κιώσω τη δουλειά μου πρώτα …

Ακόμα και οι που κουφαίνονταν στα γερατειά τους, αυτοί κι αν ήταν λογοκόποι.
- Δεμπολιαγροικάου ο κακομοίρης …
- Αα! τι πες γεροΜήτσιο μ’;
- Ροβόλατα τα πρόβατα.
– Αα! Καλά είναι τα γουρούνια …

Το δεμπολυαγροικάου έδινε κι έπαιρνε κατά γερατειά μεργιά. Άφηνε και κάτι για τους μικρούς, που δε χρειάζονταν και να τα μάθουν μονοκοπανιά. Έτσι κι αλλιώς, είχαν καιρό μπροστά τους. Με τονγκαιρό θα πήξει το μυαλό και θα λυθεί η γλώσσα κι η λαλιά τους. Το πεδούκλι της φύσης θα πεταχτεί σαν το πουκαμισόφιδο στην άκρη. Τα: από τημπόλη έρχουμαι και στην κορφή κανέλα, δίνανε και παίρνανε χωρίς δασμούς και άλλα κουραφέξαλα. Κανένα κράτημα ή σταματημός. Όλοι σταματάγανε στο Μεροβίκλη, το μεγάλο γκρεμό. Κι αυτό από σεβασμό στο Χάος. Όποιοι δε σταμάτησαν, το ‘καναν γιατί αγάπησαν πολύ τα εξαίσια γκρεμνά. Τη γονυκλισία των πιστών της θεωρίας του Χάους, ούτε που την είχανε ακούσει. Σιγά μην είχανε καιρό για το φτερούγισμα τις κατσιμπούλας του Τόκιο και τ’ άλλα μπουρμπούτσαλα. Κι αν είχαν και λίγο καιρό λόγω καιρού, τον διαθέτανε για να χαρούν τις δικές τους κατσιμπούλες και κωλοφωτιές, στις δικές τους ρεματιές και περβόλια. Έτσι προσεγγίζανε τον κόσμο και τις περισπούδαστες προκαταλήψεις. Όλοι τους, όλες τις άλλες τις θεωρούσανε ψεύτικες, εκτός απ’ τις δικές τους, κατά το ρηθέν από Μπασταίους: καθένας τημπορδή τηνγκάνει μοσχοκάρυδο. Κι όχι μόνο οι Μπασταίοι. Ούλοι, ούλου του κόσμου, μιμούνται τους Μπασταίους κι ας μην το μολογάνε! Ποιος ρώτησε τους ειδικούς και το δικό μας άντερο το κάναν’ eder. Οι που δημιουργούν ή σκάβουν όπου γης, βλαστημάνε ή ονοματίζουν. Δε ρωτάνε ειδικούς πως θα ονοματίσουνε τα έργατά τους ή πια βλαστήμια αρμόζει στη δική τους δυσκολία. Στον Αδάμ η θεϊκή εντολή να ονοματίζουν οι δικοί του και τα σκυλιά των «ειδικών» πιστάγκωνα δεμένα.


Η πρόσκαιρη. Παράλληλα με τη γενική ή ευρύτερη γλώσσα, είχαν και την πρόσκαιρα ιδιαίτερη, δική τους γλώσσα! Τη Μπασταίικη εποχική. Στις ευρύτερα γνωστές λέξεις δίνανε το δικό τους περιεχόμενο, πολλές φορές τροποποιώντας τες, χωρίς να ρωτούν κανένα. Που να βρουν τους ειδικούς; Κι αν εμφανιζόταν κάποιος στο χωριό, ερχόταν γι άλλους λόγους. Ακόμα και τους νόμους της γλώσσας «γράφανε» στα παλιά τους τα παπούτσια, αν και όταν είχαν. Όπως έκαναν και στη βαρύτητα, περιγελώντας χρόνια και χρόνια, σα διαβαίναν τους γκρεμούς. Ούτε ένα τους δε μπόρεσε να πάρει! Κι ας ακροβατούσαν από πεύκα σε πεύκα σ’ όλες τις πεύκες του γκρεμού. Με τη θέλησή τους κάποιοι, σκόπιμα, χρησιμοποιήσανε τα θέλγητρά της.


Ούτ’ ένα χρόνο να λείψεις από το χωριό και είναι απαραίτητος διερμηνέας.
-Ναι, ρε, η Βάκρα κι Κατσένα, χάσανε τα σκουλαρίκια κι άιντε τώρα νάβρεις άλλα!
Και το λέει σοβαρά και οργισμένα. Πως να βρεις κάποιο περιθώριο και τρόπο να ρωτήσεις. Ούτε ένα χάχανο για το γελοίο και αστείο, που ακούγεται στα σοβαρά τέτοιο τόσο τρελό! Μόνο αγανάχτηση επιτρέπεται για τον άχρηστο κόπο …
- Καπετάν Νίκο, Μουρλοί είν’ τούτοι ούλοι; Βάλανε σκουλαρίκια στ’ αρνιά και τα κατσίκια, στις προβατίνες στα κριάργια;
Χαμογελά, πολύ προσεχτικά, ο Νίκος και χαμηλόφωνα εξηγεί στον πρόσκαιρα αλλοεθνή του:
- Το υπουργείο είπε …
- Και … τα υπουργεία τους
, αγριοφωνάζει για τους λόγους του στο απέναντι τραπέζι ο Σπύρος ...



Γλωσσομάθεια. Οι Μπασταίοι ήσαν και Γλωσσομαθείς! Δυο τουλάχιστο γλώσσες μιλούνε για πεντέξι, και βάλε, αιώνες, χωρίς να λογαριαστεί η κατά καιρούς Μπασταίικη. Οι πρώτοι κάτοικοι μιλούσαν τη … δική τους. Ποια ήταν όμως; Ένας θεός το ξέρει, θα λέγαν οι Μπασταίοι. Η αρχική γλώσσα που μιλιόταν στο χωριό είναι, πιθανότατα η Ιταλική με την Ενετική εκδοχή της, αφού οι πρώτοι κάτοικοί του είναι μάλλον Ενετοί στρατιώτες, που φρουρούν τα όρια τις επεκτεινόμενης αυτοκρατορίας τους. Το τελειωμένο καλντερίμι στη Πλατειά σκάλα, που οδηγεί στο μισοτελειωμένο Ενετικό κάστρο στα Κιόνια, σύμφωνα με την παράδοση, που ακούγεται ακόμα στο χωριό, το λιοστάσι στου Μουρτζιούκου και οι σποραδικές σε όλη τη Μπασταίικη περιφέρεια ενετικές ελιές, καθώς και οι ονομασίες των βασικών τοπωνυμίων, όπως Φούιζα, Καλιμπάκι, Πίγκαρι, Λαφοξιά, Κοριτσιάνους, Καραμπάτσι, Κακόσι και πλήθος άλλων, υποδεικνύουν και τη γλώσσα των πρώτον νονών του χωριού. Βέβαια υπάρχουν πολλά, που πρέπει να εξιχνιαστούν και στο σημείο αυτό. Όπως, οι ιταλικές επιδράσεις στους Αρβανίτες, που εποίκησαν το χωριό στα μέσα του 14ου αιώνα ...
Το βασικό χαραχτηριστικό του γλωσσικού ιδιώματος που μιλιόταν στο χωριό κατά το 19ο και 20ο αιώνα είναι απόηχος της δωρικής διαλέκτου, φορτωμένο με παραμορφώσεις από πλήθους τοπικών ιδιομορφιών, που έφεραν μαζί οι φερτοί γαμπροί και νύφες από την ορεινή Ηλεία και Αρκαδία. Ήταν δωρίζουσα διάλεκτος με τοπικές παραμορφώσεις ανάμεικτη με άλλες αρχαίες διαλέκτους, όπως το επικό και ιωνικό ούλος, ούλα, ούλοι, δε(α)γροικάς (Ξενοφάνης ο Κείος), κλπ. αλλά και κλιματικές και άλλες παραφθορές, σαν όλης της νεοελληνικής. Κάπως έτσι είναι η ντοπιολαλιά του χωριού ...
Η κροκάλα με τη Γραμμική Γραφή Β που βρέθηκε στην Καυκανιά ή Καυκωνία, όπως γράφουν στις σημερινές ταμπέλες οι περιγραμμάτου νομαρχιακοί, πρέπει κι αυτή να είναι φερτή ... Όχι μόνο η Καυκανιά, μα και πλήθος άλλα χωριά είναι παραμορφωμένα τα ονόματά τους από τους απερίγραπτους περιγραμμάτου. Το κεφαλοχώρι Λάλα διαβάζεται στις ταμπέλες εισόδου - εξόδου, Λάλας και στο πρόσωπο όλων διαγράφεται η απορία αν πρόκειται για κάποιο άλλο χωριό, αφού κανένας και ποτέ δεν το αποκάλεσε έτσι: Λάλας. Το χωριό Δούκα διασύρεται σαν Δούκας, του Πόθου σαν Πόθος και πάει λέγοντις. Κάποιοι γελούν θυμωμένα. Άλλοι, άλλα σχόλια και λέξεις προφέρουν …


Κάθε χωριό, μικρός κύκλος, ακόμα και παρέα, αναπτύσσουν μια ιδιαίτερη σημαντική, που είναι κατανοητή σε ’κείνο τον κύκλο και δίδει κάτι το ιδιαίτερο, το ξεχωριστό που συνιστά μια ιδιαίτερη ποιότητα. Του Μπάιστα είχε το δικό του κώδικα με καταδικό του περιεχόμενο. Με καμβά το κροκαλόσπαρτο τοπίο, τη Βρύση με τον Πλάτανό της, τη ρεματιά με βάτα, Φροξυλιές κι αηδόνια, τις κουμαροσκιντόφυτες βουνοπλαγιές, τις πολυεπίπεδες δράσεις, που είναι μοναδικές και διαφορετικές σε διαφορετικές στιγμές. Όλος αυτός ο φυσικός πλούτος έβγαινε στις κουβέντες το ίδιο ζωντανός με αφθονία σαν το τοπίο και τη δική τους πολυμορφική δραστηριότητα. Όλοι στο καφεθέατρό τους ήταν μια παρέα. Οι φθονερές ενδημικές καλλιτεχνικές αντιζηλίες απουσιάζαν παντελώς. Άλλης μορφής και άλλου χώρου αντιθέσεις μένανε έξω από την πόρτα. Οι πιο ταλαντούχοι μέσα δεν αντιστοιχούσαν με τα έξω. Παρατυχόντες σε κοινές στιγμές , δήλωναν το πρωτόφαντο. Οι διάλογοι απ’ τη ζωντάνια τους, φαίνονταν καυγάς ή τσακωμός. Καμιά φορά, βέβαια κατάληγε και κει. Πάντα γινότανε καυγάς, σαν κάποιος πετούσε : "τί βλακείες λες" ή "κοφ’τις βλακείες" ή την άλλη λέξη ... την πασίγνωστη. Τότε σχόλαγ’ ο γάμος, λες κι έκλα...ψ’ η νύφη.
Τις κουβέντες τους συνόδευε αχνό χαμογέλιο, ανάμεσα στην ειρωνεία και τον αυτοσαρκασμό. Σε τέτοιο υπόβαθρο χτιζόταν η χωριάτικη κουβέντα. Δεν ήταν καταλυτική ειρωνεία σε βάρος κάποιου, ούτε σαρκασμός, μα περιείχε πάντα ένα αλλά. Ένα αλλά γεμάτο με την ιδιαιτερότητα του χωριάτικου, που γεννιόταν στο συγκεκριμένο κι έπαιρνε τη μοναδική χωριάτικη απόχρωση και ηχοχρώμα. Του Μπάιστα είχε το δικό του Μπασταίικο αλλά . Όλα όσα ο κόσμος έκανε και κάνει, τα έκαναν όλα στο χωριό. Γεωργοκτηνοτροφία σε όλη την κλίμακα παραγωγής και μεταποίησης. Υφαντουργία μαζί και η παραγωγή και επεξεργασία των πρώτων υλών. Οινοποιία με όλη την κλίμακα καλλιέργειας και τις σχετικές δραστηριότητες. Εστίαση(μαγεριά) και παραγωγή ψωμιού(φούρνοι), Οικοδομή (μόνοι τους χτίζανε τα σπίτια), Ελαιοπαραγωγή, κηπευτική, ορνιθοτροφεία (κοτέτσια) και χοιροτροφεία(μουτούπια)… Όλα όσα κάνει ο κόσμος όλος. Μόνο πετρέλαιο κι αλάτι αγόραζαν από το μονοπώλιο. Είχαν πάντα και το πιο μοντέρνο καφεθέατρό τους. Χωρίς συγγραφείς θεατρικούς, χωρίς ηθοποιούς, δοκιμές κι ετοιμασίες, χωρίς σκηνές και σκηνοθέτες. Με όλα τα χωρίς, κάποιες, αν όχι όλες τους οι «παραστάσεις», θα τις ζήλευαν πραγματικά οι πιο μεγάλοι θεατρικοί! Αρκεί να κρυφακούγαν, να κρυφοκοιτούν ή να ήταν ένας απ’ αυτούς. Αυτό ήτανε το ζωντανό τους θέατρο. Όλες τις τέχνες και τα γράμματα ασκούσαν οι Μπασταίοι, εκτός από τα περιγραμμάτου κόπα και σαμπί. Το δίγαμα, το περιφρονούσαν από παρεξήγηση. Ήσαν από ανάγκη μονογαμικοί και θεωρούσαν, πως ήτανε πιο καλό το τρίγαμα σαν αμαρτήσει κάποιος. Το δις εξαμαρτείν, ουκ ανδρός σοφού, λέγανε πολύ συχνά. Από το τρις και πέρα ερχόταν η σοφία, η γνώση, ίσως κι επίγνωση, λέγαν οι πιο πονηροί. Μα όλοι, όλου του κόσμου οι συγγραφείς, μεσάνυχτα στη μοναξιά τους, δεν κρυφοκοιτούν ηδονικά τ’ απόκρυφα του σώματος και της ψυχής εαυτών, μα και των άλλων;
Μπασταίικοι δεν ήταν οι σεισμοί, που ερχόντουσαν απρόσκλητοι συχνά. Οι λοιμοί που 'ρχόταν από μακριά. Ο άλλος λιμός ήταν μόνιμος κάτοικος, γέννημα και θρέμμα των Μπασταίικο. Οι καταποντισμοί, οι πόλεμοι και τ’ άλλα φυσικά κι αφύσικα κακά, πηγαινορχόντουσαν σαν αφεντικά. Α! και η Βαρύτητα. Αυτή έπαιζε κρυφτούλι μ’ όλους τους Μπασταίους. Νικούσε μόνο κατά γέρατα μεριά!




Η γενική Κτητική. Ντάγκας ο παππούς, ο μπαμπάς, ο γιος, και τ’ αγγόνια. Ντούγκα η γιαγιά, η μαμά, η κόρη κι οι αγγόνες. Στην ονομαστική τ' σερνικό, στη γενική κτητική το θηλυκό. Οι Μπασταίοι στην παραγωγή της υλικής τους ζωής δεν είχαν δούλους. Που και που, κάνει την εμφάνισή του και κάνας ψυχογιός, σε άκληρα, κύρια, ζευγάργια. Πραγματικοί όμως δούλοι και δούλες δεν εμφανίστηκαν ποτέ. Ανάμεσα στον άντρα και την γυναίκα δεν υπήρχε δουλοχτητική σχέση. Ο πρωτόγονος αναγκαίος φυσικός καταμερισμός της οικοτεχνικής δουλειάς ήταν το Μπασταίικο καθεστός. Η γενική κτητική , που υπάρχει στη Μπασταίικη ντοπιολαλιά είναι "φερτή", και μάλιστα χωρίς συνοικέσιο. Ήρθε ακάλεστη, μαζί με το τσούρμο πλήθους άχρηστων λέξεων, που κάθε γλώσσα κουβαλάει στη ζούμπα (καμπούρα) της. Οι περιγραμμάτου τις κουβαλάνε για να κάνουν τον καμπόσο, στους που περναει κάτι τέτοιο, ακούγεται θυμωμένα από Κουγκουλώρας μεργιά.
Γράφουν οι σύγχρονοι φεμινιστές, αλλά και οι φεμινίστριες απόκοντα: " Ο χοντρός/ή", "ο μεγάλος/η" ... και πάει ... γράφοντας, λέγοντας και κράζοντας τα φεμινιστικά τους, όλοι/ες οι κουλτουριαραίοι/ες αριτεροδέξιοι/ες. Μια γραφή και διάκριση που κορακιάζει τις λέξεις κι ασχημαίνει τα γραφτά. Οι παλιοί περιγραμμάτου καθαρευουσιάνοι γραμματικοί και οι σύγχρονοι τους γλωσσαμύντορες, που καμαρώνουν όλοι τους για τα καλά "νοηματικά!" (=αυτά των κωφάλαλων) ελληνικά τους, αδικώντας με τις ανόητες προκαταλήψεις την λεύτερη Ελληνική γλώσσα, λέγανε και λένε, πως το αρσενικό είναι ισχυρότερο (άκου, ισχυρότερο!) του θηλυκού και μπαίνει πρώτο στη σειρά.
Στον αρχαίο κόσμο και σε κάποιο βαθμό και σήμερα, ο παραγωγός της υλικής ζωής, αυτός που "εξόφθαλμα" φέρνει στο σπίτι το φαΐ, είναι ο άντρας. Στην αρχαία Ελλάδα οι άντρες- πολίτες, νικώντας τον ασιατικό τρόπο παραγωγής (όλα ανήκουν στο Δεσπότη, αντιπρόσωπο του Θεού στη γη), κάνουν δούλους τους ηττημένους και εγκαθιδρύουν απόλυτα τη δουλεία. Οι δούλοι καθηλώνονται απόλυτα στην παραγωγή των υλικών αγαθών της ζωής των ελευθέρων πολιτών. Ο πρώτος μέγιστος επιστήμονας - ΔΕΝ ήταν φιλόσοφος - Αριστοτέλης, θεωρητικός της δουλοχτητικής και γενικότερα της ταξικής κοινωνίας, διακηρύττει: η φύση γεννά ελεύθερους και δούλος. Καταχτητές και δημιουργοί της Ελευθερίας τους είναι οι άντρες - πολίτες. Όλοι οι άλλοι γίνονται ιδιόχτητο κτήμα τους.
Αυτό το μοναδικό φαινόμενο της δουλοχτητικής Αρχαίας Ελλάδας, ο τόπος που γέννησε την ατομική ιδιοχτησία, καταργώντας τη θεοκρατική του ασιατικού τρόπου παραγωγής, δεν μπορούσε να μην πάρει τη θέση του και στη γλώσσα.
Μόνο ο ελεύθερος άνδρας, γιατί υπήρχαν και δούλοι άντρακλες, έχει επίθετο στην ονομαστική και είναι φύσει τέτοιος. Η γενική κτητική κάνει το θαύμα και το θύμα της. Στην αρχαία Ελλάδα, που μπαίνει η ιδιοκτησία με τρόπο απόλυτο και αυγάζει ο πολιτισμός, μόνο πολεμώντας είσαι ελεύθερος.


Μετά το θανατικό του 1350 μχ, οι που ήρθαν στο χωριό Αρβανοί (Αρβανίτες) κι όχι Αλβανοί, είχαν τέτοια γενική κτητική στο όνομά τους ή δεν είχαν; Να δούμε αν και η Αρβανίτικη είχε κι έχει γενική κτητική … Και κάτι ακόμα: Υπάρχουν Αρβανίτες στη σημερινή Αλβανία; Αν δεν υπάρχουν, από πότε και πως έγινε αυτό;


Γλωσσοδέτες ή "Κολοκύθια στο πάτερο" λέει ο ... ονόματα δε λέμε: Ο βολυμοκοντυλοπελεκητής: //Εκκλησιά μου πλουμισμένη /και Βολυμοκοντυλοπελεκημένη/ Ποιος σε βολυμοκοντυλοπελέκαγε/κ’είσαι βολυμοκοντυλοπελεκημένη; //Ο γιος του βολυμοκοντυλοπελεκητή/ με βολυμοκοντυλοπελεκαγε/ Κ’ είμαι βολυμοκοντυλοπελεκημένη.// Το λάθος στην προφορά ήταν να πει : Βολυμοκολοπελεκημένη (παλιόλογο !!) Αυτό έκανε όλους να γελάνε. Το γέλιο εδώ ήταν η τιμωρία του σφάλλοντα. Το μη γέλιο ήταν η ανταμοιβή για τον … άσφαλτο. Το χειροκρότημα είναι νεωτερικό.
Η πέτρα: //Άσπρη πέτρα ξέξασπρη/ κι απο τον ήλιο ξεξασπρότερη. …. // Αυτό επαναλαμβάνεται συνέχεια με αυξανόμενη ταχύτητα. Δεν αναφέρονται εδώ αμοιβές ή ποινές.
Η πάπια: //Μια πάπια, μα ποιά πάπια./ Μια πάπια, μα ποια πάπια / ….. Μα πια πάπια/ … Κι αυτό επαναλαμβάνεται συνέχεια με αυξανόμενη ταχύτητα. Δεν αναφέρονται κι εδώ αμοιβές ή ποινές.
Ο παπάς: //Ο παπάς ο παχύς έφαγε παχιά φακή. Γιατί παπά παχύ έφαγες παχιά φακή;// Εδώ λέμε και το όνομα, μετά από άδεια. Αν αλλάξει γνώμη η κυραΜαρία Γεωργίου, οι τελίτσες περιμένουν και δεν παίρνουμε και καμιά άδεια.
Ο τσίτζιρας : //Ο τσίτζιρας, ο μιτζιρας,/ ο τατσιμίτζιχότζιρας,//Ανέβηκε στη μιτζιργιά,
τη χοτζιργιά,/ την τατσιμιτζιχοντζιργιά // κι έφαγε τα μίτζιρα, τα χότζιρα,/ τα τατσιμιτζιχόντζιρα, // κ’ ήπιε το γλυκό κρασί / με τηγκούπα τη χρυσή.// Κι εδώ έχουμε ονόματα: Υπαγορεύτηκε από την Έφη Γεωργίου και την Έφη Νταγκούλη.
Τα παρακάτω δεν έχουν σχέση με γλωσσοδέτες και … κολοκύθια.
Τ' άλογό του Θοδωρή. Όχι του Θεοδώρου! //Θοδωρή, Θοδωρή,/ τ' άλογό σου δε μπορεί./ Βάλτου βρώμη και ταϊ/ Να χορέψει σαν τραϊ,/ σαν τραϊ και σα βετούλι,/ σαν του γύφτου το ταβούλι.//
Αποκριάτικο και πολύ, μα πάρα πολύ πιπεράτο:
//Το μ..νι στηγκαρυδιά/ και ο π...ος απουκά./ Κατάβα κάτου μ...ρε,/ δεγκατεβαίνω π....ρε,/ γιατί βρίσκεις τρούπα και τρουπώνεις/ και τα μαλλιά ανακατώνεις.// Αυτό από τον … , αν κι όλοι το λέγανε. Δεν παίρνουμε όρκο, αν συνεχίζουν να το λένε ακόμα και μάλιστα βελτιωμένο. Οι λέξεις ποτά δεν ήταν πρόστυχες. Πολλοί όμως, ήταν και παράειναι. Εδώ δεν περιλαμβάνονται Μπασταίοι. Ήταν ούλοι τους φτωχοί άνθρωποι.
Ο κοκκινόλαιμος: //Τσίχλα κακακαηδού,/ Δε παντρεύεσαι μωρή;/ Τσίχλα: /Ποιόν να πάρω για γαμπρό;/ Κοκκινόλαιμος: //Πάρ’ τογκότσιφα γαμπρό.// Τσίχλα: //Δεν το θέλω τοντζερλι./ Ποιον να πάρω ρε παιδί;//
Κοκκινόλαιμος: //Εμένα πάρε για γαμπρό// Τσίχλα: Άιντε παλιομυγοπιάστη να χαθείς.// Κοκκινόλαιμος: //Εγώ θες να χαθώ μωρή;/ Τα μηριά μου, τα χοντρά μου/Πέντε κάκαβα γιομίζουν/ Και τα στήθια κι αυτά/Πέντε γάμους συνεβγάνουν.//
Η Αλφαβήτα: //Αλφα Βήτα τσορολό,/το κεφάλι σου ξερό,/κρέμεται στομπατερό,/τρώει τραχανοχυλό.//
Της τυρινής.Το βράδι της Κυριακής της τυρινής τρώγανε όλο το χωριό λαζάνια, που τα καίγανε με βούτυρο και ρίνανε και μιτζήθρα απουπάνου και σαν αποτρώγανε βάζανε αυγά στη θράκα κι αρχίζανε: // Καίω καίω.../- τι καις;/- καίω τον Ασβό που τρώει τ' αραποσίτι.// Κι απαντούσε ο άλλος άγρια:// κάυτονε και ψήστονε.//Και πάλι από την αρχή με:
//Καίω … τι καίς;// το γεράκι και την αλπού,/ πότρωγε τις κότες,// Και πάλι από την αρχή με: // Καίω… //το ξιφτέρι, πότρωγε τα κλωσσόπουλα,// … το φίδι ..//, και πάει λέγοντις, μέχρι να βαρεθούνε! Μετά το φαϊ, βάζανε τ' αυγά στη θράκα για να ψηθούνε. Όποιου ίδρωνε τ' αυγό λέγανε πως ήτανε ντεμπέλης. Αν κάποιου έσκαγε, σκάγαν' οι οχτροί του. Αν ήτανε τ' αυγό γιομάτο, θα γιόμιζε τ' αλώνι. Αν ήταν κούφιο, θα ήταν άδειο τ’ αλώνι. Αυτά από τον παπαΚώστα, με τη σύμφωνη γνώμη του Τάση του Γιαννίτσα, του Θανάση του παππά και του Ρουλάκου.
Μπασταίικη μετεωρολογία. Οι Μπασταίοι είχαν εγκαταστήσει σ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα σταθμούς μετεό! Οι ειδοποιήσεις ήταν αυτόματες. Σα λιγόστευ’ η λιακάδα, ρίχνανε μια ματιά στον ορίζοντα και οι πληροφορίες ευανάγνωστες στον καθένα. Τέτοια κωδικοποίηση δεν την έχουν κι ούτε θα την αποχτήσουν οι μετεοί ποτέ τους. Τα Μπαστιωτόπουλα θυμούνται τους μετεοκώδικες των Μπασταίων γονιών τους. Η ποίηση από εργαλείο υπαρξιακής φαγούρας, γίνεται χρηστικό εργαλείο αποκωδικοποίησης του καιρού. Να ένα, που το ξέραν όλοι οι Μπασταίοι και τα Μπαστιωτόπουλα κι αφορούσε όλους τους κλάδους της οικονομίας του χωριού. Σα φύσαγε νοτιάς λέγανε: //Παν' τα σύννεφα στημΠάτρα,/Παν' τα ρέματα γιομάτα.// Όταν συνέβαινε αυτό, πρόσεχαν και παίρνανε τα μέτρα τους. Κανένας δεν πινήγηκε από ακραία καιρικά φαινόμενα και καταστάσεις. Μάλιστα είχαν και πιο εξειδικευμένο μετεό, για αγρότες σε δράση: //Παν' τα σύγνοφα στημΠάτρα,/Πάρε τα λουριά και λάκα .// Σαν όμως φύσαγε βοργιάς, λέγαν τ’ άλλο: //Παν τα σύγνοφα στη Μάνη,/Πάντοτε βροχή δεν πιάνει//, κι είχαν το μυαλό τους στη δουλειά τους. Είχαν και καϋμούς κι ευχές:// Σα ρίξει Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλλο ένα,/Χαρά στο γεωργό πόχει πολλά σπαρμένα//. Αυτό το λέγανε παλιά. Τα τελευταία χρόνια λέν τα Μπαστιωτόπουλα κάτι άλλο σαν οργή: //Στονγκακό τον τόπο,/βρέχει Μάη!//
Είχαν και μετεό για πλάκα: //Βρέχει, βρέχει ψιχαλίζει,/Το Κατάκολο γιομίζει,/Και τα μάρμαρα ποτίζει/ .
Κι άλλο πικρόχολα σκωπτικό://Ηλιος ήλιος και βροχή,/Που παντρεύοντ' οι φτωχοί.//Ήλιος ήλιος και φεγγάρι,/Που παντρεύοντ' οι γαϊδάροι.//
Κουβέντες Μπασταίικες: Αυθεντικός διάλογος την Πρωτάγιαση:// - Πέρασ’ ο Παππάς; / - Τώωρα…, νάηταν κι άλλος! /- Και δεν τάδιωξε τα καρκατζέλια; / - Αφού με βλέπεις, τι ρωτάς; / - Φταίει ο παππάς; / - Πώς να με κάνει ζάπι! Δεν είχε ψάλτη ο χριστιανός!; - Αμ δε σε κάνει ζάπι σένα, ούτ’ ο πατριάρχης!//
Κι άλλη αυθεντική κουβέντα στο καφενείο:// -Άκου ένα: Όσοι κάνουν τον έξυπνο, ασκούνται στη βλακεία. Σοφό δεν είναι; /
-Ναι, ναι. Είναι τόσο σοφό, που σε κουφαίνει. Άκου κι ένα από μένα. Κάνει τον έξυπνο όποιος πιστεύει ότι 'ναι βλάκας! //


χαρακτηριστικά του Μπασταίικου γλωσσικού ιδιώματος:
1.Το ω της κατάληξης των εις -αω ρημάτων, προφέρανε σχεδόν πάντα: -αου. Λέγανε και λένε ακόμα: Θα φάου, τρώου, γκριτζιανάου, πεινάου, τραβάου κλπ.
2. Αλλά και τις καταλήξεις των επιρρημάτων πάνω, κάτω, χάµω, αντί του ω, ακούμε: πάνου, κάτου, χάμου, κλπ.
3. Το β πληθυντικό πρόσωπο των ρημάτων τελειώνει και σε -ουτε και όχι πάντα σε -ετε, π.χ. κάνουτε, θέλουτε, παίζουτε. Σήμερα αυτό έχει αλλάξει.
4. Τη γενική πληθυντικού των οικογενειακών, κυρίως, ονομάτων προφέρουν και σε –ουνε και –ωνε. π.χ.: των Βγεναίων, λέγανε και λένε αλλά και των και του –ουνε και –ωνε, των μεγάλων, αλλά και –ωνε, των αλλ(ου)ωνών και του/των αλλουνώνε κλπ.
3. Στη γενική πληθυντικού η κατάληξη -ων προφέρεται συνήθως -ωνε. π.χ. των ανδρώνε, των γυναικώνε, των παιδιώνε κλπ.
5. Στις καταλήξεις -ριο και -ρια,πρόσθεταν το συμφώνο -γ- μετατρέποντας τα σε "ργιο" και "ργια", π.χ. Το χωριό γίνεται χωργιό, η μουριά γίνεται μουργιά, η κλπ.
6. Προφέρεται το -χε πάντα -χιε. πχ Χελιδόνι, χιέρεται κλπ.
7. Πρόφεραν και προφέρουν: τηνγΚαλολετση,τονγκύριο, τηνγκερατένια, κλπ.




Κάθε συνεισφορά Μπασταίικη καλοδεχούμενη.





[1] Τη λέξη αυτή τη φτιάξαμε για να αποδίδει και τις δύο λέξεις :καλό - κακό =καλκό
[2] δεοντολογικές «σοφίες» ή Έτσι θα το λέτε τούτο κι έτσι εκείνο
[3] Σπουδαίοι γλωσσολόγοι.
[4] Τοποθεσίες του χωριού.
[5] Δες και το «σύντομη ιστορία του χωριού» http://www.mpasta.gr
[6] Από τον Αύγουστο του 1940 [Β. Δ. 28-8-1940, ΦΕΚ. 271/1940], ως τον Ιούλιο του 1953 [ [Β. Δ. 23-7-1953, ΦΕΚ. Α 195/1953].
[7] Το αραποσιτένιο ψωμί .
[8] Ma nu (= τ’ είναι αυτό) λέγανε ένα υλικό που έβγαινε , όπως η κόλα στις αμυγδαλιές , κερασιές κ.ά , όταν χαραζότανε το δένδρο … που φύεται στην έρημο του Σινά.
[9] Αληθινό είναι αυτό που μας συμφέρει, λέει ο Αμερικάνικος πραγματισμός, θυμίζοντας αρκετά τους αρχαίους σοφιστές. Αντίθετα με τους οπαδούς της αντικειμενικής αλήθειας, Σωκρατικούς και άλλους, που λένε πως η αλήθεια μας συμφέρει.
[10] «Πρώτα η ζωή, μετά η φιλοσοφία».
[11] Τοποθεσία Δ. του χωριού. Υπήρχε στη θέση αυτή, μέχρι το 2ο μισό του 20ου αιώνα, μεγάλο πέτρινο αλώνι. Σ’ αυτό, σύμφωνα με την παράδοση, ο αγάς του χωριού, αλώνιζε με 10 άλογα. Άλλοι λένε με 16, άλλοι με 18, και κάποιοι με 40! Σήμερα, σαν γίνεται κουβέντα για το πέτρινο αλώνι, περαρουγιώτες Νταγκουλαίοι, σχεδόν πάντα προσθέτουνε: τ’ αλώνι του Αλίμ αγά.
[12] Ονόματα προβάτων.
[13] στο χωριό λέγανε: «κάνε τράτο να περάσει».
[14] Αν, λέει σε μια κρίσιμη κατάσταση ισορροπίας, φτεροκοπήσει μια πεταλούδα στο Τόκιο, μπορεί να καταστρέψει τον κόσμο! Κι αυτό στα σοβαρά. Φορτωτήρα ρεε … ακούγεται η φωνή απ’ την κοφίνα
[15] Έτσι λέγαν οι Μπασταίοι τις πεταλούδες
[16] Από δε του δένδρου του ειδέναι καλόν και πονηρόν … μη φάγητε … ουέ μη αψησθε …. Εν η αν ημέρα φάγητε… θανάτω αποθανείσθε.Γεν κεφ. .
[17] Δημοσθένης και Αισχίνης, δεινοί ρήτορες του 4ου π.χ. αιώνα και θανάσιμοι εχθροί. Ο μεν Δημοσθένης υποστήριζε στενόμυαλα την ξεπερασμένη Αθηναίικη κυριαρχία, σε αντίθεση με τον Αισχίνη, που υποστήριζε και χρηματοδοτούσε σαν τραπεζίτης την πολιτική ενότητας όλων των Ελλήνων κατά των Περσών. Για τη στάση του αυτή ο Δημοσθένης τον κατηγόρησε ενώπιον του δικαστηρίου για εσχάτη προδοσία.
[18] Στη θεία κωμωδία του Δάντη ο Αρχιδιάβολος κορόιδευε το διαβολάκο και κείνος έφευγε κλάνοντας . Οι Μπασταίοι , πέρα από τις βροντερές πορδές, είχαν και τις κούφιες









Παραϊστορία της προϊστορίας        
                                                          (ιστορίας παραμιλητό)

    « »
        «Δυνάμει», η δυνατότητα που υπάρχει στο σπόρο να γίνει, αν, γίνει δένδρο. Στον και στην,  να γίνει κάτι,  κι αν  βέβαια,  γίνει κατιτίς. Μόνο ένας  Θεός ξέρει, λέγαν οι Μπασταίοι και ιδίως οι Μπαστιώτισσες. Οι Μπαστιωτοπούλες αυτό δεν το πολυλέγανε. Αν θέλει κάποια ας το πει. Ρωτήστε τες,  όσες κι όσο ζιούνε. Γιατί μετά ... Είπε, βέβαια, κάτι η Λίζα Μινέλι για τη δική της φάρα. Κάτι που είναι εντελώς, εντελώς απαράδεχτο και γιαυτό θα λογοδοτήσει στο μεγαλοδύναμο γι αυτό που είπε, η τσούγδο! Κανείς δενγκζέρει αν τα είπε «Δυνάμει» ή «Ενεργεία». Τα επιθυμούσε «Δυνάμει» ή μπόρεσε να κάνει κιόλας, όσα είπε και «Ενεργεία». Ο δημοσιογράφος, δεν είχε διαβάσει φαίνεται  Αριστοτέλη, για να κάνει τη σχετική ερώτηση και λάμψει η αλήθεια σ' όλο της το μεγαλείο!


       Ο Μωυσής, σαν  θεοφώτιστος Εβραίος που ήταν, αν και κάποιοι τον θεωρούν Αιγύπτιο, πριν ακόμα γεννηθεί ή πει κάτι για το «Δυνάμει»  και «Ενεργεία» ο αλλοεθνής του Αριστοτέλης, τον μελέτησε καλά και τάδε εφη: «Εν αρχή εποίησεν ο θεός [Στο πρωτότυπο: «Beresith bara elohim».  (elohim = οι θεοί)] τον ουρανόν και την γην, η δε γη ην αόρατος και ακατασκεύαστος και σκότος επάνω της αβύσσου (Γεν. κεφ.Α΄ στ.1). Οι Μπασταίοι που τ' άκουγαν στην Εκκλησιά τους δεν κάνανε διακρίσεις ανάμεσα σε Εβραίους και Έλληνες. Ούτε και οι παπάδες και οι ψαλτάδες δίνανε σημασία. Μάλλον όλους τους θεωρούσαν ένα και το αυτό. Μέσα στο αβυσσαλέο εβραίϊκο σκοτάδι, ο Μπασταίος Μεφιστοφελής μπραζέρης του οξαποδώ, έβαλε το δεξί του μάτι στη χαραμάδα του «Δυνάμει» και τ’ αριστερό  στην κλειδαρότρυπα του «Ενεργεία»,  κι έβλεπε το χωριό Μπάστα σ’ όλο του το μεγαλείο. Κι ο Οξαποδώ ήταν Εβραίος. Οι 'Ελληνες δεν είχαν οξαποδώ, όπως οι Εβραίοι κι ο Αριστοτέλης δεν απαιτούσε πνευματικά δικαιώματα για το «Δυνάμει»  και «Ενεργεία» του. Όλοι μπορούσαν να κάνουν χρήση αυτών των σπουδαίων μεθοδολογικών εργαλείων. Αλλά και το Ελληνικό Χάος δεν είχε μέσα του κανένα σκοτάδι, αλλά  ένα "αντρόγενο", τον Κρόνο (χρόνο) και τη Ρέα (ροή), που κόντευαν να βγάλουν τα μάτια τους με  τους τσακωμούς. Κανένας δεν πλησίαζε στην κλειδαρότρυπά τους. Ούτε ο Μπασταίος  μπραζέρης του οξαποδώ. Oι Νεολιθικοί οικισμοί  του Σέσκλου και το Διμηνιού στη Θεσσαλία, δεν είχαν ακόμα φτιαχτεί και έτσι δεν αμπόδαγαν  τη διαβολική όρασή του να βλέπει και να ψιθυρίζει στ’ αφτί των Μπασταίων. «Δυνάμει» του Μπάστα ήταν εκεί. Ήταν  πανταχού παρόν. Παντού και πάντα, χωρίς να το κουνάει ρούπι από κει που είναι. Ας τολμήσει κάποιος να πει, πως του Μπάστα δεν υπήρχε «δυνάμει», σαν γίνονταν οι πόλεμοι θεών και ημίθεων, επαναστάσεις σαν του Προμηθέα και του Βεελζεβούλ, γιατ’ όχι και της Εύας, που ’γεύτηκε τον καρπό της γνώσης, κόντρα στη θεϊκή εντολή και την καταριώνται από τότε  άντρες και γυναίκες και, σαν το μάθουνε, και τα παιδιά. Πολύ σπουδαία γυναίκα αυτή η Εύα. Αν και της φορτώνει η ανθρωπότητα το μεγαλύτερο έγκλημα και της τα ψέλνει η αντροκρατούμενη εβραίικη διήγηση, δεν μπορεί να κρύψει πως πρώτη η γυναίκα γεύτηκε τη Γνώση κι έδωσε και στον άντρα να γευτεί. Στην αντροκρατούμενη Ελλάδα η σοφία βγαίνει από τον ακούτραφο του Άνδρα Δία, με τη μορφή μιας σοβαρής γυναίκας (Αθηνάς), που δε λιγουρευότανε κι ούτ' έτρωγε τους καρπούς του καλού και του κακού, αλλά μόνο του καλού, άκουγε τομπατέρα της το Δία και ήτανε καλό τσιουπί. Μάνα η μαύρη Αθηνά δεν είχε. Η Ήρα δεν ήτανε μάνα της. Και δεν είναι καν γνωστό αν γεννήθηκε πριν παντρευτεί την Ήρα ή μετά την παντρειά του. Καμιά γκρίνια της Ήρας δεν έχει ακουστεί, όπως με όλες τις άλλες μπαγαποντιές του Δία. Κι εξ άλλου γεννήθηκε από το κεφάλι του Δία. Δε γεννήθηκε από κάποιο άλλο σημείο του Δία. Και ποια γυναίκα θα παραπονιόταν αν ο άντρας  της γένναγε από το κεφάλι. Ίσως σταυροκοπιότανε  αν ήταν χριστιανή . Για παραπέρα, ποιος ξέρει ...
       Ο παράδεισος, που οι ειδικοί ψάχνουν να τον βρουν και στο φεγγάρι, «Δυνάμει» ήτανε στου Μπάιστα.  «Ενεργεία» κάτι πρέπει νάγινε  και χαθήκανε τα ίχνη. Κανένας δεν έμαθε που βρίσκεται ο Παράδεισος, σαν  πέταξε έξω ο Γιαχβέ τα «κατ' εικόνα» πλάσματά του, γιατί ο άντρας άφηκε τη γυναίκα του να πάρει κρυφά τη γνώση, που είχαν απαγορέψει ο Γιαχβέ επί ποινή θανάτου. Από πολλά αντρικά, κι όχι μόνο, μυαλά Μπασταίικα, πέρασε η σκέψη, πως αν ο Αδάμης, ο άντρας της, της έρινε ένα γερό μπερντάχι, την ώρα που η Εύα λιγουρευότανε τον καρπό του δέντρου της γνώσεως του καλού και του κακού, ίσως να ήσαν διαφορετικά τα πράγματα. Δε θα βάζανε σε μπελάδες το Γιεχοβά και σε περιπέτειες την ανθρωπότη. Κάποιοι άλλοι που δε χαρίζαν κάστανα σε κανένα, λέγανε: τι τοήθελε ο Γιαχβέ αυτό το δέντρο του καλού και του κακού  στη μέση του παράδεισου. Και ήταν ανάγκη να είναι δέντρο και του καλού και του κακού; Δεν έφτιανε ένα δέντρο του καλού και ένα του κακού να μη μπερδεύεται η γυναίκα του μαύρου του Αδάμη! Οι Έλληνες δεν είχαν παράδεισο και τέτοια χαζά πράματα για πρωτόπλαστους Αδάμηδες και Εύες. Σαν σοφοί που ήταν, είχαν τα νησιά των μακάρων για όσους πεθαίνανε και κάπου έπρεπε να πάνε. Αν βέβαια είχαν το αντίτιμο εισιτηρίου για τη βάρκα που θα τους πάγαινε μέχρι τα νησιά. Αν δεν είχαν οβολούς, κανένας δεν ήξερε που παγαίνανε. Πάντως νησιά μακάρων δεν είχε γι αυτούς. Ας φροντίζανε όσο ζήγανε να έχουν σαν πεθάνουν, λέγανε μπασταίικα οι Μπασταίοι. Λέγανε και κάτι άλλο πολύ πιο σοβαρό. Πως μπόρεσε αυτός ο Γιαχβέ, ο Έβραίικος Θεός ν' απαγορεύει τη γνώση από την Εύα, μιας και αδιαφορούσε κατά πως φαίνεται, ο Αδάμης! Κι ο δικός μας Δίας, κράταγε τη σοφία φυλακισμένη στο κεφάλι. Γι αυτό καλά τούκανε η Αθηνά. Τούσπασε την κεφάλα.
        big bang. Το χωριό Μπάστα στη συστολή , την πρωταρχική έκρηξη (big bang) και τη διαστολή του σύμπαντος «Δυνάμει» ήταν εκεί. Συστελλόταν και διαστελλόταν, φούσκωνε και ξεφούσκωνε μαζί με ολόκληρο το σύμπαν και χασκογελούσε που γινόταν τέτοιος χαλασμός κι ανακατωσούρα, έτσι χωρίς λόγο.  Αναίτια, χωρίς αιτία λένε οι ειδικοί. Άλλοτε πάλι έκανε το κορόιδο, κρυμμένο σε κάποια άκρη , κάποιου άλλου σύμπαντος, σαν κι αυτή που είναι τώρα.
          Για τους Μπασταίους, μέχρι που ήρθε το σχολείο στο χωριό , όλοι αυτοί οι σοφοί που είπανε και λένε για big bangκαι τέτοια  δεν υπήρχαν καν ή δεν υποπτεύονταν την ύπαρξή τους . Αφού δεν τα ’ξεραν , γιατί να υπάρχουν ; Και σε τι θα τους χρειάζονταν ! Φαΐ γι αυτούς δεν είχαν κι αυτό είχαν ανάγκη . Ούτε ζέστη ούτε κρύο. Κι από πίτα που δεν τρώγανε,  ... ας πάει και το παλιάμπελο  …
           Κι αν ακόμα υπήρχανε όλοι οι σπουδαίοι σοφοί, ήταν από άλλον και για άλλον κόσμο. Ίσως μάθαιναν κάτι , σαν πήγαιναν εκεί. Είχαν και οι Μπασταίοι είσοδο γι αυτόν τον κόσμο. Στο νεκροταφείο τους, στην Κατουντήστα . Μα σαν πηγαίνανε εκεί, κανένας τους δε γύρναγε, πίσω να πει για σοφούς και γι άλλα τέτοια. Και το είχανε όλοι τους υποσχεθεί. Πρώτη υπόσχεση δίνανε, χωρίς καν να το ξέρουν, στα βαφτίσια. Για ένα όνομα, μια τόση δα λεξούλα , πέρα από πληρωμές για το Ταμείο νομικών ας πούμε, έπρεπε να δεσμευτούν οριστικά και αμετάκλητα με όρκους, ξόρκια και τη δημόσια απαγγελία του «Πιστεύω» τους στην εκκλησιά τους. «... Προσδοκώ ανάσταση νεκρών ...», λέγανε και ξαναλέγανε. Σε Μπασταίικη μετάφραση: Περιμένω το ζωντάνεμα και, μάλιστα, ουλουνώνε. Βέβαια μέχρι τώρα δε  γύρισε κανένας. Που ξέρεις, όμως αν αύριο, μεθαύριο δε γίνει κάτι τέτοιο!  Γι αυτό , λέγαν στο χωριό , πως  μέχρι τότε , έχει ο θεός και τέλειωναν μ' αυτά . Μα κι αν κάποιοι επιμένανε , τίποτα δεν έβγαινε με την επιμονή . Κάπου - κάπου φύτρωνε κάποιος μύθος ή και παραμύθι , Μπασταίικα λυρικά σκωπτικό , χωρίς δίδαγμα , κι ορθάνοιχτο στο κάθε ενδεχόμενο και ιδιαίτερα στο γέλιο .
         Οι περισσότεροι Μπασταίοι είχαν άγνοια για όλους τους μεγάλους και για  όλα τα σπουδαία. Και δεν φαινόταν να στερούνται κάτι απ’ όλη αυτή τη φασαρία. Τους ήταν άχρηστα για την παραγωγή της υλικής ζωής τους.  Μόνο σαν κάποιος τους έλεγε κάτι για όλα αυτά, θαυμάζανε τον λέγοντα, όσο ήτανε μπροστά τους. Μετά την απομάκρυνση, μουρλό τον ανεβάζανε, ζουρλό τον κατεβάζαν. Δεν ανέχονταν με τίποτα τις διακρίσεις σε σπουδαίους και σπουδαία.  
       Λίγο πριν την πρωταρχική έκρηξη (big bang ), το χωριό μας «δυνάμει» ήταν εκεί. Αυτό το υπογράφει φαρδιά πλατιά ο Αριστοτέλης, που ήταν κι αυτός παραδίπλα. Όλοι και όλα ήταν εκεί. Όλο το σύμπαν, στριμωγμένο απίστευτα. Κάποιοι λένε πως το σύμπαν, σε κείνη τη στιγμή ήταν μικρότερο κι από τη μύτη της καρφίτσας!
   Τακούς μαύρε Γιώρη ;
   Τακώ και το μυαλό μου πάει στη φορτωτήρα!
       Ούλα ήταν ένα και το χωριό μας ήταν εκεί  με ούλους και με ούλες; Με την Αφροδίτη ανάμεσα στο μπαρπΑντρέα και τον Κατσιαβόγιαννη , τον Ερμή  κυκλωμένο απ’ το Μοσκιό και τον Αδάμη, τον Ήφαιστο από το γυφτοΝιόνιο και τη γυφτοΣοφιά,  το Δία απ’ το Βγενή, τον Προμηθέα από το Χριστιλίπη … Με τον οξαποδώ και με όλες τις οξαποκεί ,  με τους σοφούς και τους βλάκες , με τους βασιλιάδες και τους δυστυχισμένους … Με όλους ήταν παρέα … Κι έσκαγε στα γέλια , γιατί γαργαλιόνταν από το μούσι του Διόνυσου και του Μεφιστοφελή . Για το αν γαργαλούσε πιότερο ο Μεφιστοφελής δεν είναι πλήρως εξακριβωμένο. Πρέπει να ρωτηθεί ο Γκαίτε , που ξέρει πιο πολλά για τα εν αρχή απ’ τον Ιωάννη και το Μωϋσή και είναι δυνάμει κατά πολύ νεότερός τους. Καμιά ανησυχία όμως. Το ενιαίο κέντρο ερευνών των μυστικών υπηρεσιών όλου του κόσμου μαζί και του οξαποδώ, έχει επιληφθεί του θέματος και στο προσεχές συνέδριό τους θα κάνουν τις σχετικές ανακοινώσεις .
   Αυτούς, παιδάκι μου εγώ δεν τους ξέρω . Εγώ ξέρω πως σε  τέτοιο στριμωξίδι και να γελάνε οι Μπασταίοι , καταντάει προπατορικό αμάρτημα και ο παπαΔιομήδης δεν θα μας αφήκει  να μεταλάβουμε σα θα ’ρθη η Λαμπρή.
   Ναι.  Κι ο παππαΔιομήδης ήταν κι αυτός εκεί. Ακόμα κι παπΑποστολης. Όλοι κι όλα κόντευαν να σκάσουν απ’ την άπειρη πυκνότητα της μάζας όλου του σύμπαντος , που είχε μαζευτεί εκεί , χωρίς καθόλου χώρο …
   Ούλια η σάρα και η μάρα και το κακό συναπάντημα. Ακόμα και η βρώμα του παλιογείτονά μας του Αυγεία, ήταν εκεί ! Πώς να μη το βάλει στα  γέλια το χωριό, σα βλέπει τέτοια παράξενα πράματα. Και τα κομπολόγια των Καλογέρων ν’ ακουμπάν στ’ αχαμνά της  Αφροδίτης και της … Τα δισκοπότηρα της αγιαΣοφιάς και τ’ Άγιου Πέτρου να κείτονται  μαζί με τις πάπιες του Σάχη και τις Μπασταίκες γαδίνες… Και οι πιο θεοσεβούμενοι θα κάναν το σταυρό τους γελαστά . Χριστός και η παναγιά.  Χριστός κι Παναγιά η παρθένα, λέγαν και γελάγανε κι αυτοί . Τι να κάνανε οι χριστιανοί … Είναι να μη γελάει κάθε πικραμένος, βρε παιδάκι μου;
   Ευτυχώς που είχαν προνοήσει οι Μπασταίοι και απόφυγαν τη φασουλάδα κείνη τη ημέρα και δεν ... Μόνο γελούσαν.  Βοήθησε και η μελίγκρα κείνη τη χρονιά. Κατάστρεψε τις φασουλιές κι έτσι γλίτωσε το σύμπαν απ’ την καταστροφή. Και το πρόβλημα θα ήταν πολύ πιο σοβαρό, μιας και ούλες οι μύτες ήταν στον πισινό ουλουνώνε, συνεμπήκε κι ο άλλος μπαρμπαΓιώρης , που ήξερε πολλά για το θέμα αυτό … Ήταν διάσημος σ’ αυτά , γι αυτό τον λέγανε Μπουρδούτση …
   Οι άλλοι τι λέγανε , παιδάκι μου ; Τι λέγαν;
   Θέλτε κι άλλα παρλιακά έ! Θέλτε κι άλλα. Καλά. Για σκάσιμο, θαντους βάλω ούλους να λένε για τους Μπάιστα και τους Μπασταίους, κι ας  πλαντιάξουνε  απ’ το κακό τους!
   Ο Ηράκλειτος με το Λάο Τσε παρασυρθήκανε με τα Μπασταίικα χασκόγελα. Έτσι κι αλλιώς  γι αυτούς όλα είναι έτσι κι αλλιώς κι αλλιώτικα. Ο Κομφούκιος, που δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του κι όλοι Βούδες στραβοκοίταγανε, γιατί δεν ανέχονταν τέτοια χάχανα σ’ αυτό το ανυπόφορο στριμωξίδι, αφού απαιτούσανε αταραξία και το  γέλιο  κάνει  κακό σ’ αυτούς και στους ταραξίες. Ο Σωκράτης ήταν κι αυτός παραδίπλα , αλλά δεν έβλεπε και δεν άκουγε τους Μπασταίους. Ούτε και το  big baνg άκουσε, γιατί κάτι του ’λεγε στ’ αυτί η Ασπασία. Γι αυτό  λέγανε οι Μπασταίοι, ίσως από εκδίκηση,  πως του Σωκράτη το … μυαλό, ζυγίζει ένα κι εκατό.
   Όλα αυτά γίνονταν έτσι χωρίς κανένα λόγο. Κι αυτό το λέγαν κάτι νιάνιαρα, που γεννήθηκαν την εποχή που του Μπάιστα είχε δίπατα χωρίς ταβάνι πήγαιναν σχολείο. Κι αυτό δύσκολα χωράει στο Μπασταίικο νιονιό.  Και του Μπουρδούτση η κοιλιά φούσκωνε και χωρίς να ρωτά τους γείτονές του , άφηνε τα big bag του , που ταράζανε τη γειτονιά . Και αυτό το έκανε , έτσι , χωρίς λόγο , όπως το σύμπαν . Οι άλλοι βρίζανε που δεν έπνιγε , όπως αυτοί , τους αηδείς κρότους κι αυτός γελούσε, επεμβαίνει ο πρώτος μπαρμαΓιώρης.
   Κι ο Πλάτωνας, που κι αυτός ήταν πιο κει, λέει πως ήταν εκεί αιώνια . Κι είχε κι έχει μέσα του όλα όσα έγιναν και γίνουν , γιατί ήταν Ιδέα και οι ιδέες δεν είναι σαν το ένα ή τον άλλο . Είναι Εκεί αιώνια . Σαν του Μπάιστα .
   Τι λες , ρε παιδάκι μου ! Λέει τέτοια σπουδαία πράγματα για το χωριό ο πλάτανος; Εμείς αγαπάμε και σεβόμαστε πολύ αυτό το φυτό,  γιατί μας δροσίζει όλους τα καλοκαίρια …
   Ο Πλάτωνας , μπάρμπα , ο Πλάτωνας …
   Είπα κι εγώ …
   Ούλοι κάτι λένε για το χωριό. Όχι βέβαια με το όνομά του . Το όνομα έχει πολύ μικρή σημασία  σαν μιλάνε για το Ον ή το Είναι.
   Ωχωχώχ! Τιντ΄τουτα μαυρε Γιωρ’; Και ζγούψανε χασκογελώντας αστραφτοτηρώτας ο ένα τον άλλο!
   Και όλοι λεν και βεβαιώνουν πως όλα υπάρχουν καθ’ εαυτά,  γιατί όχι και για μας τους Μπασταίους  μέσα σ’ αυτό το Ον. Κανένας  δεν μπορεί να βγάλει τίποτα από το Ον . Πολύ περισσότερο , ένα ολόκληρο χωριό σαν  του Μπάστα ; Πώς να βγάλεις από το σύμπαν ένα ολόκληρο χωριό . Θα ’χεις μεγαλύτερο πρόβλημα . Και που θα το βάλεις μετά; Θαντο πετάξεις ; Και που; Κι αν καταρρεύσει το σύμπαν ; Τσιμπούρι στο σύμπαν το χωριό , μπαρμπάδες μου , …  κι ας μη λένε και ξελένε το κοντό και μακρύ τους όλοι  οι σοφοί . Δεν μπορούν να βγάλουν απ’ τη μέση το χωριό  …
   Τάηθελε ο …
Τότε έπρεπε να πεταχτεί αυτό το χωριό από το σύμπαν . Τότε … Αλλά ήμουν αγέννητος και δεν το δινόμουν … αλλά που θα πάει …Δε θα μου δοθεί η ευκαιρία την άλλη φορά…, μονολογεί ο μπαρμπαΣπύρος , που μόνο κακά έχει κάνει στους Μπασταίους το χωριό τους , χαζεύοντας με το όνειρο της  αιώνιας επιστροφής.
Χαμπάρι  δεν πήρε  το χάχανο που ακουγόταν μέχρι που σκαπέτηκαν κατά ρούγας μεριά καθώς τραβήξανε για το σπίτι τους .
Εκείνος συνέχισε  στο ίδιο και χειρότερο χαβά.
Πριν 4,5 δισεκατομμύρια χρόνια , που απ’ τη σκόνη άρχισε να φτιάνεται η γη , το χωριό μας ήταν εκεί . Και στριφογύριζε άμορφα, όπως όλα , μέχρι που έγινε τούτο , έγινε εκείνο , μα και το άλλο … Ό,τι κι αν γινόταν ήταν εκεί . Τα ’βλεπε ούλα και δεν έβγανε μιλιά . Τα ’γρίκαε και  τσιμουδιά . Τίποτα και σε κανένα . Στο μουσουψού , όλο και κάτι μουσούψιζε στου διπλανούς του , κοιτάζοντας μπας και το δουν . Κρυφάκουγε από μέσα του τους μύθους , τις μυθολοπλασίες και τα παραμύθια των Σουμερίων, των Ασυρίων , των Φαραώ , των Μινωιτών , των Μυκηναίων  και όλων των  άλλων,  που κραυγάζουν φωναχτά τα παρλιακά τους , μα δε βγάνει τσιμουδιά. Κρυφογέλαγε μονάχα, που και που, βγάζοντας λίγο αέρα απ’ τη μύτη … Τους μύθους και τα παραμύθια της Ινδίας και της Κίνας δεν τα καλάκουγε, αν κι έστηνε αυτί . Δεν τα πολυκαταλάβαινε γιατί τα λέγαν σ’ άλλη γλώσσα ...
   Αυτά ’ναι κινέζικα, έλεγε και ξεμπέρδευε, λουφάζοντας, κι αυτό τ’ ακολουθούσαν όλα τα χωριά. Ήταν βλέπεις το πρώτο χωριό. Ο Χόμο Σάπιενς σαν ξεμύτισε από την Υποσαχάρια περιοχή και πέρασε την Ερυθρά θάλασσα, εκεί στο κόλπο της Άκαμπα, έφτιασε το πρώτο χωριό. Το λέν’ και σήμερα από τότε(;) τελ Μπάστα. Ήταν ο γεννήτορας όλων των χωριών, που φτιάχτηκαν μετά…  
Και δεν ήθελε να τα καταλαβαίνει κι ούλα ! Ένα χωριουδάκι να χαραχτηριστεί πολύξερο ήταν κακό πράμα … Όποιος ξέρει πολλά στο τέλος το χάνει , λέγαν μερικοί και ήθελε να τα ’χει τετρακόσια και καλά μαζί τους …
   Ο Κρόνος (χρόνος) πού ’τρωγε τα παιδιά του και μαύριζε την καρδιά της Ρέας (ροή του χρόνου),  κατοικούσε στου Τζικαόνη και μίσησε πολύ το χωριό. Η γριαΦώναινα με τη Γκουντάναινα, αυτές οι θρυλικές μαμές ξεγέννησαν το Δία. Η σπαργανωμένη πέτρα, που ’δωσε στον Κρόνο η Ρέα ήταν από του Μπάστα. Ήταν το τεράστιο κροκαλοπαγές λιθάρι , που στέκεται Μπάστακας στο προσκεφάλι του χωριού … Του άρεσε τόσο πολύ που αναγλυφόταν για μέρες . Έτσι γλίτωσε ο Δίας, κρύβοντάς τον στη σπηλιά του Μάρκου και όχι στον Ψηλορείτη που λεν οι Κρητικοί! Το λέει και το Βαγγέλιο: Κρήτες αεί ψεύτες. Το σχέδιο της σωτηρίας του Δία καταστρώθηκε στο χωριό. Η Ρέα μαζί με όλες τις σοφές γριές του χωριού μαζευτήκανε κρυφά στη χαμοκέλα του Καρδαριτσιώτη , που είναι δίπλα στο μεγάλο λιθάρι και στέκεται εκεί σαν μπάστακας. Εκεί μάζεψε η Ρέα σε συμβούλιο όλες τις γριές. Τη γριαΦώναινα με τη Γκουντάναινα.  Τη Βγενήνα με τη Ζαντίκαινα . Τη Σταρόβαινα με την Στέργαινα . Τη Λυμπιάδα με τη Μπάμπαινα. Την Κατσιαβίνα με την Αντριγιού . Τη Μπαντούναινα με τη Τζούκαινα . Τη Σκούταινα με την Καστριγκάκαινα . Τη Μάρκαινα με την Κουρκουμπίνα . Τη Μπίρπαινα με τη Μουρλούκαινα και τημποτσού… Πήρε μέρος και η γυφτοΣοφιά , που ξεχείμαζε στη χαμοκέλα του Καρδαριτσιώτη (Αυτός ο Καρδαριτσιώτης  αγάπαγε όλες τις γυναίκες . Χωρίς διακρίσεις . Ακόμα και τις γύφτισσες ) . Όλες οι γριές ήταν εκεί . Καμιά δεν έλειπε . Το θέμα ήταν το πιο σοβαρό που αντιμετώπιζε μέχρι τότε οι ανθρωπότητα. Τη φύλαξη ανάλαβε ο Κραίνας . Ένας άγριος φύλακας με ένα τσεκούρι, που το ’φτιασε ο ίδιος γι αυτό το σκοπό . Στάθηκε απόξω από τημπόρτα με το τσεκούρι έτοιμο για δράση ... Φόβος και ο τρόμος  έπεσε στο χωριό . Δεν αγροικιόταν κιχ . Όλες τους είπαν σοφά λόγια και γι αυτό τις ευχαρίστησε από την καρδιά της η Ρέα . Έτσι άνοιξε ο δρόμος στο φεμινιστικό κίνημα , που κι αυτό έτσι ξεκίνησε απ’ το χωριό!
Η Ωλένια Αίγα, πούβοσκε στα γύρω βουνά, ορμηνεμένη απ’ τα γυφτοΣοφιά, πήγαινε τα βράδια στη σπηλιά του Μάρκου και βύζαινε το μαύρο Δία.
Η  γυφτοΣοφιά , αδερφή του γυφτοΝιόνιου , αδερφοποιητού του Κατσιαβόγιαννη , ήταν η πρώτη γυναίκα που καπίνιζε και στούφωνε το χωριό ...
Η γριές του χωριού ήταν οι νεράιδες που φύλαξαν το Δία τη σπηλιά του Μάρκου και όχι  στο γνωστό Ιδαίον Άντρο . Σα μεγάλωσε ο Δίας αγάπαγε πολύ το χωριό . Γι αυτό όλες τις μπαγαποντιές του τις έκανε στη κουφάλα του πλάτανου της βρύσης . Ακούγοντας ο Δίας , «δυνάμει» , όλα αυτά που λέγαν ή δεν λέγαν , αλλά υπονοούσαν όλοι οι σοφοί για του Μπάστα ,  ξαπλωμένος κάτω απ’ τον πλάτανο της βρύσης , αγκαλιά με την Λήδα … είπε :
   Μεγαλόφρονες ακούστε  ούλοι σας. Ν’ αφήσετε ήσυχο το χωριό , γιατί θα σας κάνω όλους σας κατοίκους του Μπάιστα και θα καρφώσω από τώρα στον πλάτανο τον Προμηθέα και θα μαζευτούν όλα τα όρνια να τρώνε και τα δικά σας σωθικά . Κι ούλοι οι γκιόνηδες κι οι κουκουβάγιες θα κλαίνε και τη μέρα . Κάτι τέτοιο θα σας μαυρίσει την καρδιά και δε θα γίνετε μεγάλοι …
Όλοι κάνανε πίσω και άφησαν ήσυχο το χωριό . Τόσο ήσυχο , που δε γράψανε τίποτα για το χωριό Μπάστα . Ούτε και το ‘νομά του . Όλοι τους θέλανε να γίνουν μεγάλοι και να ’χουν καθαρή καρδιά . Οι μαύρες καρδιές , λένε μερικοί από τους πιο πονηρούς Μπασταίους  είναι σαν τις μαύρες τρούπες  κι όλα , ακόμα και τις ακαθαρσίες , και κυρίως αυτές , ρουφάνε μέσα τους . …
Όλα αυτά τα βεβαιώνει ο Μπασταίος γεροΚασιαβός που τα έβλεπε ούλα από τη Λαφοξιά , που κι αυτός κι αυτή ήταν εκεί . Όποιος έχει την παραμικρή αμφιβολία , να πάει να τον ρωτήσει στην Κατουντήστα …
Ο Γιαχβέ δεν ασχολήθηκε με του Μπάιστα . Τον είχαν φορτώσει με τόσες σκοτούρες οι Εβραίοι και δεν είχε καιρό να ασχοληθεί με ένα τόσο ασήμαντο χωριουδάκι. Μερικοί απ’ το χωριό δεν άφηναν στιγμή που να μη αναφέρουν το όνομά του, λες και ήταν ο … Αλκιβιάδης .
Ο Ναζαρινός , που έλεγε πως η αγάπη είναι ο Θεός , είπε τα καλύτερα λόγια για το χωριό . Οι ελληνιστές που τον επισκέφτηκαν στη …Ναμπλούς , ήταν από του Μπάστα και συγκεκριμένα από την κάτω ρούγα. Τόσο πολύ ευχαριστήθηκε από την επίσκεψη αυτή , που είπε στους μαθητές : Αν μη στραφείτε και γένησθε ως … οι Μπασταίοι , ου μη εισέλθητε εις την βασιλεία των ουρανών . Και σαν έλεγε βασιλεία των ουρανών υπονοούσε το Μπασταίικο αγαδιλίκι . Δεν είναι σίγουρο αν το βεβαιώνουν αυτό ο Παπακώστας , οι καλόγεροι και οι καλόγριες του χωριού , γιατί ‘ναι ζωντανοί και ίσως έχουν αλλάξει γνώμη. Αλλά ο παπαΧρήστος, που τροφοδοτούσε τους αντάρτες, το βεβαίωνε, φορώντας και το πετραχήλι . Κι γι αυτό μπορείτε, αν αμφιβάλετε , να τον ρωτήσετε . Είναι μόνιμος κάτοικος κι αυτός στη Κατουντήστα …






«ενεργεία» όμως , ήταν εκεί;
Δεν φαίνεται καλά η υπογραφή του Αριστοτέλη για το ανήταν και  «ενεργεία» . Το χωριό μας όμως , ήταν εκεί και «ενεργεία» , κιας στραβομουτσουνιάζει όσο θέλει ο Τέλης . Και θα ’ναι κει , εις τους αιώνας των αιώνων , με όλα τα αμήν και γένοιτο , ψαλτάδων , παπάδων μα και δεσποτάδων.
Το γεωγραφικό ανάγλυφο . Οι παλιοί λέγανε πως στην αρχή εποίησεν ο θεός (Ακαράνα= ο παρσικός αγέννητος χρόνος . Κρόνος= ο ελληνικός χρόνος  , elohim (σε πληθυντικό στο εβραϊκό κείμενο)= οι  θεοί .  ) τον ουρανόν και την γην …και είδε ότι καλόν  και οι Μπασταίοι που τ’ ακούν αυτό στην εκκλησιά , εννοούν τη δική τους γη . Στραβομουτσουνιάζουν λίγο για την κακοτοπιά … μα θεός ήταν αυτός και …
Οι τωρινοί τα λεν αλλιώς , μα στον  ίδιο ντορό  (τορός-α-ον  , τρανός , οξύς , σαφής , πρόθυμος  και στην κοινή  δημ  ντορός =ακολουθώ τα ίχνη των θηραμάτων , αλλά και τα κρατούντα ήθη (βλ. Μέγα Λεξικόν όλης της Ελληνικής γλώσσης Δ. Δημητράκου σελ 4937) , στο όνομα της δικής τους θεάς Επιστήμης . Οι μελλούμενοι θα το πουν κι αλλιώτικα , στο όνομα της δικής τους θεάς κι αυτοί . Ακόμα κι αν η αιώνια επιστροφή , ή το βράχμα ξαναφέρει το γεροΚρόνο στο λιθάρι του χωριού , θα ‘χει με το μέρος του την κατανόηση των Μπασταίων , πως έφτιαξε τον καλλίτερο κόσμο που θα μπορούσε να γενεί . Πως θα μπορούσε , λένε , ένας θεός να ευχαριστήσει όλες , όλους κι όλα . Το τέρας της Χάρυβδης , οι μαύρες τρούπες και τ’ άλλα αχόρταγα στοιχειά , δε μποροκλιώνται (=Χορταίνουν ) με τίποτα . Φάγανε και τρώνε ακόμα τα σωθικά της γης  και κάθε τι που ισορροπεί . Ακόμα και τις κακοτοπιές δεν τις αφήνουν ήσυχες . Θα ’καναν εξαίρεση σ’ ένα μικρό και άσημο χωριό ;
Τον  Ελλαδικό χώρο τον κατάντησαν , με τον τρόπο τους , πολυσχιδές πολυσχισμικό και εν τέλει πολυμορφικό ανάγλυφο . Κι ένα μικρό κι ασήμαντο χωριό σαν  του Μπάστα , δεν είχε κι ούτε έχει δυνατότητα καμιάς παρέμβασης , στο αέναο γίγνεσθαι του κόσμου . Να είναι ή να γίνει , ας πούμε , μια εύφορη ισοτοπιά σαν του Λατζόι ή έστω του Κρεκούκι . Αν και φτωχό , δεν ήταν κι ούτε είναι γιος του φαταούλα . Ναντα θέλει ούλα δικά του και  να μη μποροκλιέται κι αυτό με τίποτα . Να ’xει και θάλασσα στου Πράρη , σαν τη θελήσει και να μη την έχει σαν τη βαρεθεί . Αερολιμάνι στου Κούμιση ή του Ζάρκου και Τελεφερίκ στον Αγιώρη . Τέτοια , δεν σκέφτηκε ποτέ , κανένας στο χωριό . Κι αν κάποιος το σκέφτηκε ή τόειπε , δεν έγινε κανα κακό . Τα καλούδια ούλου του κόσμου δεν ήτανε ποτέ κακά . Η πλάκα που σπάνε με τέτοια στο χωριό , ποτέ δεν έκανε κακό . Αν δε σπάγανε και πλάκα , τότε , ποιος ξέρει , μπορεί και να έκανε πολύ κακό . Ακόμα και οι κακοτοπιές τσακώθηκαν για πλάκα , πια θα πρωτόρθει στο χωριό. Φιλιώθηκαν στα σοβαρά  και ήρθαν ούλες . Αυτή η πολυσχισμική μορφολογία του χωριού , καταδυναστεύει τους Μπασταίους και ιδιαίτερα όλους στους στραβούς . Κι αυτό δεν είναι πλάκα . Είναι το κάκιστο κακό . Κι αυτό έγινε για πλάκα . Οι θυμόσοφοι κοσμολόγοι του χωριού , λένε πως όλα , μα όλα ,  γίνανε για πλάκα …Στην αρχή ήτανε η Πλάκα , λένε διφορούμενα  και δείχνουν κατά  ΚατουΝτίστας μεριά (Το νεκροταφείο του χωριού) . Κάποιοι , τη Μπασταίικη πλάκα την είπανε στα σοβαρά και κοσμικό παιγνίδι [Ο φιλόσοφος Αξελός (20ος αιώνας)] . Οι Μπασταίοι , με τη σύμφωνη γνώμη και των Κρητικών , κάτι τέτοιο το λένε κουζουλάδα .
Η πλάκα που χρησιμοποιούσαν στο σκολειό τους οι Μπασταίοι ήταν πολύ σοβαρό εργαλείο και δεν έχει σχέση , (Ο άβακας ή το αβάκιο , είναι μικρή μαύρη ορθογώνια πλάκα από σχιστόλιθο , σε ξύλινο πλαίσιο , στις δύο επιφάνειες έγραφαν οι μαθητές της Α΄ τάξης του δημοτικού τα γράμματα ή τους αριθμούς με το κοντύλι , πέτρινο μολύβι . Έγραφαν και έσβηναν με υγρό σφουγγάρι . Το κοντύλι και το σφουγγάρι ήταν δεμένο με κλωστή στο ξύλινο πλαίσιο της Πλάκας) αν και οι μαθητές φρόντιζαν να μη σπάνε τις πλάκες … γιατί το ξύλο που θα τρώγανε ήτανε τρίδιπλο και δεν ήτανε καθόλου της πλάκας … Κι από τα δάσκαλο και από τους γονείς … Το ξύλο δεν είναι της πλάκας και για τους δάρτες και για τους δαρμένους . Πόναγε και του δύο . Μόνο τα θρασύδειλα καθάρματα της ιστορίας δέρνανε για πλάκα …
Γεωλογικά εντυπωσιακό τοπίο. Οι αλλοχωριανοί , άμποτε κι έρθουν κατά κει , θαυμάζουν από μακριά το εντυπωσιακό τοπίο . Από μακριά , ούλα φαντάζουν όμορφα . Σαν πλησιάσουν τους γκρεμούς τα πράγματα αλλάζουν . Άθελα αναδύεται στη θέση του ωραίου , του  δέους πανέμορφη η ασχήμια ... Κρύος ιδρώτας λούζει τα κορμιά , απ’ την κορφή ως τα νύχια . Οι ώμοι πτύσσονται κατά κεφαλής μεριά . Τα μάτια αγριεύουν καθώς αποσύρονται στο βάθος των κελιών τους . Κολλάνε στο πλευρό των τολμηρών οι τρομαγμένοι . Το Χάος και η … Σκύλλα ορθώνεται μπροστά . Η προσοχή αγκυροβολεί στο χείλος της αβύσσου ! Οι κατηγορική προσταγή του παπαΧρήστου : προσέχτε το παιδί … από γκρεμό … αναδύεται στο συνειδητό , ακόμα και στις που δεν έχουνε παιδιά . Τα δέους θαυμαστικά , ααα ! , ιιι ! και οου ! , αντιλαλούνε στα γκρεμνά και επιστρέφουνε διπλά . Είναι η τελική ειδοποίηση και το ευχαριστώ του Χάους …Ακόμα και τα ζα , χωρίς σπουδές βαρύτητας  , ορθοστατάν στην ένστικτη προσταγή και χλιμιντράνε , ειδοποιώντας τ’ άλλα ...
Οι Μπασταίοι , σαν είσαντε παιδιά , παίζανε με τους γκρεμούς . Τα πόδια σιγουρέψαν τη σβελτάδα . Τα μάτια εθίστηκαν  στην ομορφιά  και τ’ αφτιά χορτάσανε Ηχώ . Σαν πήζαν τα μυαλά τους κάτι άλλαζε και τα ’βλεπαν αλλιώς … Χορτάτοι από γκρεμούς και ρέματα , δεν πολυθέλανε ν’ ακούνε για ομορφιές σκαζματικές και τέτοια . Οι ασχήμια που φωλιάζει μόνιμα στην ομορφιά , πετάει τα φτιασίδια . Η δυσκολία τσίτσιδη ορθώνεται μπροστά  …
Στα τέλη της 10ετίας του ’50 , πέρασαν απ’ το χωριό μηχανικοί της νομαρχίας για χάραξη του δρόμου . Ο γεροΝτότης άκουγε τα σχόλια των ειδικών , για δυσκολίες κι ομορφιές  και ξέσπασε στον καφενέ .
   Ακούς εκεί να λένε πολύυ…σκαζματικό το χωριό  ! Δε ντρέπονται λιγάκι ! …  Δε βρίζουν  μόνο το χωριό…μα κι ούλια την Ελλάδα !   Άιντε … Τι να κάνω… Δεν τους  κάνω ντότι …  και θαειβλέπανε  αυτοί και τα πολυσκαζματικά τους …        
Γράπωσε το σαγόνι του , το ’σπρωξε κατά την αριστερή μεριά με τόσο ζόρι , που     κόντεψε να ισιώσει το ζαβό του δάχτυλό και να στραβώσει το σαγόνι .  
   Καλά ντε ! μηγκάνεις κι έτσι μπαρπαΝτότη. Θα πάθεις και καμιά ζημιά .  Δεν είπαν και κάνα κακό οι αντρώποι . Και συ τον καταριόσουνα προχτές , που σου ’σπασε τ’ αλέτρι ,    παρεμβαίνει κατευναστικά ο διπλανός του .
Πολλοί Μπασταίοι θα ’θελαν να είχε εξαιρεθεί του Μπάστα από αυτή την πολυσχιδή πολυσχισμικότητα και το τεράστιο βάρος που σηκώνει . Μα κι αν ακόμα , λέμε , αν , γινόταν η εξαιρετική του χάρη  και κάποιο άλλο χωριό , με κάποιο άλλο όνομα έπαιρνε τη θέση , το κακοτράχαλο Μπάστα θα ήταν στο εύφορο Λατζόι και το Λατζόι θα ήτανε στου Μπάστα . Το Μπάστα θα το λέγανε Λατζόι και το Λατζόι Μπάστα . Τίποτα δε θ’  άλλαζε .
   Μπα ! τίποτα δε θα ‘λλαζε ; πετάχτηκε , σαν τη …γριά -(Πορδή , είναι το σωστό)π  απ’ την κοφίνα , ο Τσίρμπας , νεαρός σοφιστής της διπλανής παρέας , απόγονος , καθώς νόμιζε , του μεγάλου αρχαίου σκεφτικού Πύρωνα απ’ την Ηλεία … Κανένας δεν έδωσε σημασία στο αποκρουστικό σοφιστικό ήχημα , καθώς κάνουν όλοι οι συνετοί σε τέτοια ατυχήματα … Δεν είναι δα κι ευγενικό να αναδείχνεις τους αηδείς ήχους , κρότους και οσμές , ακόμα κι αν είναι λεκτικές ... Μόνο λοξοκοιτάξαν κατά κει , π’ ακούστηκ’ η φωνή .


Κανένα βέβαια μυαλό ,δεν θα μπορούσε να χωρέσει ένα απόλυτο κενό εκεί στη βάση του πολυσχιδέστατου πολυσχισμικού . Θα έχασκε χαίνον το πολυσχιδές πολυσχισμικό χάσμα , σαν σκάζμα , κατά πως το λένε οι Μπασταίοι . Μπορεί να γινότανε και μαύρη τρούπα και τότε … , θα ’φανιζότανε στο τίποτα , κακό και η κακία , καλό και όλα τα καλούδια . Θα είχε πάει κατά διαόλου  , χωριό , χωριά , κι ούλια η γης κι ακόμα παραπέρα .
Όμως , είν’ εκεί και φαίνεται κι από μακριά . Τον πισινό του έβλεπε παλιά ο Παυσανίας απ’ τη Σκιλουντία[1]. Από τα ζερβά  λοξοκοιτάει το Χελιδόνι . Από μπρος και δεξιά η Καλολετσή . Μάρτυρες μαρτυρικοί κι όλοι οι κάτοικοί τους , π’ αγωνίζονται σκληρά , μη γίνει μαύρη τρούπα  ο τόπος .                            
Γκρεμοί από δω κι από κει . Γκρεμοί μπροστά και πίσω . Γκρεμοί απουπάνου κι απουκάτου . Γκρεμοί παντού . Προκλητική ασέβεια της φύσης στο Μπασταίικο θέλω  . Κραυγάζει , αν δε γαβγίζει , σα σκόπιμη κακία της φύσης . Και δε μπορείς να βγάλεις κιχ για το κακό . Η ναζιάρα Ηχώ , θα σε περιγελάει επιστρέφοντας διπλό και τριπλό το κιχ . Οι περαστικοί θαυμάζουν τα σκάζματα και τους γκρεμούς . Τα μισοζώνια και τους μύτικες . Τις ρεματιές , τις γράνες και τράφους . Τα κροκαλοπαγή και ψαμμολιθικά  πετρώματα . Τους μπάστακες , τα μπαστακάκια , τη χλωρίδα και πανίδα .
Χαίρονται οι Μπασταίοι που φχαριστιούνται οι περαστικοί απ’ το θαυμάσιο τοπίο . Θαυμάζουνε κι αυτοί , μα γι’ άλλο λόγο .
   Ωραίος τόπος , λένε , για … χορτάτους.
Κάποιοι , που πιστεύουν πως για όλα κάτι φταίει , λένε πως κι ο διάολος τους έχει  ξεχασμένους . Πως να  ’ρθη ο μαύρος κατά κει . Να σπάσουν οι διαβόλοι το ποδάρι και να σωριαστούνε στου Μπάστα όλα τα καλά … Να τους ζηλεύ’ ο κόσμος …και αυτοί να καμαρώνουνε σα γύφτικα σκερπάνια … Αυτό δεν γίνεται με τίποτα σου πως λένε οι Μπασταίοι . Ούτε στη συντέλεια του κόσμου δε γίνεται ο διάβολος
καλός , κι ας λέει ότι θέλει ο Ωριγένης[2]και οι οπαδοί του .
Ναι , ναι , ακούγεται η …βραχνή φωνή απ’ την κοφίνα (πυθάρι) , που βγήκε μ’ απαιτήσεις στη φόρα . Πολυμορφικός τόπος και με το παραπάνου το χωριό . Βρίσκεται στη βάση ή τις απολήξεις του ορεινού όγκου , που ξεκινά απ’ την κεντρική  Ευρώπη , διαπερνά τα δυτικά Βαλκάνια και καταλήγει , πού αλλού ;  Στου Μπάιστα !  Άιντε και στα γύρω χωριά . Σα μπάστακας στέκει το φτωχό και κρατάει στους ώμους του όλα αυτά τα βάρη …Ούτε Άτλας να ήτανε το μαύρο ! Άλλοι καιροί… Οι ορεινοί όγκοι δε μετέφεραν στο χωριό μόνο τα δυσβάταχτα φυσικά βάρη , αλλά και όλα όσα γίνονταν εκεί ... με τον Άρη και το Ζαχαριά και όλη την παρέα του ... Αυτοί ήξεραν το γιατί τους ... Το αν και για ποιούς όμως ; Ακόμα και τα πιτσιρίκια θέλανε να πάνε στ΄ αντάρτικο ... Οι μεγάλοι όχι ... Άρεσε πολύ στα πιτσιρίκια , χωρίς να ξέρουν το γιατί ... Γιατί όμως τα παιδιά θέλανε να γίνουνε αντάρτες ; Περίεργο που φαντάζει αυτό ; Ξέρανε καλά πως θα ζούσαν στα κατσάβραχα , στους λόγγους , στις σπηλιές ... Θα είχαν όπλο ... Θα ...  Το γιατί δεν ... Και η κουβέντα γινότανε κρυφά απ’ τους μεγάλος κι απ’ τους άλλους πιτσιρικάδες … Θα κάνανε τέτοιες κουβέντες αν ήτανε ισοτοπιά ;;


Αναρτήθηκε από Θεόδωρος Γ. Δημόπουλος στις 03:07 0 σχόλια  
Κυριακή, 18 Δεκεμβρίου 2011






αλληλογραφία μ' ένα Μπαστιωτόπουλο

Αγαπητέ Θόδωρε..!
         Μπράβο...! Σπουδαία δουλειά...... μεγάλος κόπος .... πολλές ώρες εργασίας...!
         Όλα τα κείμενα και οι αναφορές τέλειες....!
Ιδιαίτερα το Λεξικό των Μπασταίων, (προσωπική άποψη) κλέβει το ενδιαφέρον κι όσο μακριά να βρίσκεσαι, έχεις την αίσθηση ότι είσαι εκεί. Στο χωριό.
          Γνωρίζεις καλύτερα από τον καθένα ότι "Τα γραπτά μένουν ενώ τα λόγια πέφτουν" Είμαι βέβαιος ότι όλα αυτά θα είναι ξεχωριστή παρακαταθήκη στους μεταγενέστερους.
         Δε χρειάζεται να παροτρύνω ή να κάνω υποδείξεις για το αν πρέπει να συνεχιστεί η προσπάθεια από την πλευρά σου, γιατί πιστεύω είσαι ο πιο κατάλληλος να το κάνεις.
         Συνέχισε με καινούργιες και πιο συχνές καταχωρήσεις, έτσι απλά, για να χορταίνουμε την απουσία μας (από το χωριό μας) και να ποτίζεις για να μη ξεραθεί η μνήμη μας, για τον τόπο που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε.


Με εκτίμηση
Παναγόπουλος Γεώργιος
Σύμβουλος Ακινήτων
e-mail: panagopoulos@ellinika.gr
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ
ΜΕΣΙΤΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ
12ο χλμ.ΑΘΗΝΩΝ-ΛΑΜΙΑΣ
Τηλ.2102853700-Faχ:2102853777
www.ellinika.gr


……….……………………………


         Φίλτατε Γιώργο,
          Μετά από «ογρομήντα(!) τόσα χρόνια φιλότιμης δουλειάς, έχω επιλέξει, ν’ ασκήσω το ύψιστο ανθρώπινο δικαίωμα. Αυτό της τεμπελιάς. Η άσκηση αυτού του δικαιώματος δεν επιτρέπει ασυνέπειες και τέτοια. Όμως θα μπω στο επικίνδυνο καθήκον να απαντήσω στο γράμμα σου!
           Κανένας δεν δυσαρεστείται από έντιμα καλά λόγια, σαν τα δικά σου.
Πέρα από τις ακαδημαϊκά ψυχρές ή γλυκερές αναφορές δόκιμων και μη που ασχολήθηκαν με το Χωριό, προσπαθώ να πλησιάσω την «ψυχή» του. Τη ζωτική δύναμη, που το ’κανε να υπάρχει και τώρα το εγκαταλείπει. Η «μαύρη τρύπα» έχει ρουφήξει την ομορφιά του.
          Ένας μόνο γέρος με ένα σκυλί παρέα, δεν είναι πια χωριό ... Είναι η θλίψη από το απομεινάρι.
          Το άρωμα του πρωτόγονου τρόπου ζωής χάνεται. Η μαρτυρία των που ζήσανε και τους δυο τρόπους ζωής, πρωτόγονο και σύγχρονο, οφείλουν τον πρέποντα επιμνημόσυνο.
           Σαν η παλιά φαγούρα για δουλειά φουντώσει, θα σου κάνω το ... χατίρι, αφού έχω ξεχάσει το σκάψιμο και μπορεί να κάνω ... καμία ζημιά και δεν θέλω να τ’ ακούσω από τον Κώστα, το σέμπρο μου.


                                                       Φιλικά
                                              Θόδωρος Δημόπουλος


             Υ.Γ. Αν ασχολείσαι με την κατασκευή ιστοσελίδων και μπορείς να αναλάβεις την ιστοσελίδα www.mpasta.gr τηλεφώνησέ μου στο 6945201415




…………………………………………..




             Αγαπητέ Θόδωρε,
Ανταποδίδω τις ευχές για ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ και                    ΕΥΤΥΧΙΣΜΈΝΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΤΟ ΧΡΟΝΟ 2009.
        Με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο η άσκηση του ύψιστου δικαιώματος της τεμπελιάς, (από την πλευρά σου) χωρίς ασυνέπειες στην εφαρμογή του.
        Ελπίζω και στο φούντωμα της φαγούρας για δουλειά να φουντώσει γρήγορα, αν και όταν και εφόσον εσύ κρίνεις, χωρίς να σε διακατέχει το άγχος της υποχρέωσης και σε δικό σου ελεύθερο χρόνο ανακλαδίσματος, να επιστρέφεις, όπως ο ηθικός αυτουργός στον τόπο του εγκλήματος. Στα  "Έργα και ημέρες Μπασταίων".


                                           Με εκτίμηση
                                      Παναγόπουλος Γεώργιος


 Υ.Γ. Δεν ασχολούμαι με ιστοσελίδες. Το αντικείμενο της δουλειάς μου θα το βρεις αν ανοίξεις το site: www.ellinika.gr. Έχω ανοίξει Μεσιτικό Γραφείο Ακινήτων και δραστηριοποιούμαι στην περιοχή Γέρακα και Γλυκά Νερά.




……………………………………………………..






          Γιώργο,
          .... Κι όμως μπορείς να συμβάλλεις.
         Έβλεπα το e mail σου και ... σ’ ένα διάλειμμα για να ξεκουραστώ - θέλει, βλέπεις, και η τεμπελιά ξεκούραση-, είπα να σου πω δυο πράγματα, που μπορείς να τα φορτωθείς και συ, για να ξαποστάσω κι εγώ μαύρος! Εκεί στη δουλειά, μπορείς, σαν θυμηθείς κάποια ιστορία, κάποια λέξη, φράση, ακόμα και γκριμάτσα του Μπασταίου μαμπάκη ή μάνας σου, να την καταγράψεις, για να διασωθεί. Μόνο σαν γράψεις κάτι μένει. Sripta manent, κατά πως λένε και οι περιγραμμάτου.


                                      Με εκτίμηση
                               Θόδωρος Δημόπουλος


……………………………………………..




      Αγαπητέ Θόδωρε,


      Σπουδαία δουλειά..!
     Ασκώντας «το ύψιστο δικαίωμα της τεμπελιάς», όπως λες κι ο ίδιος, συνταξιούχος πια, ταυτόχρονα έχεις προσφέρει στον τόπο σου, αυτό το μοναδικό και ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Σπουδαία παρακαταθήκη για τις τωρινές και επόμενες γενιές.
       Σκεφτείτε και να δούλευε... ( γιατί αυτό θέλει δουλειά και πολύ…. χρόνο). Προσωπικά θέλω να εκφράσω τις ευχαριστίες μου, αφενός για τη σύλληψη της καινοτόμου ιδέας και αφετέρου της υλοποίησής της.
Συνέχισε να μας ταξιδεύεις στον τόπο μας..., με περισσότερα Μπασταίικα..!


                                         Με εκτίμηση
                                 Παναγόπουλος Γεώργιος




.................................................




           Αγαπητέ μου Γιώργο,
           Ευτυχισμένο το 2010, καλές δουλειές κι ό,τι επιθυμείς συ και η οικογένειά σου.
            Σαν γύρισα ’πό το χωριό, βρήκα το πιο πάνω γράμμα σου και … θυμήθηκα να σου θυμίσω κάτι που ζήτησα και στην τελευταία Γεν. Συνέλευση, για τη συμβολή όλων στην προσπάθεια να ιχνηλατήσουμε τα «έργα και ημέρες» των Μπασταίων προγόνων μας. Σ’ αυτή τη Γ.Σ. του Συλλόγου προέδρευες εσύ, αν το θυμάσαι. Ακόμα σου θυμίζω κάτι που σου έχω ζητήσει σε προηγούμενο γραφτό. Σου ’γραφα:
            ".... σ’ ένα διάλειμμα για να ξεκουραστώ - θέλει, βλέπεις, και η τεμπελιά ξεκούραση-, είπα να σου πω δυο πράγματα, που μπορείς να τα φορτωθείς και συ, για να ξαποστάσω κι ‘γώ μαύρος! Εκεί στη δουλειά, μπορείς, σαν θυμηθείς κάποια ιστορία, κάποια λέξη, φράση, ακόμα και γκριμάτσα του Μπασταίου μαμπάκη ή μάνας σου, να την καταγράψεις για να διασωθεί. Μόνο σαν γράψεις κάτι μένει. Scripta manent κατά πως λένε και οι περιγραμμάτου."


                                           Με την εκτίμησή μου
                                           Θόδωρος Δημόπουλος